του Στράτου Τσαγκαρή
Η εξουθένωση, σωματική και ψυχολογική, του εργατικού δυναμικού μιας χώρας αδρανοποιεί τις αντιστάσεις του και εκμηδενίζει τις αντιδράσεις του στις επιθέσεις που δέχονται τα συμφέροντά του. Η επίτευξή της από την άρχουσα οικονομική ελίτ και το συνακόλουθο πολιτικό σύστημα που εφαρμόζει τις επιταγές της είναι πρωταρχικής σημασίας για την επικυριαρχία του νεοφιλελεύθερου μνημονιακού μοντέλου, σε μια εποχή που ο πλούτος συγκεντρώνεται και πάλι στα χέρια των πολύ λίγων. Γιατί, αν στην προηγούμενη φάση της ιστορίας του καπιταλισμού, χρειάστηκαν μερικές δεκαετίες για την ολοκλήρωση του σχεδίου αυτού, στην πρόσφατη εποχή μας κάτι τέτοιο πραγματοποιείται με ταχύτατους ρυθμούς μέσα σε διάστημα λίγων ετών και με πολύ βιαιότερο τρόπο.
Το «κόλπο» είναι απλό από μέρους της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας : στην αρχή παρέχονται όλα τα απαραίτητα υλικά και ηθικά εφόδια (εργασία, ικανοποιητικοί μισθοί, δικαιώματα κ.ά), ώστε ο εργαζόμενος να αποκτήσει μια αίσθηση υπεροχής, που μεταφράζεται σε μετατροπή του σταδιακά σε καταναλωτή. Στη συνέχεια, καλλιεργείται μια τάση πλουτισμού και απόκτησης υλικών αγαθών, ως επί το πλείστον άχρηστων ή περιττών, μέσω της διαφήμισης. Ο εργαζόμενος ταυτίζει την κοινωνική θέση του με βάση το αν ανταποκρίνεται στο κοινωνικό στάτους που έχει δημιουργηθεί κι έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (σπίτι, αυτοκίνητο, διακοπές, ηλεκτρικές συσκευές, smartphonesκαι tablets, φροντιστήρια και άλλες δραστηριότητες για τα παιδιά, η δυνατότητα γενικά να ξοδεύει χρήματα και να διασκεδάζει κτλ, κτλ.)
Η εξάρτηση από τα υλικά αγαθά και τις παροχές που απολαμβάνει σταδιακά γίνεται εμμονή και ψυχωτική κατάσταση. Και όταν το οικονομικό και πολιτικό σύστημα αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να (ξανα)μαζέψει το χρήμα από την αγορά και αρχίζει να του αφαιρεί όλα αυτά τα μέχρι πρότινος κεκτημένα προνόμια, είναι διατεθειμένος να δεχτεί μειώσεις μισθών, κατάργηση των δικαιωμάτων του, απάρνηση κάθε μορφής αντίδρασης (απεργίες, διαδηλώσεις, παραστάσεις διαμαρτυρίας κ.ά) μόνο και μόνο, για να διατηρήσει τα συνεχώς περιοριζόμενα κεκτημένα του.
Η υποχώρηση του πανικόβλητου μπροστά στον κίνδυνο της μη ανταπόκρισης στο κοινωνικό στάτους που ανήκει εργαζόμενου είναι σταδιακή και συχνά ταπεινωτική. Αυτή η υποχώρηση οδηγεί στην εξουθένωση, είτε αυτή είναι σωματική, καθώς ο εργαζόμενος δέχεται να εργάζεται περισσότερο και για λιγότερα χρήματα, είτε είναι ψυχολογική, καθώς η πιθανότητα να χάσει τα προνόμια εκείνα που θα θέσουν σε κίνδυνο τη συμμετοχή του στο κοινωνικό στάτους είναι οδυνηρή και αποκρουστική. Ζει πλέον με το άγχος και την αγωνία.
Όλα τα παραπάνω , σε συνδυασμό με τον καταιγισμό ειδήσεων για τρομοκρατία, πραξικοπήματα και φυσικές ή οικονομικές καταστροφές δημιουργούν ένα μίγμα χειραγώγησης που εξουδετερώνουν κάθε σκέψη για αντίδραση κι επομένως για διεκδίκηση των νόμιμων και αυτονόητων δικαιωμάτων. Τα συνδικάτα, οι κατεξοχήν χώροι δημοκρατικής έκφρασης των εργατών, ακυρώνονται και χάνουν το ρόλο τους. Στην ουσία διαλύονται από την έλλειψη ενεργητικής διάθεσης για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της αύξησης των απολαβών τους, πράγμα που είναι και ο βασικός σκοπός της ύπαρξής τους. Η προστασία από τις επιθέσεις των εργοδοτών και γενικά του καπιταλιστικού συστήματος περνά σε δεύτερη μοίρα. Μεγαλύτερη και ζωτική εντέλει σημασία αποκτά τώρα η διατήρηση, έστω και περιορισμένα, μιας κοινωνικής θέσης που θα συνεχίσει να καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τη δυνατότητα να καταναλώνει και να ανταποκρίνεται στις όποιες «υποχρεώσεις» έχει στο μεταξύ δημιουργήσει. Έχει δηλαδή μετατραπεί, χωρίς να το έχει καταλάβει σε ένα πειθήνιο όργανο, σε ένα υποχείριο της άρχουσας οικονομικής τάξης, σε ένα σκλάβο.