• 27 Δεκεμβρίου 2024

Stratilio

Απόψεις / Σημειώσεις / Δοκίμια

Η ηθική θεωρία του David Hume

  • Home
  • Η ηθική θεωρία του David Hume

Ο David Hume (1711-1776) στο θεμελιώδες ηθικό έργο του “Έρευνα για τις αρχές της ηθικής” (1751) επιχειρεί να αναδείξει ότι οι ηθικές αρχές δεν μπορούν να απορρέουν από την εμπειρία. Σε αντίθεση προς κάθε μεταφυσική σύλληψη της ηθικής, όπως εκείνη του Καντ, όταν διατείνεται πως “η ηθική είναι η επιστήμη των νόμων της ελευθερίας”, ο Χιουμ ισχυρίζεται ότι η ηθκή, όπως και κάθε άλλη πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας, πρέπει να θεωρείται “επιστήμη της ανθρώπινης φύσης”. Ο Νεύτων επιχείρησε να εξηγήσει και να περιγράψει τους παγκόσμιους νόμους της φύσης. ο Χιουμ να εξηγήσει και να περιγράψει τους παγκόσμιους νόμους της ανθρώπινης φύσης και ψυχολογίας .

Για τους ρασιοναλιστές “κοινό” εργαλείο είναι ο Λόγος, ο οποίος μπορεί να νοηματοδοτεί ηθικά τις πράξεις ή τα κίνητρά μας. Για τους συναισθηματοκράτες η ηθική αίσθηση και εκείνη η καθολικά ισχύουσα φυσική εισδεκτικότητα είναι που ορίζουν την ηθική και τα κίνητρα των πράξεων και δεσμεύουν τους ανθρώπους απέναντι στους συνανθρώπους τους.

Σύμφωνα με τον Ακινάτη που όρισε το Φυσικό Δίκαιο, οι ηθικοί νόμοι υπάγονται στη φύση και ερμηνεύονται ως μέρος αυτής.  Από τη στιγμή που στην εξωανθρώπινη φύση δεν εντοπίζονται ηθικές αρχές, η ηθική, καθώς αναφέρεται σε ανθρώπινα όντα, πρέπει να μελετηθεί μέσω ενδελεχούς έρευνας της ανθρώπινης φύσης. Στόχος πλέον γίνεται η εύρεση καθολικών οικουμενικών φυσικών νόμων και αρχών που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, με τον ίδιο τρόπο που και οι φυσικοί νόμοι του Σύμπαντος διέπουν τη φυσική πραγματικότητα. Σκοπός της ηθικής φιλοσοφίας γίνεται, συνεπώς, η παραγωγή καθολικών κανόνων συμπεριφοράς και η συνακόλουθη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.

Ο Φράνσις Χάτσεσον (1694-1746) υποστήριξε την ύπαρξη μιας έκτης εσωτερικής αίσθησης διακριτής από τις πέντε παραδεδομένες αισθήσεις της εξωτερικής εμπειρίας, η οποία, όπως ισχυριζόταν, είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο και μέσω αυτής γεννιούνται μέσα μας οι ηθικές κρίσεις και γνώσεις. Σύμφωνα με τον Χάτσεσον αντιλαμβανόμαστε τις ηθικές ποιότητες των ανθρώπων και αξιολογούμε τις πράξεις και τα κίνητρά τους μέσω αυτής της ηθικής αίσθησης, όπως ακριβώς αντιλαμβανόμαστε μέσω των εξωτερικών αισθητηρίων οργάνων της κατ’ αίσθηση ποιότητες των αντικειμένων . Η Αρετή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνον ευμένεια. Εάν οι πράξεις και τα κίνητρά μας είναι ενάρετα, επειδή τα επιδοκιμάζουμε, τότε κάθε πράξη ή κίνητρο που δέχεται την επιδοκιμασία μας πρέπει να θεωρείται ενάρετο. Ο Θεός μας έπλασε ευμενή όντα και μπορούμε να κρίνουμε ευνοϊκώς τις ευμενείς αντιδράσεις των άλλων. Η Αρετή εμφανίζεται ιδίως μία θεολογική εκδοχή της διατύπωσης της κατηγορικής προσταγής του Kantκατά την οποία οφείλει κανείς να πράττει κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αντιμετωπίζει την ανθρωπότητα, είτε στο πρόσωπο του, είτε στο πρόσωπο οποιουδήποτε άλλου, ποτέ μόνον ως μέσο, αλλά πάντοτε και ως σκοπό.

Ο Χιουμ ως υπέρμαχος της θεωρίας της ηθικής αίσθησης βάλθηκε να αποδομήσει την αυθεντία του Λόγου στην ηθική συζήτηση, η οποία δεν αφορά τις ιδέες, αλλά σχετίζεται με μία σύνθετη λειτουργία των παθών και των ηθικών συναισθημάτων . Τα πάθη είναι τα μοναδικά κίνητρα των πράξεων, τα οποία, εφόσον ανήκουν στις δευτερογενείς εντυπώσεις, προκύπτουν δηλαδή μέσω ενός αναστοχασμού, μπορούν να εμφανίζονται στο νου μας, είτε υπό τη μορφή τέρψης, είτε υπό τη μορφή πόνου, είτε ως ευχαρίστηση, είτε ως δυσαρέσκεια. 

Ο Χιουμ θεωρεί ότι όλες οι αντιλήψεις του νου είναι, είτε εντυπώσεις, είτε ιδέες. Εντυπώσεις είναι οι άμεσες παραστάσεις της εμπειρίας, ενώ ιδέες είναι οι εξασθενημένες μορφές των εντυπώσεων οι εντυπώσεις μπορούν να είναι, είτε πρωταρχικές, είτε δευτερογενείς. Οι πρωταρχικές εντυπώσεις είναι εκείνες που εντυπώνονται στο νου χωρίς τη βοήθεια κάποιας πρότερης αντίληψης. Οι δευτερογενείς εντυπώσεις είναι εκείνες που πηγάζουν από κάποια προηγούμενη πρωταρχική εντύπωση, είτε άμεσα, είτε με τη μεσολάβηση της ιδέας της. Τα πάθη ανήκουν στις δευτερογενείς εντυπώσεις. Ο Χιουμ συγκαταλέγει τον Λόγο στα αδύναμα και αδρανή πάθη , τα οποία δεν μπορούν να αποτελέσουν πρακτικό κίνητρο.

Κεντρική θέση του ηθικού έργου του Χιουμ είναι η σύλληψη της ιδέας της ωφελιμότητας ως βασικής προϋπόθεσης των ηθικών μας κρίσεων. Εν ολίγοις, εκείνο που κρίνουμε ως ηθικό είναι εκείνο που μας τέρπει και εκείνο που μας τέρπει είναι ωφέλιμο η χρήσιμο για εμάς ή για τους άλλους. Η ιδέα της αδυναμίας του Λόγου να αποτελέσει κίνητρο για πράξη, έργο το οποίο αναλαμβάνουν τα πάθη, οδήγησε τον Χιουμ στην επεξεργασία μιας έννοιας η οποία θα αποδεικνυόταν το υπόβαθρο των ηθικών συλλογισμών του : το ηθικά ορθό προσδιορίζεται από τον βαθμό της ωφελιμότητας του. Η διαπίστωση αυτή καθιστά τον Χιουμ προάγγελο του ωφελιμισμού.

Ο Χιουμ θεωρεί τη δικαιοσύνη το βασικότερο ίσως συστατικό της ηθικής και υποστηρίζει πως, καθώς αφορά το γένος των ανθρώπων, θα πρέπει να γίνεται ανά πάσα στιγμή μέλημά ολόκληρης της κοινωνίας. Στον κλασικό ωφελιμισμό η έννοια της ωφέλειας γίνεται απόλυτο κριτήριο των πράξεών, στον Χιουμ η ωφέλεια δεν γίνεται ο έσχατος σκοπός ή στόχος της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά αντιθέτως χρησιμοποιεί τον όρο ωφελιμότητα για να αναφερθεί περιγραφικά σε οτιδήποτε προάγει την ευτυχία και την ευημερία των μελών της κοινωνίας ή προάγει το δημόσιο αγαθό.

Η πιο βασική αρχή, τόσο στον Χιουμ, όσο και σε άλλους εκπροσώπους της θεωρίας της ηθικής αίσθησης είναι η ευμένεια. Παρουσιάζει την ευμένεια υπό την μορφή πολλών εκδηλώσεων (φιλίας, φιλανθρωπίας, συμπόνοιας και ούτω καθεξής) ως στοιχείων της ανθρώπινης φύσης. Η ευμένεια ανήκει στις φυσικές αρετές, και είναι εκείνη που καθιστά τον άνθρωπο ηθική υπόσταση. Ως ευμενή όντα έχουμε την ικανότητα να μη λογίζουμε μονάχα τον δικό μας εαυτό και το ίδιον συμφέρον μας, αλλά να ενδιαφερόμαστε επίσης για το καλό όλων των συνανθρώπων μας και να τους μεταβιβάζουμε μέσω του μηχανισμού της συμπάθειας τα δικά μας ευμενή συναισθήματα. Αυτό το «εμπόριο των συναισθημάτων» είναι που καθιστά σύμφωνα με τον Χιουμ τον άνθρωπο κοινωνικό ον και την κοινωνική ένωση απαραίτητη προϋπόθεση για την ηθικότητα. Χωρίς κοινωνία δεν θα υπήρχε ο άνθρωπος, χωρίς τον άνθρωπο δεν θα υπήρχε η ηθική.

Η φύση έδωσε στον άνθρωπο τόσο την φιλαυτία όσο και την ευμένεια. Οι δύο αρετές αντιπαλεύουν και συγκρούονται μεταξύ τους. Η ευμένεια αποβλέπει στο συλλογικό αγαθό, η φιλαυτία αποβλέπει μονάχα προς το ίδιον συμφέρον. Η συνύπαρξη της φιλαυτίας με την ευμένεια οδηγεί τον Χιουμ να υποστηρίξει πως, τόσο η πρώτη, όσο και η δεύτερη αποτελούν κίνητρα των πράξεών μας.

Σκοπός του Χιουμ είναι να περιγράψει τον τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο διαμορφώνεται η προσωπική αξιομισθία. (Είμαστε διά των ποιοτήτων μας). Διέκρινε, συνεπώς, μεταξύ τεσσάρων ειδών νοητικών ποιοτήτων :

1) ποιότητες που είναι ωφέλιμες τους άλλους (ευμένεια, ευγνωμοσύνη, ανθρωπιά, δικαιοσύνη, γενναιοδωρία, φιλικότητα, αγνεία, νομιμοφροσύνη, αβρότητα, αυτοσυγκράτηση),

2) ποιότητες που είναι ωφέλιμες σε εμάς τους ίδιους (συνετή κρίση, φιλοπονία, φειδώ, δύναμη του νου, σοφία, μνήμη, ορθή κρίση, σύνεση, υπομονή, σοβαρή σκέψη),

3) ποιότητες που είναι άμεσα ευχάριστες σε εμάς τους ίδιους (ευθυμία, μεγαλοπρέπεια του νου, θάρρος, συγκρατημένη περηφάνια, αξιοπρέπεια, γαλήνη, ποιητικό ταλέντο, ηρεμία, λεπτότητα στο γούστο),

4)ποιότητες που είναι άμεσα ευχάριστες στους άλλους (καλή συμπεριφορά, πνεύμα, ευφυΐα, ευγλωττία, φιλική διάθεση, ταπεινότητα, ευπρέπεια, ευγένεια, αβρότητα καθαρότητα).

Μάλιστα η διαμόρφωση της προσωπικής αξιομισθίας εγείρει από μόνη της μία επιδοκιμασία. Η ευμένεια στον Χιουμ είναι ανάλογη της έννοιας του λόγου στον Καντ. Κατά τον Καντ είμαστε ηθικά όντα ως έλλογα όντα, κατά τον Χιουμ είμαστε ηθικά όντα ως ευμενή όντα. Στον Καντ προϋποτίθεται η ηθική ελευθερία ως ιδέα του λόγου, στον Χιουμ υπάρχει μία πρωταρχική πηγή : η ηθική αίσθηση.

Η θεωρία του Χιουμ για τη συμπάθειά έχει ως στόχο την εξήγηση του ενδιαφέροντος των ανθρώπων για τους συνανθρώπους τους. Η ηθική επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία, η ηθική ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια, έχουν αναφορά σε ένα αίσθημα, το οποίο δεν αλλοιώνεται από κανένα ιδιαίτερο συμφέρον. Το μοναδικό συμφέρον, στο οποίο αποσκοπούν, είναι το κοινό. Νιώθοντας οι άνθρωποι ότι το ατομικό τους συμφέρον ανάγεται στο συλλογικό και βάσει της ηθικής αίσθησης και της ευμένειας αποκτούν μία αίσθηση ηθικής υποχρέωσης. Προκειμένου να διασφαλιστεί το συλλογικό καλό, οι άνθρωποι, ως κοινωνία πλέον, επινοούν την αρετή της δικαιοσύνης και συμφωνούν σε ιδιαίτερους κανόνες προς τη διασφάλιση της.

Κάθε τι είναι όμορφο στον βαθμό που ωφελεί αυτό, όμως αφορά όσους σχετίζονται με τα αντικείμενα που φέρουν το καλούς. Ο παρατηρητής επηρεάζεται και συγκινείται μονάχα από την αισθητοποίηση του οφέλους που επιφέρει το κάλλος Συνεπώς, το κάλλος προσδίδεται στα αντικείμενα βάσει της χρησιμότητάς τους και για τούτο αφορά τον κάτοχο και όχι τον παρατηρητή. Ο παρατηρητής απολαμβάνει το αποτέλεσμα του κάλλους χωρίς πρόθεση ή προσδοκία συμμετοχής στο όφελος μόνο μέσω της ενέργειας της φαντασίας.

Όπως οι ωφέλιμες ή οι ευχάριστες ποιότητες του κάθε προσώπου γίνονται προϊόντα επιδοκιμασίας, έτσι και το κάλλος προκαλεί μία επιδοκιμασία στον βαθμό που αποτελεί μία ωφέλιμη και ευχάριστη ποιότητα στα πρόσωπα που το κατέχουν.  Το γεγονός ότι η ιδέα της ηθικής ταυτίζεται με την ιδέα του κάλλους, οδήγησε τον Χιουμ να θεωρήσει ότι και τα δύο ταυτίζονται και ως προς την δυνατότητα να είναι καθολικά.  Η εστίαση του Χιουμ στην καθολικότητα των παθών της ανθρωπότητας έχει θεωρηθεί ως το ανάλογο της καθολικότητας του Λόγου στον Καντ, στο πλαίσιο μιας συγκλίνουσας αξιολόγησης διαφωτισμού, από δύο διαφορετικές όμως αντιλήψεις της γνώσης.

[David Hume, Έρευνα για τις αρχές της ηθικής, εκδ. Εκκρεμές, 2021, Εισαγωγή-Μετάφραση- Σχόλια :  Δημήτρης Σανταμούρης, σελ. 19-63, Επιμέλεια Έκδοσης : Διονύσης Δρόσος]