Read Time:17 Minute, 18 Second
ἀβρόχοις ποσίν : με στεγνά πόδια, χωρίς κόπο (μεταφορικά) ἂβυσσος ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου : ανεξερεύνητη η ψυχή του ανθρώπου ἂγνωστοι αἱ βουλαί τοῦ Ὑψίστου : άγνωστες οι σκέψεις του Θεού ἂγομαι καί φέρομαι : καθοδηγούμαι, παρασύρομαι ἀγρόν ἠγόρασε : αδιαφόρησε, δεν ενδιαφέρθηκε (ἐν) ἀδαμιαίᾳ περιβολῇ : ολόγυμνος ἀδήριτος ἀνάγκη : επιτακτική, άμεση ανάγκη αἰδώς Ἀργεῖοι : ντροπή, κύριοι ! χρειάζεται και λίγο φιλότιμο ! αἰέν ἀριστεύειν : πάντοτε να είσαι πρώτος αἰχμή δόρατος : το δυνατότερο σημείο, το ισχυρότερο ατού ἂκουσον, ἂκουσον : τι θράσος, τι αναίδεια ! ἂκρον ἂωτον : αποκορύφωμα ἀλήστου μνήμης : αλησμόνητος, αξέχαστος (ειρωνικά συνήθως) ἂλλοθι : αλλού – δικαιολογία, ελαφρυντικό (μτφ) ἅμα τῇ ἐμφανίσει (γενέσει κ.α.) : με την εμφάνιση …. ἀμαχητί : χωρίς μάχη, χωρίς αντίσταση ἅμ’ ἒπος ἅμ’ ἒργον : μόλις το είπε και το έκανε ἀμισθί : χωρίς μισθό ἂμοιρος εὐθυνῶν : χωρίς ευθύνη ἀνάγκᾳ καί θεοί πείθονται : στην ανάγκη υποκύπτουν ακόμη και θεοί ἀνακρούω πρύμναν : οπισθοχωρώ ἀνάστα ὁ Κύριος : χαμός, φασαρία (μτφ) ἀναφανδόν : φανερά ἀνεπιστρεπτί : χωρίς επιστροφή |
ἂνευ χαρτοφυλακίου : υπουργός χωρίς υπουργείο ἀνήκεστος βλάβη : αθεράπευτη βλάβη ἂνθρακες ὁ θησαυρός : ο θησαυρός αποδείχτηκε ασήμαντος ἀντίπαλον δέος : αντίπαλος ίσης αξίας που εξασφαλίζει την ισορροπία ἀντί πινακίου φακῆς : για ένα ασήμαντο ποσό ἂνω ποταμῶν : εξωφρενικός, παράλογος ἀνωτέρα βία : εξωτερικός εξαναγκασμός ἂπαγε τῆς βλασφημίας : μη το πεις αυτό (γιατί θα είναι βλασφημία) ἀπ’ ἂκρου εἰς ἂκρον : παντού ἅπαξ διά παντός : μια για πάντα ἀπείρου κάλλους : απαράδεκτα πράγματα ἀπ’ ἐναντίας : αντίθετα ἀπεταξάμην τόν Σατανᾶν : για πρόσωπο ή συνήθεια που εγκαταλείψαμε ή απαρνηθήκαμε (από το μυστήριο της βάφτισης) ἀπευκταῖον : δυσάρεστο, συμφορά ἀπέχω παρασάγγας : απέχω πάρα πολύ ἀπνευστί : χωρίς αναπνοή, μονορούφι ἀπό ἀμνημονεύτων χρόνων : από τα αρχαιότατα χρόνια ἀποδημῶ εἰς Κύριον : πεθαίνω ἀποδιοπομπαῖος τράγος : εξιλαστήριο θύμα, αυτός που φορτώνεται τις ευθύνες των άλλων ἀποκηρύσσω μετά βδελυγμίας : αποδοκιμάζω κάτι με αηδία ἀποκύημα φαντασίας : δημιούργημα φαντασίας, ψέμα ἀπολωλός πρόβατον : παραστρατημένος, αυτός που βγήκε από το δρόμο του Θεού |
ἀπό μηχανῆς θεός : άνθρωπος που δίνει λύση στο αδιέξοδο ἀπονενοημένον διάβημα : πράξη απόγνωσης ἀπορία ψάλτου βήξ : λέγεται γι’ αυτούς που προβάλλουν εύκολα αβάσιμες δικαιολογίες, όταν βρεθούν σε δυσχερή θέση ἀπορῶ καί ἐξίσταμαι : τα’ χω εντελώς χαμένα ἀποφράς ἡμέρα : καταραμένη μέρα ἂρατε πύλας : ανοίξτε τις πόρτες ἀργία ἐστί μήτηρ κακίας : η έλλειψη εργασίας γεννά κακές πράξεις ἂρδην : τελείως, συθέμελα ἆρον ἆρον : με το έτσι θέλω (μεταφορικά) ἂρτος καί θεάματα : μεγαλειώδη θεάματα για εντυπωσιασμό του λαού ἀρχῆς γενομένης : αρχίζοντας από ἀσθενής καί ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἒχει : για όσους παραβιάζουν τη νηστεία λόγω αρρώστειας ή ταξιδιού ἀσκαρδαμυκτί : χωρίς ανοιγοκλείσιμο των ματιών ἀσκός τοῦ Αἰόλου : αφήνω να ξεχυθούν μύρια κακά ἂς ὂψεται (ὁ, ἡ κ.λ.π.) : φταίει ο, η … ἀσυζητητί : χωρίς συζήτηση ἂσωτος υἱός : σπάταλος, διεφθαρμένος άνθρωπος ἀτιμωρητί : χωρίς τιμωρία αὐθημερόν : την ίδια μέρα αὐθωρεί καί παραχρῆμα : αμέσως, στη στιγμή αὐτός ἒφα : αυτός το είπε (κάποιος με κύρος, άρα δεν κάνει λάθος) ἂφεσις ἁμαρτιῶν : συγχώρεση ἀφ΄ ἑνός μέν … ἀφ’ ἑτέρου δέ : από τη μια … από την άλλη ἀφ’ ὑψηλοῦ : από ψηλά, με περιφρόνηση |
ἀχίλλειος πτέρνα : αδύνατο σημείο ἅψε σβῆσε : πολύ γρήγορα βαδίζω τήν πεπατημένην : ακολουθώ την παραδοσιακή πορεία βαίνω κατ΄ εὐχήν : προχωρώ ευνοϊκά βασιλικώτερος τοῦ βασιλέως : πιο βασιλικός από τον ίδιο το βασιλιά, πολύ φανατικός βίος ἀβίωτος : ζωή ανυπόφορη βίος καί πολιτεία : άνθρωπος με ζωή γεμάτη περιπέτειες, ανήθικος άνθρωπος γαῖα πυρί μειχθήτω : ας καταστραφούν όλα γελᾷ ὁ μωρός κἂν τι μή γελοῖον ᾖ : ο ανόητος γελά, ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα αστείο γενεαί δεκατέσσαρες (τον πέρασε) : του έβρισε όλο του το σόι γῆ καί ὕδωρ (δίδω) : παραδίδομαι άνευ όρων γηραιά Ἀλβιών : λέγεται για την παμπόνηρη Βρετανία γηράσκω ἀεί πολλά διδασκόμενος : όσο γερνώ τόσο μαθαίνω γῆς Μαδιάμ : άνω κάτω, πλήρης καταστροφή γῆ τῆς ἐπαγγελίας : επίγειος παράδεισος, εκπλήρωση προσδοκιών γλῶσσα λανθάνουσα (τ΄ ἀληθῆ λέγει) : λέγεται όταν από απροσεξία λέμε κάτι που θέλουμε να αποκρύψουμε γνῶθι σαυτόν : γνώρισε τον εαυτό σου γόρδιος δεσμός : πρόβλημα δύσκολο να λυθεί γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριταί : υποκριτές, διπρόσωποι άνθρωποι δαίμων τοῦ τυπογραφείου : ο «υπεύθυνος» για τα τυπογραφικά λάθη δαμόκλειος σπάθη : κίνδυνος που διαρκώς μας απειλεί δεῦρο ἒξω : βγες έξω (το είπε ο Χριστό στο νεκρό Λάζαρο) |
δημοσίᾳ δαπάνῃ : με έξοδα του κράτους διά βίου : σε όλη τη ζωή διά βοῆς : με βοή, με φωνές διά βραχέων : με λίγα λόγια διαίρει καί βασίλευε : να προκαλείς διχόνοια για να μπορείς να εξουσιάζεις διά γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ : με γυμνό μάτι, χωρίς μικροσκόπιο διάγω βίον : περνώ ζωή διά ζώσης : προφορικά διά πυρός καί σιδήρου : με κάθε μέσο ακόμα και βίαια διά ροπάλου : με βίαιο τρόπο διαρρηγνύω τά ἱμάτια : διαμαρτύρομαι εντονότατα διαρρήδην : κατηγορηματικά διά τῆς πλαγίας ὁδοῦ : μέσω της διπλωματίας διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων : για κάθε ενδεχόμενο διά χειρός : με το χέρι διέλαθε τῆς προσοχῆς : ξέφυγε από την προσοχή δίκαιον τῆς πυγμῆς : το δίκαιο του ισχυρότερου δίκην + γενική : σαν, όπως ακριβώς διυλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες : για ανθρώπους υποκριτές που γκρινιάζουν για ασήμαντα πράγματα και ανέχονται άλλα πολύ σοβαρότερα δοθείσης εὐκαιρίας : αν δοθεί ευκαιρία δοῦναι καί λαβεῖν : δοσοληψίες, πάρε – δώσε δούρειος ἵππος : μέσο εξαπάτησης (μεταφορικά) δρακόντεια μέτρα : πολύ σκληρά μέτρα |
δράττομαι τῆς εὐκαιρίας : αρπάζω την ευκαιρία δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται : όταν κανείς δυστυχήσει, όλοι κοιτάζουν να επωφεληθούν από τη δυστυχία του δῶρον ἂδωρον : άχρηστο, ανώφελο ἒγινε πῦρ καί μανία : θύμωσε πάρα πολύ ἐδέησε : έγινε δυνατό εἲθισται : είναι συνηθισμένο εἶπα καί ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἒχω : ξεκαθάρισα από πριν τη θέση μου, τώρα δεν έχω καμία ευθύνη για ό,τι έγινε ή θα γίνει εἰρήσθω ἐν παρόδῳ : ας πούμε με την ευκαιρία αυτή εἰς (ἐς) αὒριον τά σπουδαῖα : ας αφήσουμε για αύριο τα πιο σημαντικά ζητήματα εἰς ἐπήκοον : φανερά, μπροστά σε όλους εἰς κόρακας : στο διάβολο (μεταφορικά) εἰς μάτην : μάταια εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη : από τα οποία έχει φτιαχθεί ( για κάτι που διαλύεται) εἰς τάς ἀγκάλας τοῦ Μορφέως : σε βαθύτατο ύπνο εἰς τάς ἑλληνικάς καλένδας : για κάτι που αναβάλλεται ή δε θα γίνει ποτέ εἰς τό διηνεκές : για πάντα εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων : πολύ δύσκολη και επικίνδυνη κατάσταση εἰς τόπον χλοερόν : σε μέρος δροσερό (από τη νεκρώσιμη ακολουθία) εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον : στην κόλαση εἰς ὦτα μή ἀκουόντων : για ανθρώπους που δεν ακούνε ἑκατέρωθεν : και από τις δύο πλευρές ἐκ βάθρων : από τα θεμέλια, από τις ρίζες ἐκ γενετῆς : από τη στιγμή της γέννησης |
ἐκ νέου : πάλι, ξανά ἐκπάγλου καλλονῆς : εξαιρετικής ωραιότητας ἐκ παραδρομῆς : από απροσεξία ἐκ περιτροπῆς : ο ένας μετά τον άλλο, διαδοχικά ἐκ προοιμίου : εξαρχής ἐκτοξεύω μύδρους : επιτίθεμαι με σφοδρές κατηγορίες ἐκ τοῦ μή ὂντος : από το τίποτε ἐκ τοῦ πονηροῦ : με κακή πρόθεση ἐκ τῶν ἐνόντων : με ό,τι υπάρχει, όπως όπως ἐκ τῶν προτέρων : από πρωτύτερα (a priori) ἐκ τῶν ὑστέρων : έπειτα (a posteriori) ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἂνευ : απαραίτητος, αναντικατάστατος ἑκών ἂκων : θέλοντας και μη ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ : επιπόλαια, αστόχαστα ἐλέῳ (τοῦ, τῆς …) : με την παρέμβαση, με τη βοήθεια … ἕνα ἀλλά λέοντα : για κάποιον που, αν και μόνος σε μια δύσκολη κατάσταση, τα καταφέρνει μια χαρά ἐναρκτήριον λάκτισμα : σύνθημα έναρξης, έναρξη ἐν βρασμῷ ψυχῆς : σε στιγμή ψυχικής σύγχυσης και ταραχής ἐν διαστάσει : λέγεται για ανδρόγυνα που ετοιμάζονται να χωρίσουν ἒνδον σκάπτε : εξέταζε βαθιά τον εαυτό σου ἐν δυνάμει – ἐν ἐνεργείᾳ : για κάτι ή κάποιον που δεν είναι τώρα αλλά μπορεί να γίνει στο μέλλον – για κάτι ή κάποιον που είναι ήδη ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ : σε κατάλληλο χρόνο ἐνθάδε κεῖται : εδώ είναι θαμμένος ἒνθεν καί ἒνθεν : και από τη μια και από την άλλη πλευρά |
ἐν καιρῷ : κάποτε ἐν κατακλεῖδι : τελειώνοντας, στο τέλος ἐν ὀνόματι : στο όνομα ἑνός κακοῦ μύρια ἕπονται : το ένα κακό ακολουθούν πολλά άλλα ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ : ακαριαία, ξαφνικά ἐν τάχει : γρήγορα, βιαστικά ἐν τέλει : τελικά ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου : στη ροή της κουβέντας ἐν χορῷ : όλοι μαζί, ταυτόχρονα ἐνώπιος ἐνωπίῳ : πρόσωπο με πρόσωπο, τετ α τετ ἐξ ἀγχιστείας : συγγένεια από γάμο (αντίθετο : ἐξ αίματος) ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων : από μικρό παιδί ἐξ ἅπαντος : οπωσδήποτε ἐξαπίνης : ξαφνικά, απροσδόκητα ἐξάψαλμος (ψάλλω τον …) : του έκανε πολλές παρατηρήσεις ἐξ ἡμισείας : μισά μισά ἐξ ἰδίων τά ἀλλότρια : όταν κρίνει κανείς ξένες υποθέσεις με βάση τις δικές του ἐξ οἰκείων τά βέλη : επιθέσεις που προέρχονται από φιλικά πρόσωπα ἐξ ὂνυχος τόν λέοντα : όταν μπορούμε να καταλάβουμε το χαρακτήρα ενός ανθρώπου από μια μικρή ένδειξη ἐξώλης καί προώλης : ανήθικος, διεστραμμένος ἐπ’ αὐτοφόρῳ : τη στιγμή της κλοπής ή της παρανομίας ἒπεα πτερόεντα : λόγια του αέρα ἐπέκεινα : πέρα από, μακρύτερα ἕπεται συνέχεια : συνεχίζεται ἐπέχει θέσιν : αντικαθιστά |
ἐπί κεφαλῆς : αρχηγός ἐπί ξύλου κρεμάμενος : αδέκαρος, σε άθλια κατάσταση ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς : στην κόψη του ξυραφιού, σε κρισιμότατο σημείο ἐπιούσιος : το καθημερινό ψωμί ἐπί παντός ἐπιστητοῦ : για κάθε ζήτημα ἐπί τάπητος : υπό συζήτηση (μεταφορικά) ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων : για ανθρώπους δύσπιστους που θέλουν απτές αποδείξεις για να πειστούν για κάτι ἐπ’ οὐδενί : με κανένα λόγο, με τίποτε ἒργα καί ἡμέραι : πράξεις, κατορθώματα, ανήθικα πράγματα ἐρήμην : χωρίς να είναι παρών ἐσχάτη τῶν ποινῶν : θανατική ποινή ἕτερον ἥμισυ : ο σύζυγος ή η σύζυγος εὐαγές ἵδρυμα : φιλανθρωπικό ίδρυμα εὐήκοον οὖς (τείνω) : ακούω με ευνοϊκή διάθεση εὕρηκα, εὕρηκα : το βρήκα, το βρήκα εὐσεβεῖς πόθοι : μάταιες ελπίδες ἒχουσι γνῶσιν οἱ φύλακες : έχουν παρθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα ἒχω περί πολλοῦ : τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση ζῶντες καί τεθνεῶτες : ζωντανοί και πεθαμένοι ἢγγικεν ἡ ὥρα : έφτασε η ώρα ἡ ἒξωθεν καλή μαρτυρία : η επιδοκιμασία και καλή γνώμη του κόσμου ἡ ἰσχύς ἐν τῇ ἐνώσει : η δύναμη στην ενότητα ἡ κατιοῦσα : ο κατήφορος ἥκιστα : ελάχιστα |
ἡλίου φαεινότερον : ολοφάνερο ἥμαρτον : συγγνώμη ἥξεις ἀφήξεις : λέγεται για κάτι διφορούμενο ή ασαφές Ἡσαῒου τό ἀνάγνωσμα : μεγάλη ιστορία που δε μας ενδιαφέρει ἥσσονος σημασίας : μικρότερης σημασίας Θεοῦ θέλοντος : αν θέλει ο Θεός θεράπων ἰατρός : ο γιατρός που μας παρακολουθεί θοῦ, Κύριε, φυλακήν τῷ στόματί μου : φύλαξέ με, Κύριε, να μην πω κάτι κακό ἰδίοις ὂμμασιν : με τα ίδια του τα μάτια ἰδού ἡ Ρόδος ἰδού καί τό πήδημα : πρόσκληση σε κάποιον να πραγματοποιήσει κάτι που ισχυρίζεται ότι μπορεί να κάνει ἰδού ὁ νυφίος ἒρχεται : απροσδόκητη εμφάνιση προσώπου καθοριστικού σε μια περίσταση ἰθύνουσα τάξις : η τάξη που κυβερνά ἰθύνων νοῦς : αυτός που διευθύνει μια επιχείρηση, ο «εγκέφαλος» της ἰώβειος ὑπομονή : πολύ μεγάλη υπομονή καθεστηκυῖα τάξις : κυρίαρχο σύστημα καινά δαιμόνια : νέες, επαναστατικές ιδέες καλῇ τῇ πίστει : καλοπροαίρετα καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων : αν η κατάσταση είναι καλή κατά κόρον : σε υπερβολικό βαθμό κατά κράτος : ολωσδιόλου, εντελώς κατά πόδας (ἀκολουθώ) : κυνηγώ κατ’ ἀποκοπήν : για αμοιβή που υπολογίζεται εκ των προτέρων συνολικά για όλη την εργασία και καταβάλλεται εφάπαξ και όχι τμηματικά σε ημερομίσθια |
κατά συνθήκην ψεύδη : συμβατικά , τυπικά ψεύδη κατά συρροήν : συνεχόμενα κατά τό δοκοῦν : κατά τη γνώμη του, αυθαίρετα κατά φαντασίαν ἀσθενής : άρρωστος στη φαντασία του κατ’ ἐξοχήν : κυρίως κατόπιν ἑορτῆς : αργά πια, τώρα είναι ανώφελο κεκλεισμένων τῶν θυρῶν : με κλειστές πόρτες, χωρίς την παρουσία κοινού κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ : για κάτι ξαφνικό και αναπάντεχο κλεινόν ἂστυ : ένδοξη πόλη (λέγεται κυρίως για την Αθήνα) κοιμῶμαι τόν ὕπνον τοῦ δικαίου : δεν παίρνω χαμπάρι τι γίνεται γύρω μου κοινῇ συναινέσει : με κοινή συγκατάθεση κομίζω γλαῦκα ἐς Ἀθήνας : παρουσιάζω ως καινούριο κάτι ήδη γνωστό κολοφών δόξης : αποκορύφωμα δόξας κρανίου τόπος : κόλαση (μεταφορικά) κράτος ἐν κράτει : κάθε ομάδα που συμπεριφέρεται ως αυτόνομη εξουσία στο πλαίσιο ενός αυτόνομου κράτους κροκοδείλια δάκρυα : υποκριτικά δάκρυα κτῆμα ἐς ἀεί : αιώνιο απόκτημα κύκνειον ᾆσμα : τελευταίο έργο ενός πνευματικού δημιουργού πριν το θάνατό του λαμβάνει χώραν : συμβαίνει λευκή περιστερά : εντελώς αθώος λίθοι καί πλίνθοι καί κέραμοι ἀτάκτως ἐρριμμένα : για πράγματα που βρίσκονται σε μεγάλη αταξία ή σύγχυση μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι : καλότυχοι οι κουτοί, οι αγαθιάρηδες |
μάννα ἐξ οὐρανοῦ : ανέλπιστη βοήθεια μάντις κακῶν : προφήτης συμφορών ματαιότης ματαιοτήτων (τά πάντα ματαιότης) : όλα είναι μάταια μάχαιραν δώσεις μάχαιραν λαμβάνεις : ό,τι κακό κάνει κανείς, ίδιο κακό θα τον βρει μετά βαΐων καί κλάδων : θριαμβευτική υποδοχή μεταξύ σφύρας καί ἂκμονος : ανάμεσα σε δύο κακά, σε δύο εμπόδια μέτρον ἂριστον : απόφευγε τα άκρα, ακολούθησε τη μεσότητα μέχρι κεραίας : με απόλυτη ακρίβεια, με κάθε λεπτομέρεια μέχρι μυελοῦ ὀστέων : ως το τέλος, τελείως μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἐναντίου : μέχρι ν’ αποδειχτεί το αντίθετο μέχρις ἐσχάτων : ως το τέλος, ως το θάνατο μηδέν ἂγαν : μην κάνεις τίποτα υπερβολικό μηδενός ἐξαιρουμένου : χωρίς καμία εξαίρεση μῆλον τῆς Ἒριδος : αντικείμενο διεκδίκησης, αιτία διαμάχης μή μου ἅπτου : πολύ ευαίσθητος, μυγιάγγιχτος μνήσθητί μου, Κύριε : τι’ ναι τούτο πάλι (μτφ) μόλις καί μετά βίας : με πολύ μεγάλη δυσκολία νόστιμον ἦμαρ : ημέρα επιστροφής στην πατρίδα από τα ξένα νυχθημερόν : νύχτα και ημέρα ξένιος Ζεύς : ο Δίας, ο προστάτης της φιλοξενίας ξύλον ἀπελέκητον : άνθρωπος αγράμματος και άξεστος ὁ ἐξ ἀπορρήτων : ο ιδιαίτερος γραμματέας, ο μυστικοσύμβουλος οἱ καιροί οὐ μενετοί : οι περιστάσεις δεν επιτρέπουν αδράνεια οἱ παροικοῦντες ἐν Ἱερουσαλήμ : όσοι γνωρίζουν τα γεγονότα ὀκλαδόν : κάθισμα στο δάπεδο σταυροπόδι |
ὁ κύβος ἐρρίφθη : λέγεται όταν παίρνεται μια κρίσιμη απόφαση (μτφ) ὅ μή γένοιτο : πράγμα που εύχομαι να μη γίνει ὀμφαλός τῆς γῆς : το κέντρο της γης ὂνειρον θερινῆς νυκτός : επιθυμία που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ὁ νοῶν νοείτω : όποιος έχει μυαλό, ας καταλάβει ὅπερ ἒδει δεῖξαι : αυτό που έπρεπε να αποδειχθεί, αποδείχτηκε ὅπου οὐ πίπτει λόγος πίπτει ράβδος : όπου δεν πιάνει «λόγος», πέφτει ξύλο ὁ πρῶτος διδάξας : ο πρώτος που το δίδαξε ὁσονούπω : σε λίγο χρόνο, όπου να’ ναι ὁ τελευταῖος τροχός τῆς ἁμάξης : άνθρωπος που δεν έχει καμία εξουσία οὐαί τοῖς ἡττημένοις : αλίμονο στους νικημένους οὐ γάρ ἒρχεται μόνον : λέγεται για τα γηρατειά και τα κακά που φέρνουν οὐδείς ἀγνωμονέστερος τοῦ εὐεργετηθέντος : κανείς πιο αχάριστος απ’ αυτόν που ευεργετήθηκε οὐδείς μετά Χριστόν προφήτης : για όποιον ισχυρίζεται ότι ήξερε κάτι όταν πλέον είναι γνωστό σε όλους οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ : δεν υπάρχει κάτι δυσάρεστο που να μην έχει και ευχάριστες πλευρές οὐδέν κρυπτόν ὑπό τόν ἥλιον : τίποτε δεν μπορεί να παραμείνει κρυφό για πάντα οὐδόλως : καθόλου, με κανένα τρόπο οὐκ ἂν λάβοις παρά τοῦ μή ἒχοντος : δεν μπορείς να πάρεις από |
εκείνον που δεν έχει οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ : το καλό δε βρίσκεται στο πολύ, η ποιότητα όχι στην ποσότητα οὐκ ἐπ’ ἂρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἂνθρωπος : ο άνθρωπος έχει και πνευματικές ανάγκες, εκτός από υλικές οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον : δεν μπορεί ο καθένας να ταξιδέψει στην Κόρινθο, ν’ αποκτήσει δηλ. ένα ακριβό πράγμα οὒριος ἂνεμος : ευνοϊκός αέρας οὕτω καθ’ἐξῆς : και με όμοιο τρόπο στα επόμενα οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων : αφού έτσι έχουν τα πράγματα οὕτως ἢ ἂλλως : έτσι ή αλλιώς, οπωσδήποτε ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ : αντεκδίκηση, ό,τι μου έκανες θα σου κάνω ὀψόμεθα : θα δούμε παιδιόθεν : από την παιδική ηλικία παίζομεν ἐν οὐ παικτοῖς : ασχολούμαστε επιπόλαια με πράγματα σοβαρά πακτωλός χρημάτων : άφθονα χρήματα πάλαι ποτέ : κάποτε στο παρελθόν πάντα ρεῖ : όλα αλλάζουν, τίποτε δε μένει σταθερό πάππου πρός πάππον : από πολύ παλιά παρανάλωμα τοῦ πυρός (γίνομαι) : καίομαι εντελώς, ολοκληρωτικά παρά φύσιν : αντίθετα με τη φύση, μη φυσιολογικά παρέδωκε τό πνεῦμα : πέθανε, τελείωσε παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ το ποτήριον τοῦτο : όταν θέλουμε ν’αποφύγουμε μια δύσκολη κατάσταση παρ’ἐλπίδα : χωρίς να το περιμένει κανείς παρρησίᾳ : με θάρρος και ειλικρίνεια |
πάσης φύσεως : κάθε είδους πατεῖς με πατῶ σε : λέγεται για μεγάλο συνωστισμό πενία τέχνας κατεργάζεται : οι στερήσεις μας κάνουν εφευρετικούς περαιτέρω : πιο πέρα, παρακάτω περί ἀέρων και ὑδάτων : για άσχετα πράγματα περί ἂλλα τυρβάζῃ : ασχολείται με άσχετα πράγματα περίοδος ἰσχνῶν ἀγελάδων : εποχή φτώχειας περί ὀρέξεως οὐδείς λόγος : μη ρωτάτε για όρεξη, έχουμε πολλή περιούσιος λαός : λαός εκλεκτός περιπλανώμενος Ἰουδαῖος : περιπλανώμενος άνθρωπος πέτρα σκανδάλου : η αιτία του σκανδάλου πλανῶμαι πλάνην οἰκτράν : ξεγελιέμαι πλήρης ἡμερῶν : άνθρωπος πολύ μεγάλης ηλικίας πλούσια τά ἐλέη σου : πλούσια τα αγαθά που μας χαρίζεις πνέω (τά) μένεα : είμαι φοβερά θυμωμένος πνέω τά λοίσθια : βρίσκομαι στα πρόθυρα του θανάτου πόθεν ἒσχες : από πού τα απέκτησες ; – φορολογική διάταξη με την οποία δηλώνουμε τον τρόπο με τον οποίο αποκτάμε τα χρήματα για την αγορά περιουσιακών στοιχείων πρηνηδόν : μπρούμυτα πρό ἀμνημονεύτων χρόνων : εδώ και πάρα πολλά χρόνια πρός ἐπίρρωσιν : για ενίσχυση πρός κέντρα λακτίζεις : ματαιοπονείς πρόσω ὁλοταχῶς : εμπρός με όλη την ταχύτητα πρό τετελεσμένου γεγονότος : μπροστά σε τελεσίδικο γεγονός πρό τῶν πυλῶν : πολύ κοντά |
πύξ λάξ : με μπουνιές και κλωτσιές πύρρειος νίκη : νίκη με τόσες απώλειες που ισοδυναμεί με ήττα σαρδόνιος γέλως : γέλιο σαρκαστικό και μοχθηρό σημεῖα καί τέρατα : τρομερά, απίστευτα ή απαράδεκτα πράγματα σιγήν ἰχθύος : απόλυτη σιωπή σισύφειον ἒργον : ματαιοπονία σιωπή τῶν ἀμνῶν : για σφαγή αθώων που δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν σολομώντειος λύσις : έξυπνη λύση ενός προβλήματος που ικανοποιεί όλους σπείρω ἀνέμους καί θερίζω θυέλλας : κάνω κάτι κακό που στρέφεται εναντίον μου σπεῦδε βραδέως : προχώρα σ’ ό,τι έχεις σκοπό να κάνεις χωρίς βιασύνη αλλά με σύνεση στεντόρεια φωνή : δυνατή και βροντώδη φωνή στήλη ἅλατος (μένω) : μένω ακίνητος από έντονη έκπληξη στῶμεν καλῶς : ας σταθούμε με προσοχή και ευλάβεια συλλήβδην : συνολικά, όλοι μαζί συμβαίνει καί εἰς Παρισίους : το λέμε για παράξενα περιστατικά που συμβαίνουν και σε πολιτισμένα μέρη σύν Ἀθηνᾷ και χεῖρα κίνει : μην περιμένεις τα πάντα από το Θεό, προσπάθησε και συ σύν γυναιξί καί τέκνοις : με τις οικογένειές τους σύν τοῖς ἂλλοις : εκτός από τ’ άλλα, επίσης σώας τάς φρένας (ἒχω) : έχω τα λογικά μου, δεν είμαι τρελός τ΄ἀγαθά κόποις κτῶνται : τα αγαθά αποκτούνται με μόχθο τά ἂδυτα τῶν ἀδύτων : τα πιο βαθιά και απροσπέλαστα μέρη |
τά ἐν οἲκῳ μή ἐν δήμῳ : τα προσωπικά μας δεν πρέπει να βγαίνουν στη δημοσιότητα τά ἐξ ἁμάξης : προσβολές, βρισιές τά καθέκαστα : τα γεγονότα, οι λεπτομέρειες τά κακῶς κείμενα : το σύνολο των αρνητικών πλευρών μιας κατάστασης τἀνάπαλιν : το αντίστροφο, το αντίθετο τά παιδία παίζει : για ενήλικους που φέρονται με παιδικό τρόπο τά (τοῦ) Καίσαρος (τῷ) Καίσαρι : ας αποδίδουμε στον καθένα ό,τι του αρμόζει ταῦρος ἐν ὑαλοπωλείῳ : τα έκανε γυαλιά καρφιά, άνω κάτω τείνω χεῖρα βοηθείας : προσφέρω βοήθεια τήν ἂγουσαν: (πήρε) το δρόμο προς … τήν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος : προθυμοποιούμαι να κάνω κάτι που αναγκαστικά θα έκανα τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν : όταν συγκρίνουμε πράγματα που ξέρουμε ότι δεν έχουν απόλυτη ομοιότητα τηρῶ τά προσχήματα : υποκρίνομαι τιμῆς ἓνεκεν : για να τιμηθεί (ένα πρόσωπο) (αλτ) τίς εἶ ; : (στοπ), ποιος είσαι ; τό δίς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρός σοφοῦ : το να κάνει κάποιος το ίδιο σφάλμα δύο φορές δε δείχνει σοφό άνθρωπο τό εὖ ζῆν : το να ζει κανείς καλά τό ζῆν ἐπικινδύνως : το να ζει κάποιος επικίνδυνα τό κατά δύναμιν : αυτό που μπορούμε τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής : έχω τη διάθεση αλλά όχι και τη δύναμη να κάνω κάτι |
τό μή χεῖρον βέλτιστον : από δύο κακά προτιμότερο είναι το λιγότερο κακό τόν ἂρτον τον ἐπιούσιον : την καθημερινή τροφή τό πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον : δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από τη μοίρα του τό πλήρωμα τοῦ χρόνου : ο κατάλληλος καιρός τό πῦρ το ἐξώτερον : η κόλαση τοῦ λόγου τό ἀσφαλές : η απόδειξη του λόγου τούς ζυγούς λύσατε : διαλυθείτε (γυμναστικό παράγγελμα) τοὐτέστιν : δηλαδή τραγέλαφος : αλλόκοτο και αφύσικο πράγμα τρικυμία ἐν κρανίῳ : σύγχυση, τα’ χω χαμένα τύπος καί ὑπογραμμός : υπόδειγμα ανθρώπου τύχῃ ἀγαθῇ : με καλή τύχη τῶν παθῶν μου τόν τάραχον : μεγάλα βάσανα τῷ ὂντι : πράγματι ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ : λέγεται όταν παρουσιάζεται κάποιος επικίνδυνος πειρασμός που θέλουμε ν’ αποφύγουμε ὑπ΄ ἀτμόν (είμαι) : είμαι σ’ αναμονή για να φύγω ή σ’ ετοιμότητα να κάνω κάτι ὑπεράνω πάσης ὑποψίας : για άτομα που με τίποτα δεν υποπτευόμαστε ὑπερβαίνω τά ἐσκαμμένα : ξεπερνώ τα όρια ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν : για τα όσια και τα ιερά της πατρίδας μας ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος : για την πίστη και την πατρίδα ὑπέρ τό δέον : περισσότερο απ’ όσο πρέπει ὑπό μάλης : κάτω από τη μασχάλη (στρατιωτικό παράγγελμα για τα όπλα) ὑπό τήν αἰγίδα : υπό την προστασία |
ὑπό τήν ἐπήρειαν : κάτω από την επίδραση φάσκω καί ἀντιφάσκω : λέω και ξελέω φαῦλος κύκλος : ανώμαλη κατάσταση που δεν έχει διέξοδο φείδου χρόνου : μη σπαταλάς το χρόνο σου φέρ’ εἰπεῖν : παραδείγματος χάρη φέρω βαρέως : μου είναι αφόρητο φέρω εἰς πέρας : ολοκληρώνω φοβοῦ τούς Δαναούς καί δῶρα φέροντας : να φοβάσαι τους εχθρούς, έστω κι αν φέρνουν δώρα, να είσαι δηλ. επιφυλακτικός φύλλον συκῆς : κάθε μικρό ή τολμηρό ρούχο που αφήνει ακάλυπτο μεγάλο μέρος του σώματος φύρδην μίγδην : ανάκατα, άνω – κάτω φύσει καί θέσει : εκ φύσεως και εκ θέσεως φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ : όταν μια χρήσιμη συμβουλή αντιμετωπίζεται με αδιαφορία φωνή λαοῦ ὀργή Θεοῦ : η κινητοποίηση του λαού έχει μεγάλη δύναμη χαίρω ἂκρας ὑγείας : είμαι πολύ καλά στην υγεία μου χαρᾶς εὐαγγέλια (ἒχω) : νιώθω μεγάλη χαρά χάρμα ὀφθαλμῶν : απόλαυση των ματιών χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει : χώμα είσαι και στο χώμα θα καταλήξεις (από τη νεκρώσιμη ακολουθία) χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν : ας έχουμε χριστιανικό τέλος ψυχῇ τε καί σώματι : με όλες τις δυνάμεις ὢδινεν ὂρος καί ἒτεκε μῦν : κατέβαλε πολλές προσπάθειες με μηδαμινό αποτέλεσμα ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις : δόξα στον ύψιστο Θεό |
ὡς δέλεαρ : σα δόλωμα ὧν οὐκ ἒστιν ἀριθμός : αμέτρητος ὡς διά μαγείας : με τρόπο μαγικό ὡς εἲθισται : καθώς συνηθίζεται ὡσεί παρών : σα να ήταν παρών ὡς ἐκ θαύματος : σα να έγινε θαύμα ὡς ἐκ τούτου : για το λόγο αυτό, επομένως ὡς ἐπί τό πλεῖστον : τις περισσότερες φορές ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ : σαν κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο και ευπαθές ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ Μολών λαβέ : έλα να τα πάρεις (ο Λεωνίδας στον Ξέρξη όταν του ζήτησε να παραδόσει τα όπλα στις Θερμοπύλες) Ἲτε , παῖδες Ἑλλήνων : εμπρός Έλληνες ! (στη ναυμαχία της Σαλαμίνας) Μηδένα πρό τοῦ τέλους μακάριζε : μη λες για κανένα πόσο τυχερός είναι πριν δεις το τέλος του (ο Σόλωνας στον Κροίσο) Ἑάλω ἡ πόλις : κυριεύτηκε η Κωνσταντινούπολη (από τους Τούρκους) Νίπτω τάς χείρας μου : ο Πόντιος Πιλάτος στη δίκη του Χριστού Ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα : ένα ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτα (Σωκράτης) Νενίκηκά σε Σολομών : σε νίκησα Σολομώντα (ο Ιουστινιανός στα εγκαίνια της Αγια –Σοφιάς) Δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν : ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης για τη χρεοκοπία της Ελλάδας το 1897 Τις ἀγορεύειν βούλεται ; : ποιος θέλει να μιλήσει δημόσια στο λαό ; Και σύ τέκνον, Βρούτε ; : για δικό μας άνθρωπο όταν αναπάντεχα ανακαλύπτουμε ότι μας πρόδωσε ( τα τελευταία λόγια του Ιούλιου Καίσαρα πριν δολοφονηθεί) |