Weber_Max_-Η προτεσταντική Ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού
Εισαγωγή
Ο Μαξ Βέμπερ (Maximilian Karl Emil Max Weber, 21 Απριλίου 1864 – 14 Ιουνίου 1920) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής σκέψης. Στο έργο του Η Προτεσταντική Ηθική και Το Πνεύμα του Καπιταλισμού επιχειρεί μια ερμηνευτική προσέγγιση της ανάδυσης του καπιταλισμού στη Δυτική Ευρώπη. Υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός που παρουσιάζεται στη Δύση κατά τον 15ο με 17ο αιώνα ενέχει σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με καπιταλιστικά συστήματα άλλων πολιτισμών ή ιστορικών περιόδων.
Σκοπός του δεν είναι η εκφορά αξιολογικής κρίσης, αλλά η κατανόηση και η ερμηνεία των παραγόντων που διαμορφώνουν την κοινωνική δραστηριότητα. Σε ασυμφωνία με τον Μαρξ δεν θεωρεί πως οι υλικές προϋποθέσεις ανάδειξης του καπιταλισμού επαρκούν ως εξήγηση για την ανάδυση του ιστορικού φαινομένου που μελετάται. Διατείνεται πως για να κατανοήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά οφείλουμε να διερευνήσουμε και το ρόλο των ιδεών όπως π.χ. οι θρησκευτικές ιδέες που συχνά αποτέλεσαν στοιχεία διαμόρφωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Στην προσπάθειά του να αναδείξει το ρόλο και τη σημασία των ιδεών στην ανθρώπινη δραστηριότητα μελετά τη σύνδεση της Προτεσταντικής Ηθικής με το Καπιταλιστικό Πνεύμα. Το εγχείρημά του αυτό θα παρακολουθήσουμε στην παρούσα εργασία.
Ο Δυτικός Καπιταλισμός
Ο Βέμπερ ξεκινά να προσδιορίσει το υπό μελέτη φαινόμενο υπογραμμίζοντας πως ο καπιταλισμός λανθασμένα έχει συνδεθεί με την άλογη, συχνά βίαιη εκμετάλλευση πόρων ή ανθρώπων με σκοπό το τυχοδιωκτικό κέρδος. Ούτε έχει σχέση με την επιβολή φόρων και τις πρακτικές του πολιτικού καπιταλισμού ή τον προσανατολισμένο στον πόλεμο καπιταλισμό. Σε αντίθεση με τον άλογο κερδοσκοπισμό ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από ακριβείς υπολογισμούς, στο πλαίσιο ορθολογικά οργανωμένων επιχειρήσεων προσανατολισμένων σε αγορές με σκοπό τη διαρκή ανανέωση του κέρδους μέσω ειρηνικών και (τυπικά) ελεύθερων ευκαιριών ανταλλαγής. Εκτός όμως από αυτή τη μορφή του καπιταλισμού που εμφανίζεται ανά την υφήλιο, υπάρχει και μια ιδιαίτερη μορφή καπιταλισμού που εμφανίζεται αποκλειστικά στη Δύση. Συνοψίζεται στην ειρηνική, ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση της (τυπικά) ελεύθερης εργασίας και δεν παρουσιάζεται σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου με την ίδια ακριβώς μορφή, όπως τον γνωρίζουμε στη Δύση (Weber 2006: 15-18).
Η διαφορετική αυτή πορεία της δυτικής ανάπτυξης δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε ιστορικούς παράγοντες που εμφανίζονται μόνο ή τουλάχιστον σε μεγαλύτερο βαθμό στη Δύση. Το έλλογο στοιχείο κατέχει στο σημείο αυτό κεντρική θέση. Μια γενικότερη εκλογίκευση της Ευρώπης σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής προάγει τον έλλογο υπολογισμό και τη συσσώρευση κεφαλαίου δημιουργώντας το κατάλληλο πλαίσιο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Πιο συγκεκριμένα, η ανάπτυξη των μαθηματικών και της πειραματικής διαδικασίας προσφέρει εργαλεία για ακριβέστερους υπολογισμούς, το δίκαιο τυποποιείται εντός ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου, προσδίδοντάς του καθολικό και απρόσωπο χαρακτήρα που το απομακρύνει από την προσωπική άποψη του εκάστοτε κριτή. Η επιχείρηση διαχωρίζεται από τον οίκο και συντελείται ο νομικός διαχωρισμός της προσωπικής περιουσίας από την επιχειρηματική, ενώ παράλληλα αναδύεται η ρασιοναλιστική λογιστική. Το κράτος οργανώνεται ορθολογικά και αποκτά κατάλληλα εκπαιδευμένους υπαλλήλους. Η γραφειοκρατία, ο καθαρότερος τύπος έλλογης οργάνωσης των ανθρώπων κατά τον Βέμπερ, εξελίσσεται ρυθμίζοντας με απρόσωπους, γραπτούς κανόνες καθήκοντα, διαδικασίες και συμπεριφορές. Οι επιχειρήσεις οργανώνονται ορθολογικά και κάνει την εμφάνισή της η ιδιαίτερη συνθήκη της γέννησης του καπιταλισμού, ο εξορθολογισμός της εργασίας (Weber 2006:21-23, Αντωνοπούλου 2008: 438-439, Lallement 2004: 247).
Κομβικό σημείο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού αποτελεί για τον Βέμπερ και η ανάπτυξη των δυτικών πόλεων. Αυτές υπήρξαν το λίκνο του καπιταλισμού καθώς μέσα σε αυτές αναπτύχθηκαν οι απαραίτητες συσσωματώσεις, όπως οι συντεχνίες ή οι αγορές. Εδώ χειραφετήθηκαν τα ‘μεσαία’ στρώματα, μεταβάλλοντας τις κοινωνικές σχέσεις, δημιουργώντας κοινωνίες που υπακούν σε σχέσεις σύμβασης και όχι σε σχέσεις κοινότητας. Εδώ ξεκίνησε η ‘απομάγευση’ του κόσμου, η απελευθέρωση από μαγικό-θρησκευτικές δοξασίες που ρύθμιζαν τη ζωή και τη σκέψη του μεσαιωνικού ανθρώπου. Εδώ, τέλος, αναδεικνύονται τα πρόσωπα που έδωσαν την ώθηση στην καπιταλιστική κοινωνία, οι αστοί (Κονιόρδος 2002: 26-29, Weber 2006: 20).
Οι αστοί αποτελούν μια ιδιαίτερη τάξη πολιτών που προέρχονται από διάφορες κατηγορίες. Παρότι αστοί υπήρχαν και αλλού, η διάκρισή τους στη βάση των οικονομικών τους αποτελεί δυτικό γνώρισμα (Αντωνοπούλου, 2008: 436-437). Ο Βέμπερ ασχολείται συγκεκριμένα με τους προτεστάντες αστούς καθώς υπάρχουν στοιχεία που τεκμηριώνουν την, σε μεγάλο ποσοστό, επικράτησή τους στο χώρο των επιχειρήσεων, αλλά και την μεγάλη συμμετοχή τους στην ιδιοκτησία κεφαλαίου. Ήταν όμως η θρησκευτική προσήλωση αιτία ή συνέπεια της οικονομικής ανάπτυξης; Αρκετές από τις οικονομικά ανεπτυγμένες πόλεις του Βορρά ασπάστηκαν τον προτεσταντισμό κατά τον 16ο αιώνα. Είναι κατά συνέπεια πιθανόν η οικονομική επιφάνεια να υπήρξε η αιτία της οικονομικής ανάπτυξης υποστηρίζοντας την με την ανάλογη εκπαίδευση και το προϋπάρχον κεφάλαιο. Τότε όμως προκύπτει το λογικό ερώτημα γιατί οι οικονομικά ανεπτυγμένες περιοχές ασπάστηκαν τον προτεσταντισμό; Αποκλείοντας αρχικά με αναφορές σε στατιστικά περιστατικά το ενδεχόμενο εθνικών ή φυλετικών ιδιαιτεροτήτων, ο συγγραφέας προσπαθεί να ανακαλύψει τα στοιχεία του προτεσταντικού δόγματος που κατέστησαν δυνατή την αποδοχή του από τους οικονομικά δυνατούς (Weber 2006: 32-35).
Η σημασία των ιδεών
Η επικρατούσα άποψη της εποχής θεωρούσε πως οι καθολικοί αποδεχόμενοι ασκητικές αξίες απομακρύνονται από τα εγκόσμια, ενώ αντίθετα οι προτεστάντες κατηγορούνται για υλισμό. Η ιστορική πραγματικότητα όμως δεν προσφέρει παραδείγματα που να ενισχύουν αυτές τις απόψεις. Μπορεί ωστόσο, υποστηρίζει ο Βέμπερ, να ανιχνευθεί μια σχέση ανάμεσα στην μη αποδοχή των ασκητικών ιδεωδών και την καπιταλιστική ανάπτυξη (Weber 2006: 37). Ξεκινά να τη διερευνήσει διευκρινίζοντας ωστόσο πως η μελέτη επικεντρωμένη καθώς είναι στη συγκεκριμένη σχέση, δεν θίγει ολιστικά το ζήτημα της ανάδυσης του καπιταλισμού, αλλά μόνο τη συγκεκριμένη συνιστώσα. Υπογραμμίζει επίσης πως ο καπιταλισμός της εποχής που μελετάται δεν έχει τη μορφή που έχει ο σύγχρονός μας καπιταλισμός. Εξαιτίας της συνθετότητας της πραγματικότητας μια απόλυτη και μονοδιάστατη περιγραφή είναι κατά τον Βέμπερ ανέφικτη (Weber 2006: 24). Αντί ορισμού, συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του υπό μελέτη φαινομένου, όπως αυτά εμφανίζονται στο χώρο και στον χρόνο που μελετά. Δημιουργεί έτσι μια προσωρινή περιγραφή, έναν ιδεατό τύπο, που ως ερευνητικό εργαλείο τον βοηθά να ανασυνθέσει το ‘πνεύμα’ του καπιταλισμού. Βάση της μελέτης του αποτελούν τα κείμενα του Βενιαμίν Φραγκλίνου. Μέσα από αυτά αντιλαμβάνεται πως η έννοια του επαγγελματικού καθήκοντος αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής ηθικής της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η εντατική εργασία όμως δεν ήταν κάτι που προϋπήρχε στους ανθρώπους ή κάτι που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε φυσικό ή λογικό. Αντίθετα ο Βέμπερ το χαρακτηρίζει άλογο και μη συμβατό με την προσωπική ευδαιμονία του ανθρώπου (Weber 2006: 41-47, Κονιόρδος 2002: 32-33). Πως λοιπόν προέκυψε;
Στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες η -κατά Βέμπερ- οικονομική παραδοσιοκρατία αντικατοπτρίζει τη φυσική τάση του ανθρώπου να επιλέγει να εργάζεται μόνο τόσο όσο να καλύπτει τις ανάγκες του. Η αύξηση της παραγωγής προϋποθέτει κατά συνέπεια μείωση του μισθού του εργαζομένου, ώστε να εξαναγκαστεί σε περισσότερη εργασία προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες εξάλλου εργάζονταν πολύ συχνά μόνο τόσο ώστε σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο να έχουν ένα εισόδημα που θα τους επιτρέπει να ζουν όπως είχαν συνηθίσει. Υπάρχουν ωστόσο επαγγέλματα που χρήζουν ικανοτήτων όπως υπευθυνότητα, ανάληψη πρωτοβουλίας ή αίσθηση ευθύνης. Αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπάρχουν φυσικά στον άνθρωπο. Αποτελούν προϊόν μιας εκπαιδευτικής πορείας που τείνει να υπερνικήσει την παραδοσιοκρατική αντίληψη περί εργασίας. Η αύξηση του αισθήματος του εργατικού καθήκοντος είναι άρα η ικανή συνθήκη που μπορεί να αυξήσει την αποδοτικότητα (Weber 2006: 51-57). Από που προήλθε όμως αυτή η καινοτόμος σύλληψη της εργασίας; Ποιοί υπήρξαν οι ‘νέοι καπιταλιστές’, που δεν ενδιαφέρονταν απλά για την ικανοποίηση των αναγκών τους αλλά για αυτό που ο Sombart ορίζει ως ‘απόκτηση’ (Weber 2006: 56); Σύμφωνα με τον Βέμπερ ήταν άνθρωποι προερχόμενοι μάλλον από τα ανερχόμενα στρώματα των κατώτερων μεσαίων τάξεων που με πολύ προσωπικό ενδιαφέρον επέφεραν αλλαγές στον τρόπο συναλλαγής με τους πελάτες και τους εργαζομένους, στην ποιότητα και στην τιμή του εμπορεύματος. Δημιούργησαν έτσι έναν ανταγωνισμό που οι υπόλοιποι έπρεπε να ακολουθήσουν για να επιβιώσουν. Υπολογιστές, διορατικοί και τολμηροί, επικεντρωμένοι στη δουλειά τους, με αυστηρές αρχές και απόψεις, αποβλέπουν σε ένα μονίμως ανανεώσιμο κέρδος. Δημιουργούσαν το προφίλ ενός άξιου και έμπιστου επιχειρηματία· κάποιοι για ωφελιμιστικούς σκοπούς, όπως σημειώνει ο Φραγκλίνος, κάποιοι άλλοι από κοσμική σοφία, μόνο όμως οι προτεστάντες οδηγήθηκαν σε αυτή τη στάση μέσω της ηθικής. Για αυτούς υπάρχουν ψυχολογικές κυρώσεις που υποβάλλονται από τη θρησκεία και δεν αίρονται με ‘χρήματα συνείδησης’, όπως συχνά συμβαίνει σε άλλες ομάδες (Weber, 2006: 60-64, 173-174). Εδώ βρίσκεται η τομή της σκέψης του Βέμπερ και ξεκινά ο ‘διάλογος’ του με τον Μαρξ καθώς υποστηρίζει πως οι υλικοί παράγοντες, δεν δικαιολογούν από μόνοι τους την ανάδυση του καπιταλισμού. Η εναλλακτική άποψη του Sombart ότι το καπιταλιστικό πνεύμα υπήρξε εξέλιξη του ορθολογικού ρασιοναλισμού αντικρούεται από την πραγματικότητα καθώς υπάρχουν περιοχές όπου ο ορθολογισμός δεν κατέληξε σε καπιταλισμό (Weber 2006: 66). Ο Βέμπερ καταλήγει πως υπήρξαν κάποιες συγκεκριμένες ιδέες οι οποίες ‘εκλογίκευσαν’ την ηθική δέσμευση απέναντι στην εργασία και κάνοντάς την αυτοσκοπό οδήγησαν στον καπιταλισμό (Weber, 2006: 66-68, 80). Για να τις καταδείξει θα περάσει στην εξέταση των δογμάτων των διάφορων προτεσταντικών κινημάτων. Η εξέταση τους δεν θα γίνει με σκοπό την κριτική τους παρά μόνο με σκοπό την κατανόηση των συνεπειών τους ή των επιδράσεών τους.
Certitudo Salutis
Πρώτο εξετάζεται το δόγμα του προκαθορισμού, το οποίο απέκτησε κεντρική σημασία στα προτεσταντικά κινήματα. Εισάγεται από τον Λούθηρο ο οποίος αρχικά με το ‘δόγμα της δικαίωσης μέσω της πίστης’ ελευθερώνει τον πιστό από τις υποχρεώσεις που επέβαλε η καθολική εκκλησία (νηστεία, προσκυνήματα κ.ά.). Καθιστά όμως αδύνατη τη σωτηρία μέσα από μυστήρια ή θεάρεστα έργα, τα οποία μετατρέπονται σε απλά μέσα δοξασίας. Η σωτηρία καθίσταται πλέον αποκλειστικό έργο της Θείας Χάρης, η οποία προκαθορίζει ποιός θα σωθεί (Γκότσης, 2001: 76).
Με τον Καλβινισμό το δόγμα του προκαθορισμού φτάνει στα όριά του. Ο Θεός μετατρέπεται σε ένα υπερβατικό Ον και σκοπός της ύπαρξής του πιστού γίνεται η δόξα Του. Αυτή προστάζει ο κόσμος να είναι όπως Αυτός τον έχει σχεδιάσει, τακτοποιημένος και οργανωμένος. Μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο η εργασία γίνεται αντιληπτή ως θεία θέληση και το επάγγελμα γίνεται ‘Beruf’ αποκτά δηλαδή τη σημασία της κλήσης, του ‘καλέσματος’ και της δοκιμασίας. Ο πιστός εργάζεται ακατάπαυστα, επανεπενδύοντας τα κέρδη του, μένοντας προσηλωμένος στο ‘καθήκον’. Η καταχρηστική επιδίωξη του κέρδους καταδικάζεται ως εκμετάλλευση του συνανθρώπου, αλλά παράλληλα οτιδήποτε συνδέεται με το ανθρώπινο και πεπερασμένο απαξιώνεται και αποφεύγεται. Οι φίλοι αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, μόνος έμπιστος θεωρείται ο Θεός. Ο άνθρωπος μένει μόνος οδεύοντας προς την προκαθορισμένη μοίρα του (Weber, 2006: 70, 74, 86-97).
Αναπόφευκτα αναδύεται το μεγάλο ερώτημα για τους πιστούς αν και με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να καταλάβουν αν ανήκουν στους εκλεκτούς. Η εσωτερική βεβαιότητα που πρότεινε ο Λούθηρος δεν μπορούσε να ικανοποιήσει ως απάντηση. Με τον καλβινισμό ο αυτοέλεγχος και η ικανότητα απώθησης των πειρασμών γίνεται το χρέος, το οποίο μας φέρνει πιο κοντά στη βεβαιότητα της εκλογής. Αντίθετα με την ένωση με το θείο που περίμεναν οι Λουθηρανοί, οι Καλβινιστές γίνονται όργανα του θείου στον κόσμο. Η εγκόσμια δραστηριότητά τους οφείλει να αποτελεί δόξα του Θεού και η επιτυχία σε αυτή αποτελεί δείγμα συμπερίληψης στους εκλεκτούς. Με την εστίαση στην εργασία, όποια κι αν είναι αυτή, ο φόβος για αιώνια καταδίκη περιορίζεται. Παραδείγματα από τη Βίβλο δημιουργούν ένα πρότυπο χαρακτήρα που εργάζεται ακούραστα προάγοντας διαρκώς ‘καλό έργο’ μέσα από την εργασία του. Ένας έλλογος αυτοέλεγχος μεταφέρει τον χριστιανικό ασκητισμό από τα μοναστήρια στην καθημερινότητα του κάθε ατόμου. Αναδύεται μια ‘αριστοκρατία επίλεκτων αγίων’, οι ξαναγεννημένες ψυχές, που έχουν αποδείξει πως βρίσκονται σε κατάσταση χάρης έχοντας ξεφύγει από την αμαρτωλή status naturalis του ανθρώπου (Weber, 2006: 97-100).
Με τον ίδιο μεθοδικό τρόπο ο Βέμπερ μελετά και άλλα δόγματα του Προτεσταντισμού και ανακαλύπτει πως η εγκόσμια ασκητική αποτελεί το λογικό αποτέλεσμα όλων. Το ‘δόγμα του φιναλισμού’ των Γερμανών Πιετιστών θεωρεί πως η Χάρη προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους κάποια στιγμή στη ζωή τους και η εγκόσμια ασκητική μετατρέπεται σε μέθοδο υλοποίησης της ικανότητας του πιστού να αντιληφθεί τη Θεία Χάρη. Το ‘δόγμα της Αγιοποίησης’ των Μεθοδιστών μεταφέρει την αγιοποίηση από το επέκεινα στο ενθάδε καθιστώντας την εγγύηση για την αιώνια σωτηρία (Weber, 2006: 84-85, 116-117, 123). Παρότι λοιπόν τα μέσα για την κατάσταση της Χάρης διαφέρουν στα διάφορα δόγματα, η ίδια η κατάστασή της κρίνεται σε όλα σημαντική οδηγώντας σε έναν εγκόσμιο ασκητισμό που δρα ορθολογικά με σκοπό τη σωτηρία. Διαμορφώνεται έτσι μια σχετικά ομοιόμορφη, ασκητική ηθική συμπεριφορά, η Προτεσταντική Ηθική. Με το πέρασμα των χρόνων τα δόγματα ‘ξεθωριάζουν’, αλλά η πρακτική συμπεριφορά, στην οποία αυτά οδηγούν παραμένει. Η ζωή ταυτίζεται σταδιακά με την εργασία, υποδεικνύοντας πως οι θρησκευτικές αξίες μπορούν να επηρεάσουν την οικονομική συμπεριφορά. Καταδεικνύεται έτσι η ‘εκλεκτική συγγένεια’ των δύο συστημάτων, τα κοινά τους δηλαδή χαρακτηριστικά. Παρότι και οι πιστοί αποσκοπούν αποκλειστικά στη σωτηρία τους και όχι στη συσσώρευση κεφαλαίου, με την πρακτική τους συμπεριφορά δίνεται ώθηση στον καπιταλισμό[1] (Weber 2006: 72, 133-134, Lallement 2004: 266-267, Κονιόρδος 2002: 36-37).
Η βεμπεριανή σύνδεση του καπιταλισμού με την Προτεσταντική Ηθική γίνεται μέσα από μια αυστηρή μεθοδολογία που ωστόσο δεν αξιώνει απόλυτα συμπεράσματα. Σύμφωνα με τον Βέμπερ οι επιστήμες του ανθρώπου δεν μπορούν να καταλήξουν σε καθολικούς νόμους, όπως οι φυσικές επιστήμες. Μια μονοσήμαντη ερμηνεία της ανάδυσης του ιδιαίτερου, καπιταλιστικού χαρακτήρα της κοινωνίας της Δυτικής Ευρώπης κρίνεται κατά συνέπεια αδύνατη. Ο Βέμπερ φιλοδοξεί απλώς να καταδείξει πως οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των ανθρώπινων κοινωνιών δεν βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση μόνο με την υλική πραγματικότητα, όπως υποστήριζε ο Μαρξ. Έχουν και οι ιδέες τη δύναμη να κινήσουν την ιστορική πραγματικότητα. Είναι σε θέση να δημιουργήσουν αξιακά συστήματα που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και για αυτό η μελέτη τους αποτελεί σημαντική συνεισφορά στην προσπάθεια κατανόησης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
- Αντωνοπούλου, Μ. (2008) Οι Κλασσικοί της Κοινωνιολογίας. Κοινωνική θεωρία και νεότερη κοινωνία. Σαββάλας: Αθήνα.
- Βέμπερ, Μ. (2006) Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού. Μτφρ. Μ. Γ. Κυπραίου.Gutenberg: Αθήνα.
- Γκότσης, Γ. (2001) Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση. ΕΑΠ: Πάτρα.
- Κονιόρδος, Σ. (2002) Η θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας. ΕΑΠ: Πάτρα.
- Lallement, M. (2004) Ιστορία των κοινωνιολογικών ιδεών. Μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης. Μεταίχμιο: Αθήνα.
[1] Βεμπεριανή ‘αρχή του παράδοξου των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων της κοινωνικής δράσης’.