Ἀλκιβιάδης δ᾽ ἐτόλμησεν ἀναβῆναι, οὔτε εὔνους ὢν τῷ πλήθει, οὔτε πρότερον ἱππεύσας, οὔτε νῦν ἐπιστάμενος, οὔτε ὑφ᾽ ὑμῶν δοκιμασθείς, ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην παρὰ τῶν ἀδικούντων λαμβάνειν. Ἐνθυμηθῆναι δὲ χρὴ ὅτι, εἰ ἐξέσται ὅτι ἄν τις βούληται ποιεῖν οὐδὲν ὄφελος νόμους κεῖσθαι ἢ ὑμᾶς συλλέγεσθαι ἢ στρατηγοὺς αἱρεῖσθαι. Θαυμάζω δέ, ὦ ἄνδρες δικασταί, εἴ τις ἀξιοῖ, ἐὰν μέν τις προσιόντων τῶν πολεμίων τῆς πρώτης τάξεως τεταγμένος τῆς δευτέρας γένηται, τούτου μὲν δειλίαν καταψηφίζεσθαι, ἐὰν δέ τις ἐν τοῖς ὁπλίταις τεταγμένος ἐν τοῖς ἱππεῦσιν ἀναφανῇ, τούτῳ συγγνώμην ἔχειν. Καὶ μὲν δή, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἡγοῦμαι δικάζειν ὑμᾶς οὐ μόνον τῶν ἐξαμαρτανόντων ἕνεκα, ἀλλ᾽ ἵνα καὶ τοὺς ἄλλους τῶν ἀκοσμούντων σωφρονεστέρους ποιῆτε.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
«Ἀλκιβιάδης δ᾽ ἐτόλμησεν ἀναβῆναι»: ἀναβῆναι = να ανέβει σε άλογο, να ιππεύσει, να καταταγεί στο ιππικό τολμῶ ἀναβαίνειν = έχω το θράσος να καταταγώ στο ιππικό «οὔτε εὔνους ὢν τῷ πλήθει»: εὔνους τῷ πλήθει = ευνοϊκά διακείμενος προς τον λαό, φιλικά προσκείμενος προς τον λαό (τους δημοκρατικούς), τρέφω συμπάθεια προς τον λαό «οὔτε νῦν ἐπιστάμενος»: ἐπιστάμενος = γνωρίζει καλά (την τεχνική της ιππομαχίας), είναι εξασκημένος (να ιππεύει) «δίκην παρὰ τῶν ἀδικούντων λαμβάνειν»: δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ κάποιον, επιβάλλω ποινή σε κάποιον δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι από κάποιον «νόμους κεῖσθαι»: αναφέρεται στους νόμους για τους στρατεύσιμους. νόμος κεῖται (ως παθητικό του «τίθημι νόμον») = έχει τεθεί νόμος, έχει οριστεί, έχει θεσπιστεί νόμος, υφίσταται νομικό πλαίσιο για κάτι «ἢ ὑμᾶς συλλέγεσθαι»: συλλέγομαι = συγκεντρώνομαι, συνέρχομαι· εδώ αναφέρεται στη συγκέντρωση πολιτών πριν την εκστρατεία, στην επιστράτευση «Θαυμάζω δὲ»: θαυμάζω, εἰ (αιτιολογική πρόταση) = απορώ που, παραξενεύομαι επειδή θαυμάζω εἰ (πλάγια ερωτηματική πρόταση) = απορώ / παραξενεύομαι πώς «καταψηφίζεσθαι τούτου δειλίαν» = να καταδικάζετε αυτόν για δειλία (η αιτιατική πτώση ανάγει το αδίκημα σε αιτία της καταδίκης) καταψηφίζομαί τινος θάνατον = καταδικάζω κάποιον σε θάνατο (η αιτιατική πτώση δηλώνει την ποινή) Στα δικαστικά ρήματα (αἰτιῶμαι, γράφομαι, δικάζω, διώκω, καταγιγνώσκω, καταψηφίζομαι, κατηγορῶ, κρίνω, τιμωροῦμαι) συνήθως η γενική είναι της αιτίας ή του εγκλήματος ή της ποινής και η αιτιατική το αντικείμενο. π.χ. Ὁ Μέλητος ἐγράψατό με ἀσεβείας. «ἐν τοῖς ἱππεῦσιν ἀναφανῇ»: ἀναφαίνομαι = εμφανίζομαι· εδώ η πρόθεση «ἀνὰ» δηλώνει το ξαφνικό, το αναπάντεχο, την έκπληξη από το απρόσμενο της πράξης ως αποτελέσματος δειλίας ή θρασύτητας. «συγγνώμην ἔχω (τινὶ)» = συγχωρώ «Καὶ μὲν δὴ» = ασφαλώς, και βέβαια «οὐ μόνον …ἕνεκα… ἀλλ᾽ ἵνα καὶ…»: παρατακτική σύνδεση των δύο μερών με το ζεύγος «οὐ μόνον… ἀλλὰ καὶ…». Επιδοτική καταφατική σύνδεση, καθώς το δεύτερο μέρος από τα συμπλεκόμενα προβάλλεται ως πιο σημαντικό από το πρώτο. «ἀλλ᾽ ἵνα καὶ τοὺς ἄλλους τῶν ἀκοσμούντων σωφρονεστέρους ποιῆτε»: οι «ἀκοσμοῦντες», είναι οι πολίτες που παρουσιάζουν παραβατική συμπεριφορά, αυτοί που παρεκκλίνουν από τα επιτρεπτά όρια κοινωνικής συμπεριφοράς, ενώ οι «σωφρονέστεροι» είναι οι «καθώς πρέπει», οι πειθαρχημένοι, οι φρόνιμοι πολίτες. «ἵνα σωφρονεστέρους ποιῆτε» = για να να τους καταστήσετε περισσότερο συνετούς.