του Στράτου Τσαγκαρή
Ένα από τα συμπτώματα της οικονομικής κρίσης που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια είναι η ηθική κατάπτωση ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας. Είναι γνωστό από διάφορες επιστημονικές μελέτες ότι η οικονομική ευμάρεια οδηγεί συνήθως τον άνθρωπο σε μια ανάλογη ηθική εξέλιξη. Αντίστοιχα, η φτώχεια, η οικονομική εξαθλίωση, η ανεργία, η διαρκής αγωνία για το αύριο που κατατρύχει πολλούς ανθρώπους γύρω μας οδηγούν, άλλοτε σταδιακά, και άλλοτε ραγδαία, σε μια ηθική εξαθλίωση που εκδηλώνεται ποικιλότροπα και πολύ συχνά ύπουλα και υποδόρια.
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος έχει τονίσει στο δοκίμιό του «Τεχνική Πρόοδος» (από το βιβλίο του «Πρακτική Φιλοσοφία», 1965) ότι «η ευημερία, ως συνώνυμο της ευπορίας στα υλικά μέσα της ζωής, της υγείας, και της μόρφωσης, επιδρά ευεργετικά απάνω στο χαρακτήρα των ατόμων και των λαών». Πράγματι, είναι πολύ εύκολο, αν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά γύρω μας, να διαπιστώσουμε ότι ο άνθρωπος που δεν είναι σκλαβωμένος στα δεσμά της φτώχειας και της ανέχειας, απολαμβάνει μια ζωή απαλλαγμένη από συμπλέγματα κατωτερότητας για το συνάνθρωπό του ή από αρνητικά συναισθήματα, όπως η ζηλοφθονία και το μίσος. Χαίρεται τη ζωή του με το δικό του τρόπο, με βάση την ιδιοσυγκρασία, τη μόρφωση και τη γενικότερη παιδεία του ορίζοντας ο ίδιος κανόνες ηθικής συμπεριφοράς, που όταν δεν εδράζονται στην οικονομική του ευμάρεια, αλλά πηγάζουν από την ηθική του κατάρτιση, είναι απολύτως αποδεκτοί και σεβαστοί.
Τι εννοούμε όμως, μιλώντας για την ηθική ενός ατόμου ; Σε γενικές γραμμές αναφερόμαστε στον τρόπο συμπεριφοράς που έχει συνηθίσει να επιδεικνύει και να εκδηλώνει μέσα στο κοινωνικό σύνολο, όπου είναι ενταγμένος. Κάθε κοινωνία διαμορφώνει τους δικούς της ηθικούς κανόνες και συμπαρασύρει τα μέλη της στο σεβασμό τους, για να πετύχει τη συνοχή και την ευημερία της. Με άλλα λόγια, η ατομική ηθική καθορίζεται και σε καμία περίπτωση δεν είναι ανεξάρτητη από την κοινωνική ηθική. Κάθε άνθρωπος ζει και λειτουργεί ως μέλος ενός κοινωνικού συνόλου σεβόμενος τους κανόνες και τις αρχές που αυτό υπαγορεύει. Αυτό δε σημαίνει πως οι κανόνες αυτοί λειτουργούν απολύτως δεσμευτικά για το άτομο, αλλά αντιθέτως δίνουν τα περιθώρια στο άτομο να επηρεάσει ή να διαμορφώσει εντέλει κοινωνικούς κανόνες, αρχές ή νόμους με τη σύννομη δράση και την ξεχωριστή προσωπικότητα που ενδεχομένως διαθέτει. Οπωσδήποτε όμως, η ηθική του πρέπει να σέβεται και να τηρεί τους κανόνες της κοινωνίας του.
Ο οικονομικά ανεξάρτητος άνθρωπος λοιπόν, ο απελευθερωμένος από το καθημερινό άγχος της επιβίωσης, που έχει λύσει τα βασικά βιοποριστικά του προβλήματα, είναι σε θέση να στραφεί προς άλλες δραστηριότητες, που, εφόσον διαθέτει την απαραίτητη και κατάλληλη πνευματική και συναισθηματική καλλιέργεια, μπορούν να τον εξελίξουν ηθικά. Εννοώ πως εκείνος που νιώθει μια οικονομική αυτάρκεια τέτοια, έστω υποκειμενική, ώστε να μην αναζητά μόνον στην απόκτηση των υλικών αγαθών την προσωπική επιτυχία και κατ’ επέκταση ευτυχία, έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να εξελιχθεί και να προοδεύσει ηθικά, σε σύγκριση με εκείνον που ξοδεύεται στην κάλυψη των βιοποριστικών βασικών αναγκών του και αναγκάζεται ενδεχομένως να εργάζεται πολλές ώρες την ημέρα ή να σπαταλά πολύ χρόνο αναζητώντας μια δουλειά ή να ταλανίζεται όντας άνεργος από τα συμπτώματα της ανεργίας του.
Είναι βέβαιο πως η ηθική εξέλιξη του ανθρώπου δε συνδέεται μόνον με τη μόρφωση και την εκπαιδευτική του κατάρτιση. Η ηθική, ως τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, ως ένα σύστημα κανόνων και αρχών με τα οποία πορεύεται ένας άνθρωπος στη ζωή του, καθορίζεται βέβαια, πρωτίστως από το οικογενειακό περιβάλλον και το αξιακό σύστημα που το διέπει. Στη συνέχεια το άτομο επηρεάζεται λιγότερο ή περισσότερο επηρεάζεται από τα ηθικά πρότυπα που διδάσκεται στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο. Τα μοντέλα ζωής που διακρίνει τέλος στην κοινωνία, όπου αποφασίζει να ζήσει, είναι εκείνα που συμβάλλουν στην τελική διαμόρφωση του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του. Είναι μια διαρκής, σε καθημερινή βάση διαδικασία διαμόρφωσης, που δεν ολοκληρώνεται, παρά μόνο με το πέρας της ανθρώπινης ζωής. Είναι δηλαδή, μια αδιάκοπη διαλογική διεργασία όλων εκείνων των παραγόντων, συνειδητών και ασύνειδων, που διαμορφώνουν και καθορίζουν την ηθική μας υπόσταση.
Ωστόσο, παρά τη γενική παραδοχή των παραγόντων που επιδρούν καταλυτικά πάνω στο χαρακτήρα του ατόμου, σε αυτό που γενικόλογα ονομάζουμε ήθος, έχει αποδειχτεί πώς υπάρχει κι ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας, που αφορά την οικονομική κατάσταση του ατόμου. Δεν αναφέρομαι στον πλούτο ή στην ευμάρεια και στην πολυτελή ζωή που πηγάζει από τη δυνατότητα απόκτησης υλικών αγαθών, χωρίς περιορισμούς και χωρίς οικονομικές ή νομικές δεσμεύσεις. Αναφέρομαι στην κατάσταση εκείνη που επιτρέπει το άτομο να έχει απαλλαγεί από το βάρος να εξασφαλίσει τα προς το ζην, τουλάχιστον για ένα ικανό διάστημα, ώστε δεν απορροφά τη σκέψη και την ενεργητικότητά του. Αναφέρομαι στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία το άτομο έχει την ευχέρεια και τη δυνατότητα να αξιοποιήσει όλα τα πνευματικά και ηθικά του εφόδια απρόσκοπτα, να προσδιορίσει τον κοινωνικό του ρόλο και να συνειδητοποιήσει τη θέση του μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι με σκοπό να συμβάλει εκούσια στην πρόοδο και εξέλιξή του. Στην περίπτωση αυτή, το άτομο έχει εκείνες τις υλικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις να κτίσει μια ηθική, που θα συνάδει με την ηθική της κοινωνίας του και θα συμβαδίσει με την ιστορική συγκυρία. Είναι σε θέση να διαθέσει επωφελώς την επιστημονική και επαγγελματική του κατάρτιση για το συνάνθρωπό του. Γιατί, η υλική ευμάρεια και η οικονομική άνεση, απαλλάσσει τον άνθρωπο και από ψυχολογικά βάρη, που τον τροχοδρομούν σε ασταθείς και αντικοινωνικές κάτω από ορισμένες συνθήκες συμπεριφορές.
Η οικονομική ευμάρεια συμβάλλει τελικά στην ηθική εξύψωση του ατόμου και για έναν ακόμη λόγο,που σχετίζεται με την εν γένει ψυχολογική του κατάσταση. Αυτός που έχει λύσει τα οικονομικά του προβλήματα, αν δεν είναι από τη φύση του ή λόγω συγκεκριμένων τραυματικών εμπειριών και κοινωνικών συνθηκών αχρείος και ακόλαστος, είναι σε μεγάλο ποσοστό πιο προσηνής, πιο αλληλέγγυος και πιο φιλάνθρωπος. Διαθέτει την ηθική υπεροχή να δείχνει ανωτερότητα και να αποφεύγει πράξεις ευτελείς και παράνομες, με την προϋπόθεση βέβαια, να μη χρησιμοποιεί την οικονομική δύναμη για αθέμιτους σκοπούς, όπως ο παράνομος πλουτισμός και η απόκτηση επιρροής πάνω σε πρόσωπα προσβλέποντας στην αύξηση και κατάχρηση της εξουσίας του σε βάρος των άλλων.
Ωστόσο δεν είναι σπάνιο και παρατηρείται επίσης, ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η χαλάρωση των ελεγκτικών μηχανισμών είναι ευρύτερη, η δυσλειτουργία της δημόσιας διοίκησης γίνεται κανόνας και θεσμοί, όπως η δικαιοσύνη, πλήττονται με αποτέλεσμα οι αδικίες σε βάρος των φτωχών να πολλαπλασιάζονται. Σε τέτοιες συνθήκες, ο οικονομικά ισχυρός γίνεται ακόμη πιο ασύδοτος και επιδιώκει με όλα τα μέσα να αυξήσει τη δύναμή του εκμεταλλευόμενος όλες τις κακοδαιμονίες και τις παθογένειες που προκαλεί η οικονομική κρίση, οι οποίες είναι συνήθως ανάλογες με το βάθος της.
Αντιθέτως, ο μακροχρόνια άνεργος, ο άπορος και εκείνος που βλέπει σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα να χάνει τα προνόμια και τα υλικά πλεονεκτήματα που του απέφεραν κυρίως οι οικονομικές απολαβές του, λειτουργεί μέσα στο κοινωνικό σύνολο ανήθικα. Κι εξηγούμαι· η ανηθικότητα στην περίπτωση αυτή έχει να κάνει κυρίως με την απόσταση που διαπιστώνεται ανάμεσα στη διαμορφωμένη ηθική του ατόμου και στην καθημερινή πρακτική αντιμετώπιση των προβλημάτων του. Εννοώ το χάσμα που παρατηρείται ανάμεσα στο ηθικό υπόβαθρο που μπορεί να διαθέτει το άτομο και στην προσπάθεια να επιλύσει με κάθε μέσο τα καθημερινά του προβλήματα· τη δυσαρμονία που αναπτύσσεται ανάμεσα στο σύστημα αρχών και αξιών που πιστεύει και στην πρακτική αντιμετώπιση των δυσχερειών που συναντά στη ζωή του. Το άτομο τότε γίνεται πιο ευάλωτο, πιο εύπιστο, πιο επιρρεπές στην παρανομία και στο έγκλημα, πιο ασταθές ψυχολογικά και συναισθηματικά και επομένως, πιο εύκολο να παρασυρθεί σε ανήθικη και αντικοινωνική συμπεριφορά. Είναι πολύ πιο πιθανό να στραφεί στην παρανομία και να γίνει έρμαιο εγκληματιών ή ακόμη και οπαδός ακραίων, ρατσιστικών και αντιδημοκρατικών ιδεών.
Η αντικοινωνική συμπεριφορά στην παραπάνω περίπτωση δεν πηγάζει μόνον από τη μειονεξία που βιώνει το άτομο λόγω της έλλειψης των υλικών πόρων, που ικανοποιούν το βιοτικό του επίπεδο ή τουλάχιστον αυτό που το ίδιο το άτομο έχει ορίσει ως «δικό του βιοτικό επίπεδο». Η αντικοινωνική και επομένως ανήθικη συμπεριφορά του μπορεί να έχει τις ρίζες της στη μειονεξία που νιώθει το άτομο βλέποντας άλλους συνανθρώπους του να ευημερούν ή έστω να βιοπορίζονται. Μέσα του ίσως καλλιεργούνται συναισθήματα φθόνου και μίσους για το συνάνθρωπο, που να το ωθούν σε πράξεις και συμπεριφορές που δε συνάδουν απαραίτητα με το χαρακτήρα του, αλλά ως ένα βαθμό είναι μη ελέγξιμες, αλλά υπαγορεύονται υποσυνείδητα. Οι συμπεριφορές αυτές, όσο αδικαιολόγητες και αν είναι, όσο απαράδεκτες και αν θεωρούνται, έχουν τη βάση τους στη μειονεξία και στο αίσθημα της αδικίας και της ανισότητας που βιώνει ο φτωχός, ο άπορος, ο μακροχρόνια άνεργος και γενικά ο οικονομικά ανίσχυρος.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι με την άρση των κοινωνικών και επομένως σε μεγάλο βαθμό των οικονομικών αδικιών και ανισοτήτων μπορεί να γίνει ένα σημαντικό βήμα για την επανάκτηση του ηθικού κεφαλαίου από τους οικονομικά ασθενέστερους. Οι άνθρωποι που υποφέρουν από τη φτώχεια και την ανέχεια έχουν μειωμένες ηθικές αντιστάσεις και είναι πιο ευάλωτοι στην ακολασία, την ασυδοσία και την αντικοινωνική συμπεριφορά. Αν αυτή η προσπάθεια άρσης των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων συνδυαστεί μάλιστα και με την ενίσχυση της κουλτούρας και της γενικής παιδείας μιας κοινωνίας που πλήττεται από την οικονομική κρίση, τότε οι πιθανότητες τα μέλη της να αποφύγουν την ηθική κατάπτωση είναι πολύ περισσότερες και πολύ πιο βάσιμες.
23/9-24/9/2015