Στο προηγούμενο άρθρο μας αρχίσαμε να διερευνούμε τις αδιαφανείς και ανθρωποκτονικές στρατηγικές της νέας παγκόσμιας βιοπολιτικής. Ενόψει, μάλιστα, των επικείμενων βουλευτικών εκλογών, παρουσιάσαμε τις εξελίξεις στη «νευροπολιτική» και τη «νευροοικονομία» («Εφ.Συν.», 05-09-15).
Πρόκειται για δύο πρόσφατες εφαρμογές της επιστήμης και τεχνολογίας του εγκεφάλου οι οποίες, εάν εφαρμοστούν μαζικά και με επιτυχία, θα οδηγήσουν στην οριστική εγκατάλειψη των νεωτερικών ιδεών περί δημοκρατίας και ατομικής ή πολιτικής ελευθερίας, πολιτικών και πολιτισμικών αξιών που, μολονότι απαξιώνονται συστηματικά από τη μετανεωτερική ιδεολογία, εξακολουθούν να επιβιώνουν και να αντιστέκονται στις επιθέσεις πραγματισμού που δέχονται από την αναδυόμενη ολοκληρωτική βιοεξουσία.
Ολοένα και πιο συχνά διαβάζουμε ότι είναι επιτακτική ανάγκη -επιστημονική και πολιτική- να συνειδητοποιήσουμε ότι, στις μέρες μας, τείνει να εξαλειφθεί η διαχωριστική γραμμή μεταξύ «φυσικού» και «αφύσικου» όποτε υιοθετούνται από την εξουσία οι νέες βιο- και νευρο-πολιτικές.
Στο σημερινό άρθρο λοιπόν θα εξετάσουμε όχι μόνο τη γενεαλογία της σύγχρονης βιοπολιτικής εξουσίας, αλλά και τις επιστημονικές-τεχνολογικές προϋποθέσεις για την επιβολή της σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Ο όρος «βιοπολιτική» εισάγεται το 1976 από τον Γάλλο ιστορικό φιλόσοφο Μισέλ Φουκό (M. Foucault) για να περιγράψει τις τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών από τη νεωτερική εξουσία.
Με άλλα λόγια, η βιοπολιτική περιγράφει «τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε, από τον 18ο αιώνα και μετά, να εξορθολογιστούν τα προβλήματα που έθεσαν στη διακυβερνησιακή πρακτική τα φαινόμενα που χαρακτήριζαν ένα σύνολο ζώντων συγκροτημένων σε πληθυσμό: υγεία, υγιεινή, γεννητικότητα, μακροζωία, φυλές…», όπως συνόψισε ο ίδιος, τρία χρόνια μετά, στις ετήσιες παραδόσεις του στο Κολέγιο της Γαλλίας με τίτλο «Η γέννηση της βιοπολιτικής» (ελλ. μετάφραση Β. Πατσογιάννης, εκδ. Πλέθρον, σ. 289).
Η επιλογή της βιοπολιτικής από την κυρίαρχη εξουσία είχε ως συνέπεια να υποβαθμιστούν σταδιακά οι «πειθαρχικές» τεχνικές άσκησης της εξουσίας για χάρη των νέων «βιο-ρυθμιστικών» τεχνικών, οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνο σε μεμονωμένα άτομα ή σε μικρές κοινωνικές ομάδες, αλλά σε πληθυσμούς και τελικά στο σύνολο των ανθρώπων ως βιολογικό είδος.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι κυρίαρχες εξουσίες έπαψαν να ασκούν κατασταλτικές ή βίαιες πολιτικές όποτε το έκριναν απαραίτητο.
Πάντως, τον εικοστό αιώνα έγινε σαφές ότι η πρωταρχική επιλογή των εξουσιών είναι ο προληπτικός έλεγχος και όχι η εκ των υστέρων καταστολή: η βιοπολιτική ρύθμιση και πρόληψη θεωρείται προτιμότερη και κυρίως πολύ πιο αποτελεσματική από τη βίαιη πειθαρχική καταστολή.
Τα γονίδια και οι νευρώνες στην επικράτεια της βιοτεχνολογίας
Ποιον ρόλο όμως έπαιξαν και παίζουν οι εξελίξεις στις επιστήμες της ζωής και στη βιοτεχνολογία στη διαμόρφωση της βιοπολιτικής στη Δύση;
Ανατρέχοντας στην ιστορία της επιστήμης και της πολιτικής, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι η εξέλιξη της νεωτερικής βιοεξουσίας διαπλέκεται στενά με την εξέλιξη της νεωτερικής επιστήμης, η οποία παρέχει την απαραίτητη θεωρητική νομιμοποίηση και τα τεχνολογικά εργαλεία για την άσκηση της νέας βιοπολιτικής.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη των ιατρικών γνώσεων σχετικά με την ανατομική και τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος συμβαδίζει και ενσωματώνεται στις κατασταλτικές τεχνικές άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας.
Από τον 19ο μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα όμως, οι εξελίξεις στη γενετική, στην ατομική φυσική και την πληροφορική είναι εκείνες που διαμορφώνουν τις δυνατότητες και τις εφαρμογές της βιοπολιτικής τεχνολογίας.
Οσο για τον 21ο αιώνα, η βιοτεχνολογία έχει ήδη δρομολογήσει όχι μόνο τη δημιουργία διαγονιδιακών οργανισμών και αφύσικων χιμαιρικών πλασμάτων, αλλά και τη βιοϊατρική δυνατότητα της ακριβούς διάγνωσης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της πρόληψης πολλών γενετικών ασθενειών προτού καν εκδηλωθούν.
Οι πρωτόγνωρες αυτές βιοτεχνολογικές και βιοπολιτικές δυνατότητες οφείλονται στην εντυπωσιακή πρόοδο της γονιδιωματικής ανάλυσης και, πρωτίστως, στην πλήρη αλληλούχιση του ανθρώπινου DNA, του μορίου δηλαδή το οποίο περιέχει όλες τις γενετικές πληροφορίες (τα γονίδια) που, μαζί με το περιβάλλον, καθορίζουν την καλή ή κακή λειτουργία κάθε οργανισμού.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια, τα γενετικά τεστ για την ταυτοποίηση όλων των γονιδίων μας θα αποτελούν μια σχεδόν καθημερινή και κοινότοπη βιοϊατρική πρακτική. Ποιος όμως, και σε ποιες περιπτώσεις, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά τα τόσο προσωπικά γονιδιακά δεδομένα;
Η προστασία των απόρρητων βιοϊατρικών δεδομένων, και ειδικά των ευαίσθητων προσωπικών γενωμικών και νευροψυχολογικών δεδομένων, αποτελεί ένα ακανθώδες κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο επιτείνεται από το γεγονός ότι πλέον όλες αυτές οι πληροφορίες βρίσκονται κωδικευμένες σε ψηφιακή μορφή στο διαδίκτυο, για την ασφάλεια του οποίου υπάρχουν βάσιμες υποψίες.
Κάθε άλλο, λοιπόν, παρά καθησυχαστικό θα πρέπει να είναι για όποιον υποβάλλεται σε γενετικά ή σε εγκεφαλικά τεστ το να γνωρίζει ότι το ψηφιοποιημένο ιατρικό ιστορικό του θα περιέχει όλες τις απαραίτητες και νομικά απόρρητες πληροφορίες για τις γενετικές παθήσεις που ενδέχεται να εκδηλώσει κάποτε.
Και μολονότι η όποια γενετική προδιάθεση για κάποια ασθένεια δεν ισοδυναμεί καθόλου με βεβαιότητα για την εκδήλωσή της, αυτή η θεμελιώδης βιοϊατρική αρχή καταστρατηγείται κατάφωρα τόσο από τις ασφαλιστικές εταιρείες όσο και στον επαγγελματικό χώρο.
Ο παντοκράτωρ εγκέφαλος, ένα νευροπολιτικό μύθευμα
Ομως, η μεγάλη ανατροπή, κατά τη γνώμη μας, έρχεται από τις επιστήμες του εγκεφάλου και τις εφαρμογές της νευροτεχνολογίας που, όπως είδαμε, τροφοδοτούν την κυρίαρχη νευροπολιτική πολιτική.
Ακολουθώντας, μάλιστα, το σκεπτικό του Μισέλ Φουκό, θα μπορούσε κανείς εύλογα να ισχυριστεί ότι η σημερινή βιοπολιτική εξουσία στοχεύει πρωτίστως στον έλεγχο του ανθρώπινου εγκεφάλου και στην επιλεκτική ρύθμιση ή απορρύθμιση των νοητικών λειτουργιών του!
Δεδομένου ότι οι νευροϊατρικές πρακτικές -φαρμακολογικές ή νευροχειρουργικές- είναι ήδη σε θέση να επεμβαίνουν στη βαθύτερη δομή του εγκεφάλου ενός ασθενούς για να βελτιώσουν την κατάσταση της υγείας του, θα ήταν άραγε εξίσου επιτρεπτή, δηλαδή κοινωνικά-πολιτικά σκόπιμη ή ηθικά αποδεκτή, η προσφυγή σε τέτοιες νευροτροποποιητικές επεμβάσεις σε άτομα με υγιή εγκέφαλο;
Ποιος αποφασίζει, στη νεοφιλελεύθερη κοινωνία των αγορών, πότε και από ποιον είναι επιτρεπτή η χρήση τέτοιων νευροδιεγερτικών ουσιών ή άλλων νευροτεχνολογικών επεμβάσεων όχι για θεραπευτικούς σκοπούς αλλά για την τροποποίηση των εγκεφαλικών μας επιδόσεων;
Πλήθος βιοϊατρικών δημογραφικών μελετών προβλέπουν ότι, στο άμεσο μέλλον, στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες θα υπάρξει μια ραγδαία αύξηση των νευροεκφυλιστικών παθήσεων, όπως είναι π.χ. η νόσος Πάρκινσον ή η νόσος Αλτσχάιμερ, οι οποίες σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού.
Προβλέπεται επίσης η εμφάνιση νέων επιδημικών φαινομένων κατάθλιψης ή σοβαρών διαταραχών στην ικανότητα μνήμης και συγκέντρωσης της προσοχής, ακόμη και σε άτομα νεαρής ηλικίας.
Ενα καίριο ερώτημα που προκύπτει από την ανάγνωση αυτών των ανησυχητικών στατιστικών στοιχείων είναι: μπορούν οι πρόσφατες κατακτήσεις των νευροεπιστημών να συμβάλουν στην αντιμετώπιση τέτοιων σοβαρών νευροεκφυλιστικών παθήσεων;
Αυτή η ελπίδα βασίζεται στην εκρηκτική πρόοδο των νευροεπιστημών που έχει οδηγήσει στις μέρες μας σε μια άνευ προηγουμένου εμμονή με τον εγκέφαλο, κυριολεκτικά σε μια «νευρομανία».
Και το γεγονός ότι συνεχώς αναδύονται νέα ερευνητικά πεδία που σχετίζονται με τον εγκέφαλο, όπως η νευροοικονομία και η νευροπολιτική, η νευροαισθητική ή η νευροθεολογία, αποτελεί μια σαφή ένδειξη ότι οι γνώσεις μας για τον εγκέφαλο έχουν πολλαπλασιαστεί σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν «χωράνε» πια σε μία μοναδική επιστήμη, εξού και ο πληθυντικός «νευροεπιστήμες».
Με δεδομένη την εγκεφαλοκεντρική μόδα, ολοένα και περισσότεροι μορφωμένοι αλλά όχι ειδικοί αναγνώστες τείνουν να πιστέψουν ότι οι νευροεπιστήμες είναι πλέον σε θέση να εντοπίζουν, μέσω των τεχνικών εγκεφαλικής απεικόνισης, σχεδόν όλες τις νευρολογικές παθήσεις, ή και να «διαβάζουν» απευθείας πάνω στον εγκέφαλο το περιεχόμενο των νοητικών λειτουργιών.
Με αυτόν τον τρόπο οι νευρώνες του εγκεφάλου μας μετατρέπονται σε μαγικά ή φασματικά αντικείμενα που υποτίθεται ότι εξηγούν τα πάντα. Ακριβώς ό,τι συνέβη πριν από μερικές δεκαετίες με τα γονίδιά μας!
Η ισοθάνατος «γυμνή ζωή» ως επιλογή της βιοεξουσίας
Με ποια μέσα η σύγχρονη κοινωνία μπορεί να αποτρέψει την άνομη και καταχρηστική χρήση τέτοιων απόρρητων γονιδιωματικών ή νευρολογικών προσωπικών δεδομένων;
Πώς θα μπορούσε να αποφύγει την ορατή πλέον απειλή ενός ατομικού ή μαζικού φακελώματος των πολιτών της στη βάση κάποιων αυθαίρετων ρατσιστικών κριτηρίων: γονιδιωματικών, φυλετικών, σεξιστικών ή και αμιγώς νευροπολιτικών; Και κατά συνέπεια την εφαρμογή μιας μαζικής ευγονικής πρακτικής;
Σύμφωνα με τον ναζιστή πολιτειολόγο και συνταγματολόγο Καρλ Σμιτ, «κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης».
Η συγκλονιστική αυτή ρήση χρησιμεύει στον Τζόρτζιο Αγκάμπεν (G. Agamben) ως εργαλείο για την ανάλυση της νεωτερικής βιοεξουσίας.
Στο σπουδαίο βιβλίο του «Homo sacer, κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή» (κυκλοφορεί από τις εκδ. Scripta, σε μετάφραση Π. Τσιαμούρα), ο Ιταλός φιλόσοφος εμβαθύνει και ταυτόχρονα εξειδικεύει τις πρωτοποριακές ιδέες του Μισέλ Φουκό σχετικά με τις νέες βιοπολιτικές στρατηγικές.
Οπως αποκαλύπτει σε αυτό το βιβλίο ο Αγκάμπεν, «στη νεωτερική βιοπολιτική κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζωής ως τέτοιας, δηλαδή για το αν η ζωή ως τέτοια έχει ή δεν έχει αξία»!
Και όποτε αναφέρονται στην ανθρώπινη «ζωή» τόσο ο Αγκάμπεν όσο και ο δάσκαλός του ο Φουκό, εννοούν τη βιολογική και ταυτόχρονα πολιτική υπόσταση κάθε ανθρώπινης ύπαρξης.
Σε αντίθεση με ό,τι υποστήριζε ο Αριστοτέλης, σήμερα είναι πλέον αδύνατο να διακρίνουμε τον πολιτικό «βίο» από την απλή βιολογική «ζωή» των ανθρώπων.
Και ακριβώς γι’ αυτό οι πρόσφατες βιοτεχνολογικές και βιοϊατρικές εξελίξεις έχουν τόσο δραματικές συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων. Η προσπάθεια αναγωγής, μέσω των νέων τεχνολογιών, της πολιτικής διάστασης της ζωής μας στις βιολογικές της προκείμενες υποβαθμίζει τη ζωή μας σε «γυμνή ζωή».
Μια ζωή που, όπως υποστηρίζει ο Αγκάμπεν, υπόκειται σε μια διττή «κατάσταση εξαίρεσης»: είναι η ζωή που η εξόντωσή της δεν αποτελεί ούτε έγκλημα (από νομικής απόψεως) ούτε όμως και αμάρτημα ή παράβαση της θεϊκής εντολής «ου φονεύσεις».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η βιοπολιτική μπορεί κάλλιστα να μετατραπεί σε «θανατοπολιτική». Πώς; Πολύ απλά: όταν η βιοεξουσία επιλέγει και επιβάλλει στην κοινωνία την «κατάσταση εξαίρεσης» και την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (όπου ο νόμος αναστέλλεται επ’ αόριστον).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και σήμερα η απάνθρωπη στρατηγική διαχείρισης των προσφύγων από την πολιτισμένη Ε.Ε.
Ενα άλλο παράδειγμα είναι η τεχνολογική δυνατότητα υλοποίησης κρυπτο-ευγονικών προγραμμάτων τεχνητής γονιμοποίησης και επιλεκτικής ευθανασίας.
Οπως πολύ ορθά επισημαίνει ο Αγκάμπεν, «η γυμνή ζωή δεν είναι πλέον εντοπισμένη σε έναν ιδιαίτερο και απομονωμένο τόπο ούτε περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία, αλλά κατοικεί στο βιολογικό σώμα κάθε έμβιου όντος».
Συνεπώς, η βιοπολιτική της απανθρωποποίησης, όταν εκδηλώνεται ως «γυμνή ζωή», καθιστά κάθε άνθρωπο εν δυνάμει θύμα της.
Πηγή : https://www.efsyn.gr/