Το κακό, είτε ριζώνει μέσα μας, όπως έλεγε ο Kant, είτε απλώνει σαν μύκητας και γίνεται κοινότοπο, όπως έλεγε η Hannah Arendt, έχει έναν κοινό παρονομαστή : την ανάγκη να βλάψουμε τον άλλον, γιατί είναι διαφορετικός, καλύτερος, πιο άξιος, πιο πλούσιος, πιο σημαντικός.
Το θέμα είναι να κατανοήσουμε πως το κακό έχει εξελικτική διαβάθμιση, δεν εκδηλώνεται με τις ακραίες και αποτρόπαιες μορφές του από την αρχή. Το κακό εξελίσσεται : στην αρχή υπάρχει αποδοχή μιας κακής συμπεριφοράς, είτε από μέρους μας, είτε από τους άλλους, κι έπειτα η επανάληψη αυτή γίνεται συνήθεια. Η αποδοχή του κακού ως τρόπου συμπεριφοράς αναπτύσσεται προοδευτικά, γίνεται πράξη και σταδιακά μπορεί να φτάσει ως το έγκλημα.
Το ζήτημα συνεπώς δεν είναι απλώς η τιμωρία μιας εγκληματικής ή έστω παραβατικής πράξης, αλλά το ξερίζωμα της ροπής για το κακό από τα πρώτα στάδια εμφάνισής του. Σε αυτή την προσπάθεια έχουν ευθύνη όλοι, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, η ευνομούμενη πολιτεία, η ίδια η κοινωνία. Γιατί η πάταξη του κακού δεν είναι ευχολόγιο, αλλά απαιτεί καθημερινό αγώνα δράσης για τον περιορισμό του εν τη γενέσει του.
Άλλωστε, κάθε λογικός άνθρωπος έχει μέσα του έναν αδέκαστο κριτή, έναν αμείλικτο δικαστή που γνωρίζει πότε διαπράττεται το κακό, ποτέ δηλαδή προκαλείται σωματικός η ψυχικός πόνος από μια λεκτική ή πρακτική συμπεριφορά. Αυτό που λείπει είναι το ψυχικό σθένος και η διάθεση να το καταδικάσει στην πράξη (και όχι μόνο στη συνείδησή του) σε όλες τις μορφές του, από την πιο αποτρόπαιη ως την πιο ανώδυνη…