Πάντες ἐπίστασθε ὅτι ἐν τῇ πρότερᾳ δημοκρατίᾳ τῶν τὰ τῆς πόλεως πραττόντων πολλοὶ μὲν τὰ δημόσια ἔκλεπτον, ἔνιοι δ’ ἐπὶ τοῖς ὑμετέροις ἐδωροδόκουν, οἱ δὲ συκοφαντοῦντες τοὺς συμμάχους ἀφίστασαν. καὶ εἰ μέν οἱ τριάκοντα τούτους μόνους ἐτιμωροῦντο, ἄνδρας ἀγαθοὺς καὶ ὑμεῖς ἂν αὐτοὺς ἡγεῖσθε. νῦν δέ, ὅτι ὑπὲρ τῶν ἐκείνοις ἡμαρτημένων τὸ πλῆθος κακῶς ποιεῖν ἠξίουν, ἠγανακτεῖτε, ἡγούμενοι δεινὸν εἶναι τὰ [τῶν] ὀλίγων ἀδικήματα πάσῃ τῇ πόλει κοινὰ γίγνεσθαι. οὐ τοίνυν ἄξιον χρῆσθαι τούτοις, οἷς ἐκείνους ἑωρᾶτε ἐξαμαρτάνοντας, οὐδὲ ἃ πάσχοντες ἄδικα ἐνομίζετε πάσχειν, ὅταν ἑτέρους ποιῆτε, δίκαια ἡγεῖσθαι, ἀλλὰ τὴν αὐτὴν κατελθόντες περὶ αὐτῶν γνώμην ἔχετε, ἥνπερ φεύγοντες περὶ ὑμῶν αὐτῶν εἴχετε· ἐκ τούτων γὰρ καὶ ὁμόνοιαν πλείστην ποιήσετε, καὶ ἡ πόλις ἔσται μεγίστη, καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἀνιαρότατα ψηφιεῖσθε.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
οἱ πράττοντες τά τῆς πόλεως = οι πολιτικοί // δωροδοκέω, ῶ (δῶρον + δέχομαι)= δωροδοκούμαι (παθητ. σημασίας) // ἀφίστημί τίνα = απομακρύνω, εξωθώ σε αποστασία // κατέρχομαι = επιστρέφω από εξορία // φεύγω = εξορίζομαι, είμαι εξόριστος // ἀνιαρός = δυσάρεστος…, ασύμφορος, αρνητικός, επαχθής.
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΑ
πάντες = κτγ. προσδ. στο ενν. ὑμεῖς // ἐν τῇ π. δημοκρατία = εμπρόθ. χρόνου // συκοφαντοῦντες=τροπ. μτχ. (το οἱ μέν είναι αυτοτελές) // καί: μεταβατ., ανήκει στην κύρ., οπότε: εἰ ἐτιμωροῦντο = υποθ. πρότ. // ἡγεῖσθε ἄν. δυνητ. οριστ. σε παρατατικό (μη πραγμ.) // οἷς = αντικείμ. στο ἐξαμαρτάνοντας, σε δοτ. αντί αιτιατ. από έλξη (τούτοις, ἅ) // πάσχοντες =χρονικό – υποθ. μτχ. (= ὅτε έπάσχετε ή πάσχοιτε επανάλ. στο πρλθ.) // ἐκ τούτων=εμπρόθ. τρόπου // πλείστην=επιθ. προσδ.
Μετάφραση
Όλοι βέβαια ξέρετε ότι κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δημοκρατίας πολλοί από τους πολιτικούς έκλεβαν τα δημόσια χρήματα, ενώ μερικοί δωροδοκούνταν σε βάρος σας, ενώ άλλοι με συκοφαντίες έσπρωχναν σε αποστασία τους συμμάχους σας. Και βέβαια αν οι τριάντα τύραννοι τιμωρούσαν αυτούς μόνο, θα τους θεωρούσατε έντιμους κι εσείς οι ίδιοι’ επειδή όμως επιδίωκαν να βλάψουν τον λαό εξαιτίας των δικών τους αδικημάτων, εξοργιστήκατε, επειδή κρίνατε ότι είναι απαράδεχτο τα σφάλματα των λίγων να βαραίνουν εξίσου όλη την πόλη. Λοιπόν δεν είναι σωστό να κάνετε αυτά τα αδικήματα που βλέπατε να διαπράττουν εκείνοι, ούτε όσα παθαίνατε και τα θεωρούσατε άδικα, να τα νομίζετε σωστά όταν τα κάνετε σε άλλους, αλλά να έχετε γι’ αυτούς τώρα που επιστρέψατε από την εξορία την ίδια γνώμη που είχατε για σας τους ίδιους, όταν εσείς ήσασταν εξόριστοι” γιατί με τέτοια πολιτική και θα ενισχύσετε σημαντικά την ομόνοια και η πόλη θα γίνει πολύ δυνατή και θα ασκήσετε πολιτική που θα είναι επιζήμια για τους εχθρούς σας.