Καί γάρ εἰ μέν εἰς χρημάτων δαπάνην ἤ τιν’ἄλλην θεωρίαν ἱππικῶν ἤ γυμνικῶν ἄθλων ἐτάχθην κοσμῆσαι τόν τάφον, ὅσῳπερ ἀπροθυμότερον καί ἀφειδέστερον ταῦτα παρεσκευάσμην, τοσούτῳ μᾶλλον ἄν προσήκοντ’ ἔδοξα πεποιηκέναι. Λόγῳ δ’ ἐπαινέσαι τούτους τούς ἄνδρας αἱρεθείς, ἄν μή τούς ἀκούοντας συμβουλομένους λάβω, φοβοῦμαι μή τῇ προθυμίᾳ τουναντίον οὗ δεῖ ποιήσω, ὁ μέν γάρ πλοῦτος καί τό τάχος καί ἡ ἰσχύς και ὅσ’ ἄλλα τούτοις ὅμοια, αὐτάρκεις ἔχει τάς ὀνήσεις τοῖς κεκτημένοις, και κρατοῦσιν ἐν αὐτοῖς, οἷς ἄν παρῇ, κἄν μηδείς τῶν ἄλλων βούληται. Ἡ δέ τα ῶν λόγων πειθώ τῆς τῶν ἀκουόντων εὐνοίας προσδεῖται, καί μετά ταύτης μέν, κἄν μετρίως ῥηθῇ, δόξαν ἤνεγκε καί χάριν προσποιεῖ, ἄνευ δέ ταύτης, κἄν ὑπερβάλῃ τῷ λέγειν καλῶς, προσέστη τοῖς ἀκούουσιν.
[λεξιλόγιο)
θεωρία = παρακολούθηση· θέαμα· ως λειτουργία: καταβολή δαπάνης για την αποστολή πρεσβείας σε μαντείο ή σε αγώνες // συμβούλομαι = έχω ίδια επιδίωξη διάθεση με κάποιον, είμαι σύμφωνος, είμαι με το μέρος κάποιου // προθυμία = έντονη προσπάθεια· ορμητικότητα // αὐτάρκης = ικανός από μόνος του, χωρίς εξωτερ. βοήθεια // ὄνησις (ὀνίνημι) = ωφέλεια, κέρδος· επιτυχία // προσδέομαι = χρειάζομαι επιπλέον // προσποιῶ = προσφέρω // προσίσταμαί τινι = τοποθετούμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω, του προκαλώ αντίθεση, απαρέσκεια, δυσαρέσκεια.
(συντακτικά)
καί γάρ = γιατί· λοιπόν· βέβαια // εἰς δαπάνην ἤ θεωρίαν = εμπρόθ. αναφ. (= σε αναλογική σχέση με…) // προσήκοντα = επιθετ. μτχ., σε θέση σύστοιχου αντικειμένου // αἱρεθείς = αιτιολ. μτχ. // συμβουλομένους = κτγ. μτχ. // ἄν μή λάβω – μή ποιήσω = υποθετ. λ. προσδοκ. (σε πλάγ. λ., με απόδ. ενδοιαστική πρότ. = κυρία επιθ)(2) // τοὐναντίον = σύστ. αντικείμ. στο ποιήσω //οὗ = σύστ. αντικείμ. στο ενν. ποεῖν, σε γεν. από έλξη, με βραχυλογία συγχρόνως: τουναντίον τούτου, // αὐτάρκεις = επιρρ. κτγ. τρόπου // τοῖς κεκτημένοις = επιθετ. μτχ., δοτ. αντικ. / / ἐν αὐτοῖς (ενν. πλούτω κλπ.) = εμπρόθ. τρόπου // οἷς (ενν. άνδράσιν) = αντικείμ. στο παρῇ, όπου ως υποκείμ. ενν. ταῦτα // κἄν = εναντιωμ., ενδεχόμ. Εναντιωση (βλ. 60,1) // τῷ λέγειν καλῶς = δοτ. αναφ.
(γενικευτικοί κανόνες)
- Η άναρθρη επιθ. μτχ. – που είναι σπανιότατη – έχει θέση επιθ. προσδ. και εντελώς σπανιότατα σύστοιχου αντικειμένου.
- Από τους υποθετ. λ. πρόταση επιθυμίας ως απόδοση μπορούν να έχουν μόνο τα: πραγματικό, απλή σκέψη, προσδοκώμενο.
Μετάφραση
Αν λοιπόν σ’ αυτή τη δημόσια ταφή με όριζαν υπεύθυνο για τα έξοδα ή για τη χορηγία ιππικών και αθλητικών αγώνων, όσο πιο πρόθυμα και απλόχερα ξόδευα γι’ αυτή, τόσο περισσότερο θα φαινόμουν καλός στην εκτέλεση όσων πρέπει’ επειδή όμως ορίστηκα να εγκωμιάσω τους άντρες αυτούς με <επικήδειο> λόγο, φοβάμαι μήπως εξαιτίας της έντονης προσπάθειάς μου πετύχω το αντίθετο απ’ ό,τι πρέπει, στην περίπτωση που δεν καταφέρω να συντονίσω τους ακροατές με τις διαθέσεις μου. Γιατί τα πλούτη, η ταχύτητα, η σωματική δύναμη και όλα τα παρόμοια δίνουν από μόνα τους ανώτερη θέση σ’ όποιον τα έχει, και με βάση αυτά υπερισχύουν όσοι τα κατέχουν, ακόμη κι αν δεν τους παραδέχονται’ αντίθετα, η πειστικότητα του λόγου <για να ‘ναι αποτελεσματική> χρειάζεται την καλή διάθεση των ακροατών’ κι αν αυτή υπάρχει, ο λόγος, έστω κι αν είναι μέτριος, προσφέρει δόξα και προσωπική ικανοποίηση’ αν όμως δεν υπάρχει [η καλή διάθεση των ακροατών], ο λόγος προκαλεί δυσαρέσκεια στο ακροατήριο, ακόμη κι αν εκφραστεί κανείς επιδεξιότατα.
Πηγή : Ε.Α.Μεσδανίτης, “Αρχαία Ελληνικά Κείμενα”, Εκδ. “Θεωρητικού”