Τον χειμώνα του 413 π.Χ. ο Νικίας, ο στρατηγός των Αθηναίων, στέλνει επιστολή στους συμπολίτες του από τη μακρινή Σικελία, όπου περιγράφει τη δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα : οι στρατιώτες είναι ήδη κουρασμένοι, τα όνειρα και οι προσδοκίες για εύκολη και γρήγορη επικράτηση, όχι μόνο δεν ευδοκίμησαν, αλλά ο κίνδυνος της ολοκληρωτικής καταστροφής από τους εχθρούς που τους έχουν περικυκλώσει, μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Στο τέλος της επιστολής του κάνει μια δραματική έκκληση : ή να ανακληθεί όσο γρηγορότερα γίνεται το στράτευμα πίσω στην Αθήνα ή να στείλουν αμέσως ενισχύσεις.
Τονίζει μάλιστα σε ένα σημείο με παρρησία : «Θα μπορούσα, ίσως, να σας αναφέρω άλλα πράγματα, πιο ευχάριστα, αλλά όχι πιο χρήσιμα, αφού πρέπει να πάρετε αποφάσεις ξέροντας καλά την εδώ κατάσταση. Επειδή, όμως, ξέρω τον χαρακτήρα σας —θέλετε να ακούτε ευχάριστα λόγια, αλλά μετά αναζητείτε υπευθύνους αν τα αποτελέσματα δεν συμφωνούν με τα λόγια— γι’ αυτό έκρινα ασφαλέστερο να σας πω την αλήθεια».
Έπειτα από 2.432 χρόνια η φύση των ανθρώπων, όπως σωστά πίστευε ο Θουκυδίδης, δεν έχει αλλάξει : συνεχίζουμε να γοητευόμαστε από ωραία λόγια, να πιστεύουμε σε εύκολες υποσχέσεις, να ακούμε μόνον όσα ηχούν ευχάριστα στα αυτιά μας, ακόμη και όταν η καταστροφή φαντάζει αναπότρεπτη.
Όταν όμως έρχεται η ώρα των ευθυνών, όταν ανάμεσα στους υπεύθυνους της κακοδαιμονίας μας αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, τότε συνήθως σφυρίζουμε αδιάφορα και φοράμε το πιο καλοσιδερωμένο κοστούμι της υποκρισίας, για να δικάσουμε ως υπεύθυνους μόνον τους άλλους…
Πίνακας : Κωνσταντίνος Βολανάκης, “Πριν τη θύελλα”, 1885