του Στράτου Τσαγκαρή
Τα τέσσερα αίτια του Αριστοτέλη ως εργαλεία λογικής- κριτικής σκέψης
Η ανάπτυξη και η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης αποτελεί διαχρονικά ένα από τα σημαντικότερα παιδαγωγικά ζητούμενα. Η αδυναμία ή έστω η δυσκολία των περισσότερων ανθρώπων να κρίνουν, να αποφασίσουν, να αξιολογήσουν και τελικά να πράξουν με γνώμονα την κριτική σκέψη, είναι ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα της εποχής μας, η οποία χαρακτηρίζεται από καταιγισμό των πληροφοριών και πληθώρα πληροφοριακών μέσων, αλλά ταυτόχρονα και την ευκολία πρόσβασης σε κάθε μορφή πληροφορίας και γνώσης, ακόμη και επιστημονικής, για καθετί που αποτελεί αντικείμενο του επιστητού.
Η κριτική σκέψη είναι η νοητική και συναισθηματική λειτουργία, κατά την οποία το άτομο αξιολογεί την αξιοπιστία των πληροφοριών και αποφασίζει τι να σκεφτεί ή τι να κάνει μέσω συλλογισμών που γίνονται με βάση όλα τα δυνατά στοιχεία που μπορεί να έχει στη διάθεσή του[1]. Συνεπώς, η κριτική σκέψη δεν είναι μόνο ένα εργαλείο πρόσβασης ή έστω προσέγγισης της θεωρητικής γνώσης, αλλά και ένα απαραίτητο μέσο του πρακτικού λόγου, ένα βοηθητικό όχημα που οδηγεί στην ηθική, στην πρακτική εφαρμογή των ατομικών κρίσεων. Γιατί, όταν η κριτική σκέψη αποκτά έναν μηχανιστικό τρόπο προσέγγισης της γνώσης, τότε και μόνον έχει ιδιαίτερη σημασία και αξία, όταν αποτελεί τη μήτρα των πρακτικών ενεργημάτων μας.
Η επιστημονική γνώση, όπως και κάθε άλλη γνώση, είναι αιτιακή γνώση. Δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει το “ότι”, όλα το “διότι”. Δεν μας αρκεί να εντοπίσουμε το “τι”, αλλά να εξηγήσουμε το “γιατί”. Η γνώση όμως δεν περιορίζεται μόνο στον επιστημονικό τομέα, αλλά σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Είναι απαραίτητη για τη θεωρητική σκέψη μας, αλλά και για τον πρακτικό βίο μας. Δεν αυξάνει μόνο τον όγκο και το εύρος του επιστητού, δεν καθορίζει απλώς την ποιότητα των γνώσεων που το αφορούν, αλλά επηρεάζει την αισθητική μας, υπαγορεύει, περιορίζει και καθορίζει τον πρακτικό βίο μας, και εν τέλει μάς ωθεί στη λήψη αποφάσεων, στην επιλογή συγκεκριμένων πρακτικών, στον ηθικό ή ανήθικο τρόπο ζωής.
“Γνωρίζουμε κάτι, μόνο όταν συλλάβουμε το “γιατί” του, τα αίτιά του” (Αριστοτέλης, Φυσικά, 1). Η αναζήτηση των αιτίων είναι δυνατόν να επιτευχθεί σε όλους τους κλάδους της επιστημονικής γνώσης, που αφορά τον φυσικό κόσμο και τον ανθρώπινο βίο, αλλά και θέματα πρακτικού βίου, την ηθική.
Όσον αφορά τη φύση, ο Αριστοτέλης την ορίζει ως : α) την υποκείμενη[2] πρωταρχική ύλη των όντων που έχουν μέσα τους μια αρχή κίνησης και μεταβολής και β) τη μορφή ενός όντος ή το είδος που συμφωνεί με τον ορισμό του[3].. Τα ζώα, τα φυτά, τα μέρη τους, τα απλά σώματα, όπως η η γη, η φωτιά, ο αέρας και το νερό υπάρχουν “φύσει” για τους παραπάνω λόγους. Αντίθετα, διαφέρουν από εκείνα που έχουν συσταθεί από τη φύση. Το καθένα από τα φυσικά όντα έχει μέσα του μια αρχή κίνησης και στάσης, άλλο όσον αφορά τον τόπο, άλλο όσον αφορά την αύξηση και τη μείωση και άλλο όσον αφορά τη μεταλλαγή. Ένα κρεβάτι, ένα φόρεμα ή κάτι άλλο είναι προϊόν τέχνης και δεν έχει καμιά έμφυτη τάση μεταβολής. Η φύση λοιπόν, είναι αρχή και αιτία της κίνησης (μεταβολής) και της στάσης σε εκείνα τα όντα, στα οποία ενυπάρχει κατά τρόπο άμεσο και σύμφωνο με την ίδια την ουσία τους – και όχι κατά συμβεβηκός (κατά περίσταση, κατά συνθήκη, κατά πώς συνέβη ή έτυχε)[4].
Τα τέσσερα αριστοτελικά αίτια
Για να φτάσουμε στη γνώση ενός πράγματος, είναι αναγκαία η αναζήτηση των αιτίων του (ύλη, μορφή, ποιητικό και τελικό αίτιο), σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο. Η αναζήτηση των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων σε συνδυασμό με τους κανόνες και τη μεθοδολογία της Λογικής, συμβάλλουν στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, καθώς αποτελούν έναν μόνιμο και σταθερό οδηγό αναζήτησης επαρκών απαντήσεων σε θέματα που σχετίζονται με την αλήθεια, την εγκυρότητα και τελικά την αξιολόγηση των απόψεων, των επιχειρημάτων και των ιδεών. Είναι ένα χρήσιμο παιδαγωγικό εργαλείο για την απαραίτητη στην εποχή μας ανάπτυξη του κριτικού στοχασμού, της κριτικής σκέψης, με δεδομένο ότι ο καταιγισμός πληροφοριών, η προσπάθεια χειραγώγησης της ελεύθερης βούλησης και σκέψης και ο προπαγανδιστικός λόγος έχουν κατακλύσει κυρίως το διαδίκτυο και επηρεάζουν με τρόπο άμεσο και δραστικό τον καθημερινό μας βίο.
Τα αριστοτελικά αίτια- έτσι όπως η θεωρία τους αναπτύσσεται στα Φυσικά, (Βιβλίο Β’)- είναι : η ύλη, η μορφή / το είδος, το ποιητικό αίτιο (η αρχή κάθε μεταβολής), το τελικό αίτιο[5] (το πιο σημαντικό).
Δεν γνωρίζουμε ένα πράγμα, λέει ο Αριστοτέλης, αν δεν συλλάβουμε πρώτα το “γιατί” του, το αίτιό του. Αίτιο κατά τον Αριστοτέλη είναι : α) το ενυπάρχον συστατικό από το οποίο γίνεται κάτι (λ.χ. ο χαλκός για τον ανδριάντα, ο άργυρος για το δοχείο και τα γένη αυτών των συστατικών), β) το είδος και το υπόδειγμα (παράδειγμα) ενός όντος. Πρόκειται για τον ορισμό του “τί ήταν να είναι” και για τα γένη του (λ.χ. για τη μουσική οκτάβα αίτιο είναι η αναλογία 2/1 και γενικότερα ο αριθμός), γ) αυτό από όπου προέρχεται η μεταβολή ή η ακινητοποίηση (η στάση) (λ.χ. αίτιος είναι αυτός που επιδίωξε κάτι, αίτιος του παιδιού είναι ο πατέρας και γενικότερα αυτό που κάνει κάτι να είναι αίτιο αυτού που γίνεται και αυτό που μεταβάλλει αυτού που μεταβάλλεται), δ) η έννοια του τέλους ( του σκοπού). Πρόκειται για αυτό χάριν του οποίου γίνεται κάτι (λ.χ. όταν λέμε ότι η υγεία είναι αίτιο του περιπάτου, στην ερώτηση γιατί κάποιος περπατάει , απαντάμε “για να έχει υγεία” και όλα όσα παρεμβάλλονται πριν το τέλος, σε μια διαδικασία που κινήθηκε από κάτι άλλο, όπως είναι λ.χ. το αδυνάτισμα, η κάθαρση , τα φάρμακα ή τα ιατρικά όργανα για την επίτευξη της υγείας)[6]
Ορισμένα παραδείγματα εφαρμογής των τεσσάρων αιτίων αποδεικνύουν τη σημασία τους στην προσέγγιση της γνώσης και στη διαμόρφωση μιας έγκυρης και αποδεικτικής δύναμης γνώμης.
1ο Παράδειγμα : Το υλικό (μάρμαρο, χαλκός, πέτρα κ.ά) είναι η ύλη ενός αγάλματος. Η μορφή που απεικονίζει (Ερμής, Απόλλωνας, Κολοκοτρώνης κλπ.) είναι η μορφή / το είδος του, ο γλύπτης / κατασκευαστής / τεχνίτης του αγάλματος είναι το ποιητικό αίτιο του αγάλματος και ο σκοπός, για τον οποίο φιλοτεχνήθηκε το άγαλμα (για λατρευτικούς, τιμητικούς, εορταστικούς κ.ά λόγους), είναι το τελικό αίτιο του αγάλματος.
2ο Παράδειγμα : Η χρήση των παραδειγμάτων στον προφορικό και στον γραπτό λόγο. Οι λέξεις που σχηματίζουν τα παραδείγματα είναι η ύλη. Το είδος των παραδειγμάτων (ιστορικά, καθημερινά, επίκαιρα κ.ά.) είναι η μορφή /είδος τους. Ο πομπός των παραδειγμάτων (συντάκτης κειμένου, συγγραφέας, ομιλητής κ.ά) είναι το ποιητικό αίτιο. Ο σκοπός, ο τελικός λόγος, για τον οποίο χρησιμοποιούνται τα συγκεκριμένα παραδείγματα είναι το τελικό αίτιο (σαφήνεια του λόγου, δημιουργία οικείου ύφους κ.ά).
3ο Παράδειγμα : Μια πράξη φιλανθρωπίας. Τα χρήματα, τα τρόφιμα, ο ρουχισμός που θα δοθεί σε έναν άπορο άνθρωπο είναι η ύλη της φιλανθρωπίας. Ο τρόπος με τον οποίο θα δοθούν, δηλαδή αν αυτό γίνει ως δωρεά, δανεισμός, αμοιβή εργασίας, είναι η μορφή της φιλανθρωπίας. Ο φορέας (άτομο, συλλογικότητα, οργανισμός, οργάνωση, σύλλογος κ.ά) είναι το ποιητικό αίτιο της φιλανθρωπίας. Ο σκοπός της φιλανθρωπίας είναι το τελικό αίτιο (ανιδιοτελής βοήθεια, επίδειξη, προβολή, διαφήμιση κ.ά).
4ο Παράδειγμα : Η πίστη στον Θεό. Η οντότητα, ο θεός (ανθρωπομορφικός, πνεύμα, ουσία, ορατός, αόρατος κ.ά) στον οποίο εναποθέτει την προστασία ή τη σωτηρία του ο πιστός είναι η ύλη. Η θρησκεία, ο τρόπος λατρείας του θεού, η τελετουργία που ακολουθεί ο πιστός είναι η μορφή / το είδος. Ο πιστός, οι οπαδοί μιας θρησκείας, τα μέλη μιας σέχτας είναι το ποιητικό αίτιο. Η σωτηρία της ψυχής, η προστασία από τα δεινά της ζωής, η υπόσχεση της μεταθανάτιας ζωής, ο οδηγός για έναν ηθικό τρόπο ζωής κ.ά. είναι το τελικό αίτιο της πίστης στον θεό.
Το σχήμα συνεπώς, για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης είναι : τί (ύλη) / πώς (μορφή /είδος) / ποιος ή τί (ποιητικό αίτιο) / γιατί -με ποιο σκοπό (τελικό αίτιο).
Ο εθισμός μέσα από την επίπονη παιδαγωγική διαδικασία στην αναζήτηση, επεξεργασία και ανάλυση των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη και καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, με σκοπό τη χρήση της σε κάθε περίσταση και σε κάθε συνθήκη.
5ο Παράδειγμα : Ένα πολιτικό άρθρο στο διαδίκτυο ή στον έντυπο τύπο. Το ίδιο το κείμενο με τις λέξεις, τις προτάσεις, τη γλώσσα του είναι η ύλη του άρθρου. Το ύφος γραφής (λόγιο, σοβαρό, χιουμοριστικό, λαϊκότροπο, λιτό, εξεζητημένο κ.ά) είναι η μορφή του. Ο αρθρογράφος (με τις πολιτικές θέσεις του, με τις ήδη γνωστές απόψεις του πάνω σε θέματα πολιτικής, την ιδεολογική του τοποθέτηση κλπ.) είναι το ποιητικό αίτιο του άρθρου. Ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει το άρθρο, αν δηλαδή θέλει να ενημερώσει, να πληροφορήσει, να σχολιάσει, να αναλύσει, να εξηγήσει, να θίξει, να καυτηριάσει, να λοιδωρήσει, να υποστηρίξει, να πολεμήσει κ.ά) είναι το τελικό αίτιο.
Όπως είναι επόμενο, η αποκάλυψη/ κατανόηση του τελικού αιτίου του άρθρου είναι καίριας σημασίας για τον αναγνώστη και το πιο σημαντικό ζητούμενο που προκύπτει από την ανάγνωσή του.
6ο Παράδειγμα : Ακούμε ή διαβάζουμε την άποψη : “Όλοι οι πρόσφυγες στη χώρα μας είναι εγκληματίες και πρέπει να απελαθούν”. Η ίδια η πρόταση με τις λέξεις με τις οποίες διατυπώνεται είναι η ύλη της. Η γενίκευση “όλοι οι πρόσφυγες” και το δεοντολογικό “πρέπει” σε συνδυασμό με την απαίτηση / προτροπή “να απελαθούν”, είναι η μορφή της άποψης. Ο πομπός του μηνύματος αυτού και της προτροπής αυτής είναι το ποιητικό αίτιο. (Στο σημείο αυτό έχει τεράστια σημασία να εξετάσουμε ποιος είναι ο πομπός του μηνύματος. Αν είναι δηλαδή ένας απλός άνθρωπος, ένας οπαδός πολιτικού φορέα ή κόμματος, ένας πολιτικός, ένας λειτουργός της Εκκλησίας, της Εκπαίδευσης του Κράτους κλπ.). Ο σκοπός του μηνύματος (δημιουργία κλίματος ξενοφοβίας, καλλιέργεια ρατσισμού, ακραία έκφραση προβληματισμού για ένα σοβαρό ανθρωπιστικό πρόβλημα κ.ά) είναι το τελικό αίτιο της άποψης.
Η Λογική
Η αναζήτηση των τεσσάρων και η συνακόλουθη προσέγγιση της γνώσης ενός αντικειμένου δημιουργούν τη βάση για την ανάπτυξη λογικών επιχειρημάτων, της Λογικής. Με βάση τα τέσσερα αίτια μπορούμε να αναπτύξουμε συλλογισμούς (αποδεικτικά επιχειρήματα) που να είναι έγκυροι και αληθείς, άρα λογικά ορθοί και κατά συνέπεια λογικά αποδεκτοί.
Η Λογική είναι πνευματικό δημιούργημα του Αριστοτέλη. Δεν αποτελεί επιστήμη, γιατί δεν έχει συγκεκριμένο αντικείμενο μελέτης. Είναι ένα σύνολο κανόνων, καθολικής ισχύος, με το οποίο σκεφτόμαστε, συνεννοούμαστε και επιχειρηματολογούμε, όταν εξετάζουμε οποιοδήποτε γνωστικό πεδίο[7]. Η σωστή χρήση της γλώσσας είναι απαραίτητη εδώ για τη σωστή λειτουργία της σκέψης.
Στην απλή πρόταση “Ο Σωκράτης είναι φιλόσοφος” , η λέξη “Σωκράτης” δηλώνει κάτι ατομικό (ένας είναι ο Σωκράτης) και η λέξη “φιλόσοφος” δηλώνει κάτι γενικό (πολλοί είναι αυτοί που είναι ή νομίζουν ότι είναι φιλόσοφοι). Η Λογική διδάσκει την τέχνη της επιστημονικής έρευνας, της γνώσης, της απόδειξης[8]
Οι προτάσεις λοιπόν, συνδέουν συνήθως ένα ατομικό υποκείμενο με ένα γενικό κατηγορούμενο. Ο Αριστοτέλης πιστεύει πως η στοιχειώδης λειτουργία της σκέψης συνίσταται στην απόδοση μιας ιδιότητας, μιας γενικής δηλαδή έννοιας σε ένα άτομο. Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η πραγματικότητα αποτελείται από δύο κατηγορίες όντων, τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ζώα και πράγματα που μας περιτριγυρίζουν, όπως ο Σωκράτης (ο Αριστοτέλης τα ονομάζει όλα αυτά “καθ έκαστον”) και το σύνολο των χαρακτηριστικών και των ιδιοτήτων που αποδίδουμε σε αυτές τις ατομικές οντότητες, λέγοντας λ.χ. ότι ο Σωκράτης είναι άνθρωπος, φιλόσοφος, Αθηναίος, κ.ο.κ. (ο Αριστοτέλης αυτά τα ονομάζει “καθόλου”)[9]
Συνεπώς η γλώσσα χρησιμοποιεί υποκείμενα και κατηρορούμενα, η σκέψη λειτουργεί με ατομικές και με γενικές έννοιες και η πραγματικότητα αποτελείται από “καθ’ έκαστον” και “καθόλου”. Για να υπάρξουν όμως φιλόσοφοι, πρέπει πρώτα να έχουν υπάρξει άνθρωποι σαν τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Χαρακτηρίζουμε φιλοσόφους μία ομάδα συγκεκριμένων ανθρώπων που συμπεριφέρονται και σκέφτονται με έναν τρόπο, που μας φαίνεται ενιαίος. Ο φιλόσοφος είναι μία έννοια που συλλαμβάνουμε με τη σκέψη μας και την αποδίδουμε σε κάποια πρόσωπα. Μόνο τα “καθ έκαστον”, τα συγκεκριμένα αισθητά πράγματα και πρόσωπα που συναντάμε στην καθημερινή μας ζωή είναι “ουσίες”. Οι γενικές έννοιες, τα “καθόλου” χρειάζονται τα “καθ έκαστον”, για να υπάρξουν, όπως στη γλώσσα χρειάζονται τα υποκείμενα, για να σταθούν[10].
Η “ουσία” είναι η κυριότερη από τις “κατηγορίες” της αριστοτελικής λογικής. Οι μόνες αυθύπαρκτες οντότητες, οι μόνες “ουσίες”, είναι τα ατομικά, αισθητά πρόσωπα και πράγματα. Αντίθετα, οι πλατωνικές Ιδέες δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό βασίλειο του όντος. Για τον Αριστοτέλη είναι απλώς ιδιότητες των πραγμάτων, γενικές έννοιες που αποδίδονται σε ατομικές ουσίες, κατηγορήματα που αποδίδονται σε υποκείμενα. Κάθε ατομική ουσία είναι σύνθεση “μορφής” και “ύλης” : η μορφή του Σωκράτη είναι οι γενικές του ουσιαστικές ιδιότητες αυτές που τον καθορίζουν : το ότι είναι άνθρωπος, το ότι είναι φιλόσοφος. Η “ύλη” του είναι ό,τι τον εξατομικεύει : το ότι έχει αυτή τη σάρκα και αυτά τα οστά, το ότι η μύτη του είναι χαρακτηριστική, το ότι γεννήθηκε στο συγκεκριμένο χώρο και τη συγκεκριμένη στιγμή από τους συγκεκριμένους γονείς, το ότι είναι δάσκαλος του Πλάτωνα κ.ο.κ
Μία πρόταση μας δίνει πάντοτε μία πληροφορία σωστή ή λανθασμένη. Το είδος της παρεχόμενης πληροφορίας προσδιορίζεται από τις δέκα αριστοτελικές κατηγορίες[11] : υπόσταση (ουσία), ποσότητα, ποιότητα, αναφορά, χώρος, χρόνος, κείσθαι, έχειν (σχέση), ποιείν, πάσχειν.
Σε μία πρόταση, όπως “ο Σωκράτης έζησε στην Αθήνα του πέμπτου αιώνα προ Χριστού”, αποδίδονται στον Σωκράτη προσδιορισμοί, κατηγορήματα που ανήκουν στις κατηγορίες του “πάσχειν” (έζησε), του τόπου (στην Αθήνα) και του χρόνου (του 5ου αιώνα προ Χριστού). Έχει υποστηριχθεί ότι οι εσωτερικές κατηγορίες αντιστοιχούν στα γραμματικά γένη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας- και μάλλον αυτό είναι σωστό.
Επιστήμη λοιπόν, όπως και κάθε άλλο πεδίο γνώσης, ονομάζουμε ένα σύστημα προτάσεων που αναφέρεται σε μία περιοχή της πραγματικότητας. Kάποιες προτάσεις έχουν τον ύψιστο βαθμό γενικότητας, διατυπώνουν τις πρώτες αρχές ή τους γενικούς νόμους κάθε επιστημονικού κλάδου και έχουν απόλυτη ισχύ. Xωρίς αυτές, είναι αδύνατη η επιστήμη. Aν δεν ορίσουμε τι είναι αριθμός, δεν μπορούμε να κάνουμε αριθμητική. Xωρίς τους νόμους του Νεύτωνα δεν μπορεί να υπάρξει η νευτώνεια φυσική.
Έργο της Λογικής είναι προπάντων να διαγνώσει τη σωστή σχέση γενικού και μερικού[12]. Ξεκινώντας από τις πρώτες αρχές, μπορούμε να φτάσουμε με τον κατάλληλο τρόπο στις υπόλοιπες προτάσεις της επιστήμης, της γνώσης, που είναι πλέον πιο ειδικές και αναφέρονται σε συγκεκριμένες πλευρές της πραγματικότητας. Η μετάβαση από τις γενικότερες προτάσεις στις ειδικότερες γίνεται με έναν μηχανισμό που ονομάζεται “αποδεικτικός συλλογισμός”. Ο συλλογισμός είναι ίσως η μεγαλύτερη ανακάλυψη του Αριστοτέλη.
Το βασικό χαρακτηριστικό της επιστήμης, αυτό που την διακρίνει από κάθε άλλη μορφή γνώσης, είναι ότι καταλήγει στο συμπέρασμα με έναν απολύτως ασφαλή τρόπο το γεγονός ότι χρησιμοποιεί αποδείξεις[13]. Επιστημονική απόδειξη σημαίνει έκθεση των λόγων για τους οποίους είναι έγκυρος κάποιος συλλογισμός.[14]”Καθώς στο Γενικό η ιδέα είναι το αληθινό είναι συνάμα είναι και η αιτία του γίγνεσθαι, δηλαδή εκείνο από το οποίο και δια μέσου του οποίου θα γίνει κατανοητό και θα ερμηνευθεί το μερικό, αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις. Έργο της επιστήμης είναι να παρουσιάσει τον τρόπο με τον οποίο από το γενικό, που γίνεται γνωστό με την έννοια, συνάγεται το μερικό, που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις[15]”.
“Συλλογισμός είναι ένα είδος λόγου, όπου, όταν πέφτουν ορισμένα πράγματα, κάτι άλλο από αυτά που έχουν τεθεί, ακολουθεί κατ’ ανάγκη εξαιτίας αυτών ακριβώς που έχουν τεθεί” (Τοπικά, 100a_25-27).
“Ονομάζω απόδειξη τον επιστημονικό συλλογισμό, και επιστημονικό συλλογισμό αυτόν τον συλλογισμό δια μέσου του οποίου αποκτούμε έγκυρη γνώση” (Αναλυτικά Ύστερα, 71b_18-19).
Υποθέστε ότι κάποιος σας δείχνει το βιβλίο που διαβάζετε αυτή τη στιγµή λέγοντας: «το βιβλίο αυτό είναι βαρετό». Στην ερώτησή σας γιατί είναι βαρετό, απαντά λέγοντας: «γιατί είναι φιλοσοφικό βιβλίο, και όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά». Εσείς µπορείτε να συµφωνείτε ή να διαφωνείτε µε τον ισχυρισµό του, δεν µπορείτε όπως να αµφισβητήσετε ότι ο άνθρωπος αυτός σας µίλησε λογικά, προσπάθησε δηλαδή να υποστηρίξει τη θέση του µε έναν σωστό τρόπο.
“Στην ουσία χρησιµοποίησε έναν αριστοτελικό «συλλογισµό», ένα σύστηµα δηλαδή τριών συνδεόµενων προτάσεων :
1η πρόταση: «Όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά»
2η πρόταση: «Το βιβλίο αυτό είναι φιλοσοφικό βιβλίο»
3η πρόταση: «Το βιβλίο αυτό είναι βαρετό».
Στον ορθό συλλογισµό, η 3η πρόταση –το «συµπέρασµα»– προκύπτει κατ’ ανάγκην από τις δύο πρώτες προτάσεις – τις «προκείµενες» του συλλογισµού. Αν ισχύουν δηλαδή οι προκείµενες, δεν µπορεί παρά να ισχύει και το συµπέρασµα. Ακόµη κι αν δεν γνωρίζατε την ακριβή σηµασία των λέξεων «βαρετό» και «επιστηµονικό βιβλίο», στην υποθετική περίπτωση που τα ελληνικά σας ήταν µέτρια, και πάλι θα αναγνωρίζατε ότι αυτός που σας µίλησε σας µίλησε λογικά, αφού το συµπέρασµά του προκύπτει από τις προκείµενες.
Τότε βέβαια ο συλλογισµός του θα ήταν κάπως έτσι:
1η πρόταση: «Όλα τα Α είναι Β»
2η πρόταση: «Το Γ είναι A»
3η πρόταση: «Το Γ είναι B».
Οι τρεις αυτές προτάσεις, µολονότι περιέχουν σύµβολα που µας θυµίζουν την αφηρηµένη γλώσσα των µαθηµατικών, αποτελούν και πάλι έναν έγκυρο συλλογισµό. (Ας επισηµάνουµε µάλιστα ότι ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που χρησιµοποίησε τα γράµµατα του αλφαβήτου ως σύµβολα στη Λογική του, ικανοποιώντας ένα κριτήριο πνευµατικής οικονοµίας και καθολικότητας). Στους συλλογισµούς λοιπόν, περισσότερη σηµασία έχει η κατασκευή των προτάσεων, ο τρόπος σύνδεσής τους, και λιγότερο οι πληροφορίες που µας δίνουν για τα πράγµατα (το εµπειρικό τους περιεχόµενο).
Από τις δύο προκείµενες, η πρώτη («όλα τα φιλοσοφικά βιβλία είναι βαρετά», «όλα τα A είναι B») είναι πρόταση γενική, θυµίζει τους γενικούς νόµους της επιστήµης για τους οποίους µιλούσαµε. Δώσαµε λοιπόν µια εξήγηση ενός γεγονότος –γιατί το βιβλίο αυτό είναι βαρετό– συνδέοντάς το µέσω ενός συλλογισµού µε µια γενική αρχή, που θεωρήσαµε αποδεκτή. Κάτι παρόµοιο πρέπει να φανταστούµε ότι κάνει και ο επιστήµονας. Αν πέσω από τον πύργο της Πίζας θα φθάσω στο έδαφος σε 5 δευτερόλεπτα, γιατί και στη δική µου περίπτωσή ισχύει ο νόµος της ελεύθερης πτώσης του Γαλιλαίου. Αντιστοίχως ο γεωµέτρης θα αποδείξει ότι το άθροισµα των γωνιών ενός τριγώνου είναι 2 ορθές, εξάγοντας το ζητούµενο από πιο γενικά θεωρήµατα (από τον ορισµό του τριγώνου, από τα θεωρήµατα για την ισότητα των γωνιών)”[16].
Πώς όμως, φτάνουμε στη γνώση των πρώτων αρχών ; “Με τον συλλογισµό µεταβαίνουµε από το γενικό στο ειδικό, ενώ τώρα θέλουµε να δούµε πώς κάποιος φθάνει ακριβώς στη σύλληψη του γενικού. H µέθοδος αυτή ονοµάστηκε από τον Αριστοτέλη «επαγωγή». Επαγωγή, λέει ο Αριστοτέλης, είναι η «ἔφοδος» από τα «καθ’ έκαστον» στα «καθόλου» (Τοπικά 105a14) – η «ἔφοδος», δηλαδή η γρήγορη µετάβαση, από το επιµέρους στο καθολικό. Με την επαγωγή ο ερευνητής και ο φιλόσοφος ξεκινούν από τα περίπλοκα και ανοµοιογενή δεδοµένα της εµπειρίας του και καταφέρνουν να τα τιθασεύσουν ανακαλύπτοντας πίσω από αυτά γενικούς νόµους και αρχές.
H επιστηµονική λοιπόν γνώση περιλαµβάνει δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο ο επιστήµων λειτουργεί ερευνητικά και επαγωγικά”[17]. Ιδιαίτερα χρήσιµες και διαφωτιστικές θα αποδειχθούν και οι προϋπάρχουσες κοινές αντιλήψεις για οποιοδήποτε θέµα, η συσσωρευµένη παλαιότερη γνώση, η πείρα του κοινού νου (τα λεγόµενα «ένδοξα»). Αλλά και η ίδια η γλώσσα κρύβει πολύτιµα µυστικά, αφού, όπως είδαµε, συνδέεται άρρηκτα µε τη σκέψη και την πραγµατικότητα. Αν, για παράδειγµα, κάποιος θέλει να µελετήσει την ανθρώπινη ψυχή, θα πρέπει να παρατηρήσει συστηµατικά την συµπεριφορά των ανθρώπων γύρω του, θα πρέπει όµως να αντλήσει στοιχεία και από τις αντιλήψεις της εποχής του για την ψυχή, όπως και από τον τρόπο που µιλάνε οι άνθρωποι για την ψυχή και τα ψυχικά φαινόµενα. Σε κάθε περίπτωση, ο επιστήµων δεν έχει το δικαίωµα να παραβλέψει τα εµπειρικά δεδοµένα.
O συστηµατικός παρατηρητής έχει ένα καλό υλικό στα χέρια του, δεν είναι όµως ακόµη “επιστήµων”. H επιστήµη και η φιλοσοφία είναι σύλληψη του καθολικού, και η συλλογή δεδοµένων δεν οδηγεί αυτοµάτως στις πρώτες αρχές. Απαιτείται ένα διανοητικό άλµα, η µετάβαση από τα πολλά και πολύµορφα στα λίγα και καθολικά, όπου δοκιµάζεται η κριτική ικανότητα και η φαντασία του ερευνητή. Το άλµα αυτό ο Αριστοτέλης το αποδίδει στη δηµιουργική ικανότητα του ανθρώπινου νου”[18].
Από την αίσθηση δηµιουργείται η µνήµη, και από την επαναλαµβανόµενη µνήµη του ίδιου πράγµατος η εµπειρία. Γιατί οι πολυάριθµες µνήµες διαµορφώνουν µία εµπειρία. Από την εµπειρία τώρα, δηλαδή από την ολότητα του καθόλου που ακινητοποιείται στην ψυχή – το ένα σε σχέση µε τα πολλά, αυτό που ίδιο ενυπάρχει µέσα σε όλα εκείνα τα πολλά δηµιουργείται η αρχή της τέχνης και της επιστήµης… Είναι λοιπόν φανερό ότι κατ’ ανάγκην γνωρίζουµε τις πρώτες αρχές δια της επαγωγής. Γιατί η αίσθηση µε τον τρόπο αυτόν δηµιουργεί µέσα µας το καθολικό (Αναλυτικά ύστερα 100a4 κ.ε).
Άλλοτε όµως η µετάβαση θα γίνει ακαριαία, µε ένα άλµα της φαντασίας, που ο Αριστοτέλης το θεωρεί δείγµα «αγχίνοιας»:
Η «αγχίνοια» είναι µια µορφή ευστοχίας στον εντοπισµό του µέσου όρου [ενός συλλογισµού] που συντελείται «εν ασκέπτω χρόνω». Έχοντας, λ.χ., κάποιος δει ότι η Σελήνη έχει πάντοτε το φωτισµένο τµήµα της προς τον ήλιο, κατάλαβε ταχύτατα γιατί συµβαίνει αυτό, ότι δηλαδή παίρνει το φως της από τον Ήλιο (Αναλυτικά Ύστερα, 89b10 κ.ε).
“Το σίγουρο είναι ότι ο επιστήµονας γενικεύει, ότι λειτουργεί επαγωγικά. Όλες όµως οι γενικεύσεις δεν είναι κατ’ ανάγκην σωστές. Οι πρώτες αρχές της επιστήµης πρέπει να είναι αληθείς και αναγκαίες, και επιπλέον να µπορούν να εξηγήσουν την ολότητα των φαινοµένων του σχετικού κλάδου (να είναι «αίτια»).
Στο δεύτερο λοιπόν στάδιο της επιστηµονικής διαδικασίας θα κριθεί η αλήθεια και η επάρκεια των πρώτων αρχών. O επιστήµονας θα χρησιµοποιήσει τις πρώτες αρχές για να διατυπώσει συλλογισµούς, που θα εξηγούν και θα ταξινοµούν τα επιµέρους φαινόµενα που έχει ήδη συγκεντρώσει. Αν οι πρώτες αρχές είναι κατάλληλες, θα αποτελέσουν το θεµέλιο για την οικοδόµηση του συστήµατος των προτάσεων της συγκεκριµένης επιστήµης”[19].
Συνεπώς, η αναζήτηση των γενικών αρχών μέσω της επαγωγικής σκέψης και η κατασκευή επιχειρημάτων (συλλογισμών / αποδείξεων) για την υποστήριξη αυτών των γενικών αρχών, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης.
Για να κατασκευάσουμε ένα επιχείρημα (έναν συλλογισμό) χρειαζόμαστε τουλάχιστον μια προκείμενη πρόταση, η οποία θα αποτελεί τη λογική βάση, ώστε να καταλήξουμε σε μια συμπερασματική πρόταση, ένα συμπέρασμα.
π.χ. Όλοι οι Έλληνες είναι άνθρωποι
Άρα, ο Νίκος είναι άνθρωπος.
Όσο πιο πολλές προκείμενες χρησιμοποιούμε, τόσο πιο σύνθετος είναι ο συλλογισμός μας :
Οι Έλληνες είναι Ευρωπαίοι
Ο Νίκος είναι Έλληνας
Άρα, ο Νίκος είναι Ευρωπαίος.
ή
Μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος.
Μου αρέσουν πολύ οι ταινίες με σκηνές βίας.
Οι πολεμικές ταινίες περιέχουν πολλές σκηνές βίας.
Η ταινία “Αποκάλυψη Τώρα” είναι μια πολεμική ταινία.
Άρα, η ταινία “Αποκάλυψη Τώρα” μου αρέσει πολύ.
Οι παραπάνω συλλογισμοί ονομάζονται Παραγωγικοί, γιατί από μια γενική αρχή καταλήγουμε σε ένα πιο ειδικό / μερικό συμπέρασμα, από το σύνολο εξάγουμε συμπέρασμα για τα επιμέρους.
Όταν ο νους ακολουθεί ακριβώς αντίστροφη πορεία, δηλαδή από τα επιμέρους στο γενικό συμπέρασμα, απο τα συγκεκριμένα στα γενικά, τότε ο συλλογισμός είναι Επαγωγικός. Η έρευνα εδώ ξεκινά από το μερικό που είναι δεδομένο στην αισθητηριακή αντίληψη και από τις τρέχουσες απόψεις της κοινής αντίληψης ένδοξον για να βρει το γενικό από το οποίο ύστερα αποδεικνύεται και ερμηνεύεται το μερικό [20]
Παράδειγμα επαγωγικού συλλογισμού είναι ο ακόλουθος :
Η τίγρης, το λιοντάρι και η λεοπάρδαλη είναι ζώα της ζούγκλας
Η τίγρης, το λιοντάρι, η λεοπάρδαλη είναι θηλαστικά ζώα.
Άρα, τα ζώα της ζούγκλας είναι θηλαστικά.
ή
Τα μαθηματικά, η φυσική, η χημεία και η βιολογία είναι μαθήματα θετικών σπουδών.
Από μικρός απεχθανόμουν τα παραπάνω μαθήματα.
Άρα, και σήμερα απεχθάνομαι τα μαθήματα των θετικών σπουδών.
Και ακόμη δύο, πιο σύνθετα, παραδείγματα :
Τα μήλα, τα πορτοκάλια και τα ακτινίδια είναι φρούτα.
Τα φρούτα είναι πλούσια σε βιταμίνες.
Οι βιταμίνες είναι απαραίτητες για την καλή υγεία του ανθρώπου.
Άρα, τα φρούτα είναι απαραίτητα για την καλή υγεία του ανθρώπου
και
Η ταινία “Αποκάλυψη Τώρα” είναι μια αντιπολεμική ταινία.
Η ταινία “Full Metal Jacket” είναι και αυτή μια πολεμική ταινία.
Οι ταινίες αυτές δραματοποιούν τη φρίκη του πολέμου και μεταδίδουν αντιπολεμικά μηνύματα.
Άρα, υπάρχουν κινηματογραφικές αντιπολεμικές ταινίες.
Πώς όμως κατασκευάζουμε ένα επιχείρημα ; Αρχικά, θα πρέπει να είμαστε σίγουροι για το συμπέρασμα, στο οποίο θέλουμε να καταλήξουμε. Σκεφτόμαστε δηλαδή,πρώτα τον σκοπό του συλλογισμού μας, τί θέλουμε να αποδείξουμε, τον λόγο κατασκευής του επιχειρήματός μας. Στη συνέχεια σκεφτόμαστε μια γενική αρχή που να ισχύει για όλους τους ανθρώπους, για όλες τις περιπτώσεις, σε όλες τις περιστάσεις, σε όλες τις συνθήκες, σε όλες τις εποχές, σε όλες τις κοινωνίες κ.ο.κ. Υπάρχει βέβαια περίπτωση (η πιο πιθανή), η γενική αρχή να μην ισχύει για το σύνολο, αλλά για ένα μέρος του συνόλου, για ορισμένες περιπτώσεις, περιστάσεις, χρονικές στιγμές κ.ο.κ. Όσο μεγαλύτερη εφαρμογή έχει η γενική αρχή που έχουμε επιλέξει. τόσο πιο έγκυρος είναι ο συλλογισμός μας και τόσο πιο ασφαλώς καταλήγουμε σε ένα λογικά ορθό συμπέρασμα.
π.χ. Οι άνθρωποι της νύχτας είναι επικίνδυνοι.
Ο Γιώργος είναι άνθρωπος της νύχτας.
Άρα, ο Γιώργος είναι επικίνδυνος.
Ο συλλογισμός είναι έγκυρος, γιατί οδηγούμαστε με λογική αναγκαιότητα στο συμπέρασμα (δεν μπορεί να προκύψει κανένα άλλο συμπέρασμα, αν υπάρχουν οι συγκεκριμένες προκείμενες), αλλά δεν είναι αληθής, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται την νύχτα ή διασκεδάζουν τη νύχτα και δεν είναι καθόλου επικίνδυνοι.
π.χ. Πολλοί άνθρωποι της νύχτας είναι επικίνδυνοι.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που εργάζονται τη νύχτα.
Οι άνθρωποι που εργάζονται τη νύχτα δεν είναι επικίνδυνοι.
Ο Γιώργος εργάζεται ως νυχτερινός φύλακας σε εργοστάσιο.
Άρα, ο Γιώργος δεν είναι επικίνδυνος.
Το πρώτο βήμα συνεπώς, για την κριτική σκέψη είναι η διερεύνηση των “τεσσάρων αιτίων” για κάθε γνωστικό ή επιστημονικό δεδομένο. Το δεύτερο, απαραίτητο, βήμα είναι η υποστήριξη μιας αξιολογικής κρίσης (μιας πρότασης- προϊούσης της κριτικής σκέψης) με την κατασκευή επιχειρημάτων, δηλαδή συλλογισμών, που θα είναι αναγκαίο να αποδεικνύουν την ορθότητα της συγκεκριμένης επιλογής και να αναδεικνύουν το κύρος της. Δεν είναι αρκετό λοιπόν, να διατυπώνεται απλώς μια αξιολογική κρίση- αρνητική ή θετική- για οτιδήποτε, αλλά θα πρέπει, είτε η θετική κρίση να υποστηρίζεται με επιχειρήματα, είτε η αρνητική κρίση να αντικαθίσταται από άλλες, υπέρτερης ισχύος, αξιολογικές κρίσεις.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Βασίλης Κάλφας, Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη
2. Windelband Wilhelm- Heimsoeth Heinz, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, εκδ. ΜΙΕΤ, 1985, Τόμος Α’
3. Αριστοτέλης, Φυσικά, Εισαγωγή, μετάφραση, επιμέλεια : Β. Κάλφας, εκδ. Νήσος, 2015
4. Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, εκδ. Κάκτος, Βιβλία Α’-Δ’
5.Αριστοτέλης : Άπαντα (27ος Τόμος), Όργανον 5 : Αναλυτικών Ύστερων Α’ και Β’, εκδ. Κάκτος
6. Αριστοτέλης : Άπαντα (25ος Τόμος), Όργανον 3 : Τοπικών Ζ”, Η”, Θ”- Περί σοφιστικών ελέγχων, εκδ. Κάκτος
7. Βασίλειος Μπετσάκος, Αριστοτέλης, εκδ. Αρμός, 2013
[1] https://tvxs.gr/news/paideia/ti-einai-kai-pos-kalliergeitai-i-kritiki-skepsi
[2] Τα φυσικά (φύσει) όντα είναι ουσίες, γιατί έχουν αυτοδύναμη χωρίς τη μη αναγώγιμη ύπαρξη. Τα φυσικά όντα ως ουσίες αποτελούν “υποκείμενο”, με την έννοια αυτού που δέχεται κατηγορήματα, χωρίς το ίδιο να μπορεί να αποτελέσει κατηγόρημα άλλου πράγματος.
Το υποκείμενο έχει εδώ τη συνηθισμένη αριστοτελική έννοια της ύλης, εκείνου δηλαδή που υπό- κειται στις αλλαγές. Συνεπώς και στη γλώσσα υποκείμενο είναι εκείνο το πρόσωπο, το ζώο ή το πράγμα που κάνει κάτι, παθαίνει κάτι ή βρίσκεται σε μια κατάσταση, δηλαδή δέχεται αλλαγές, μεταβάλλεται.
[3] Αριστοτέλη, Φυσικά, 193a-30
[4] Αριστοτέλη, Φυσικά, 192b_8-25
[5] Τελικό αίτιο ή τελικό αναγκαστικό αίτιο ονομάζουμε εκείνο που ταυτόχρονα αποτελεί αίτιο και σκοπό ενός πράγματος. Εκείνο που, για να εκπληρώσει έναν σκοπό, αναγκαστικά πρέπει να αποτελέσει το αίτιο που θα οδηγήσει στον σκοπό του. Με απλά λόγια εκείνο, του οποίου η αιτία αποτελεί συνάμα και τον σκοπό του. Π.χ. τελικό αίτιο της ζωής είναι η τροφή. Για να επιβιώσει ένας οργανισμός, πράγμα που αποτελεί σκοπό του, είναι αναγκαία η τροφή του, δηλαδή το αναγκαστικό αίτιο της τροφής θα οδηγήσει στην εκπλήρωση του σκοπού του, δηλαδή να ζήσει.
[6] Φυσικά, 194b_16-35
[7] Β. Κάλφας, Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, σελ. 39
[8] Windelband Wilhelm- Heimsoeth Heinz, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, εκδ. ΜΙΕΤ, 1985, Τόμος Α’, σελ. 153
[9] ο.π.
[10] ο.π. σελ. 40
[11] Αντίστοιχα για τον Καντ οι “κατηγορίες” είναι δώδεκα :
α. Οι αναφερόμενες σε ΠΟΣΟΤΗΤΑ.
Είναι η Ενότητα, η Πολλαπλότητα και η Ολικότητα
β. Οι αναφερόμενες σε ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Είναι η Πραγματικότητα, η Άρνηση και ο Περιορισμός
γ. Οι αναφερόμενες σε ΣΧΕΣΗ
Ουσία-Τυχαίο γεγονός, Αιτία-Αποτέλεσμα, Αμοιβαιότητα
δ. Οι αναφερόμενες σε ΤΡΟΠΟ
Δυνατόν ή Αδύνατον, Είναι ή Μη είναι, Τύχη ή Αναγκαιότητα
[12] Windelband Wilhelm- Heimsoeth Heinz, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, εκδ. ΜΙΕΤ, 1985, Τόμος Α’, σελ. 154
[13] Β. Κάλφας, Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, σελ. 41
[14]Windelband Wilhelm- Heimsoeth Heinz, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, εκδ. ΜΙΕΤ, 1985, Τόμος Α’, σελ. 155
[15] Β. Κάλφας, Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, σελ. 41
[16] ο.π. σελ. 41-42
[17] ο.π. σελ. 43
[18] ο.π. σελ. 44
[19] ο.π. σελ. 45
[20] Windelband Wilhelm- Heimsoeth Heinz, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, εκδ. ΜΙΕΤ, 1985, Τόμος Α’, σελ. 158