Γάμος στην αρχαία Ελλάδα
Ο γάμος στην αρχαία Ελλάδα σε όλες τις πόλεις-κράτη κατοχυρωνόταν με νόμο, έπαιζε δε πρωτεύοντα ρόλο την κοινωνία. Αν και δεν ήταν υποχρεωτικός, οι νέοι έπρεπε να παντρευτούν, γιατί η κριτική που ασκούταν στους άγαμους ήταν έντονη και πολλές φορές χλευαστική. Η δημιουργία οικογένειας εξυπηρετούσε δύο βασικούς σκοπούς. Την απόκτηση απογόνων και την κληροδότηση της περιουσίας και δεύτερον την περίθαλψη των γονέων από τα παιδιά τους.
Στην αρχαία Ελλάδα επικρατούσε το μονογαμικό σύστημα. Οι γυναίκες ήταν πολίτισσες και προστατευόταν από τους νόμους. Οι άνδρες μπορούσαν να έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις, αλλά μόνο τα παιδιά της νόμιμης συζύγου κληρονομούσαν όνομα και περιουσία. Οι άνδρες παντρευόταν κυρίως στην ηλικία των 24-30 ετών, ενώ η ηλικία της γυναίκας ήταν τα 12-16 χρόνια.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η νέα κοπέλα μέχρι το γάμο της εξαρτάται άμεσα από τον πατέρα της. Όταν έφθανε στην αποδεκτή κοινωνικά ηλικία γάμου, η οποία σύμφωνα με τις τότε αντιλήψεις υπολογίζονταν με βάση τη γυναικεία ήβη, ο πατέρας της επέλεγε το μέλλοντα σύζυγό της, έκτοτε ήταν υπό την κηδεμονία του συζύγου της. Η βασική ευθύνη της, όμως, ήταν η διαχείριση του οίκου. Μέσω της χρηστής διαχείρισης ενός αθηναϊκού οίκου από τη νοικοκυρά θα επιτυγχάνονταν η ευημερία και η μακροημέρευση του. Για το λόγο αυτό ο σύζυγος και κύριος του οίκου, από την πρώτη στιγμή αναλάμβανε να εξηγήσει τη βασική αυτή υποχρέωση στην νεαρή γυναίκα του. Ο Επίκουρος έλεγε : «Η γυναίκα σου πρέπει μάλλον να σε ντρέπεται και όχι να σε φοβάται. Διότι δεν την πήρες για υπηρέτρια αλλά για συμμέτοχο της Ζωής σου».
Στις γαμήλιες τελετές, δεν ήταν υποχρεωτικό να παραβρίσκεται ιερέας ή εκπρόσωπος του κράτους και έτσι η παρουσία μαρτύρων στα συμβόλαια, όπου καθοριζόταν η προίκα, ήταν απαραίτητη. Οι γάμοι γίνονταν τις μέρες που ήταν πανσέληνος και συνήθως το χειμώνα, το μήνα Γαμηλιώνα (δηλαδή από τα μέσα Ιανουαρίου έως τα μέσα Φεβρουαρίου), που ήταν αφιερωμένος στη θεά Ήρα.
Η τελετή του γάμου περιλάμβανε τρεις ξεχωριστές φάσεις: τα Προτέλεια ή Προαύλια ή Προγάμια, τον κυρίως γάμο και τα Επαύλια.
Η πρώτη, που ήταν ο αρραβώνας, η παρουσία της νύφης δεν ήταν υποχρεωτική. Εκεί γινόταν συμφωνία για την προίκα, η οποία συνήθως περιελάμβανε ρευστό, ρουχισμό, πολύτιμα αντικείμενα και δούλους, και έφτανε το λιγότερο στο ένα δέκατο της περιουσίας του πατέρα της νύφης. Άλλες φορές δινόταν σαν προίκα κι ένας κλήρος γης με τη μορφή πλασματικής ενοικίασης.
Στην Αθήνα τα κορίτσια δεν επιτρεπόταν να έχουν καμία επαφή πριν παντρευτούν. Ο μοναδικός τρόπος για να επιλέξει σύζυγο μια κοπέλα ήταν το συνοικέσιο, το οποίο γινόταν από τις προξενήτρες. Ο πατέρας της νύφης και του γαμπρού συμφωνούσαν ενώπιον μαρτύρων να παντρευτούν τα παιδιά. Η συμφωνία αυτή ονομαζόταν εγγύη και επρόκειτο για μια πολύ σημαντική νομική πράξη παρά το γεγονός ότι ήταν προφορική. Η εγγύη αποτελούσε ένα είδος αρραβώνα. Στην Αθήνα υπήρχε νόμος που απαγόρευε σε έναν άνδρα να παντρευτεί μια γυναίκα που δεν ανήκε σε οικογένεια Αθηναίων πολιτών αν και πολλές φορές ο συγκεκριμένος νόμος δεν εφαρμοζόταν. Απαγορευόταν στους αθηναίους να παντρευτούν με μια ξένη.
Το διαζύγιο στην Αθήνα γινόταν με την αποπομπή της συζύγου από το σπίτι. Ο άνδρας είχε πάντα το δικαίωμα να διώξει τη γυναίκα του και όταν ακόμα δεν είχε τίποτα να την κατηγορήσει. Η απιστία στην αθηναϊκή κοινωνία θεωρούνταν μεγάλο αδίκημα και τιμωρούνταν με αποπομπή από το σπίτι ή με απαγόρευση της συμμετοχής στις θρησκευτικές γιορτές.
Όταν ένα ζευγάρι δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά και γι’ αυτό ευθυνόταν η γυναίκα, ο άνδρας μπορούσε να τη διώξει από το σπίτι ή να φέρει κάποια στο σπίτι με την οποία θα μπορούσε να αποκτήσει παιδιά. Αν δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά από ανικανότητα του συζύγου, επιτρεπόταν η γυναίκα να μείνει έγκυος από άλλον άνδρα αφού όμως ο σύζυγος έδινε τη συγκατάθεση του. Όταν ένας σύζυγος είχε αποκτήσει πολλά παιδιά ήταν τιμή για αυτόν να δώσει τη γυναίκα του να την παντρευτεί κάποιος από τους φίλους του.
Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στην αρχαία Ελλάδα μαζί με το αντρόγυνο πολλές φορές ζούσαν και οι παλλακίδες, οι οποίες ήταν δούλες και είχαν ερωτική σχέση με τον άνδρα. Η σχέση αυτή θεωρούνταν φυσιολογική. Μάλιστα ο σύζυγος απαιτούσε από την παλλακίδα την ίδια πίστη που απαιτούσε κι από τη νόμιμη σύζυγο του. Μπορούσε να αποκτήσει και παιδιά μαζί της τα οποία όμως συνήθως δεν είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
Πορνεία και εταίρες
Η πορνεία αποτελούσε στοιχείο του βίου των αρχαίων Ελλήνων ήδη από την αρχαϊκή εποχή. Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις και κυρίως στα λιμάνια, αποτελούσε σημαντική οικονομική δραστηριότητα απασχολώντας σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρούταν παράνομη, οι πόλεις δεν την απαγορεύουν και η λειτουργία των οίκων ανοχής ήταν φανερή. Στην Αθήνα, στο μεγάλο νομοθέτη Σόλωνα αποδίδεται η ίδρυση κρατικών πορνείων με προσιτές τιμές. Ωστόσο η δραστηριότητα αυτή δεν κατανεμόταν ίσα ανάμεσα στα δύο φύλα, γυναίκες όλων των ηλικιών καθώς και νεαρά αγόρια εκδίδονταν, για μια πελατεία που απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες.
Οι εκδιδόμενες γυναίκες μπορούν να ταξινομηθούν σε διάφορες κατηγορίες. Τελευταίες στην κλίμακα κατατάσσονταν οι πόρνες, οι οποίες σύμφωνα και με την ετυμολογία της λέξης που προέρχεται από το ρήμα «πέρνημι» που σημαίνει «πουλώ», ανήκαν δε στους «πορνοβοσκούς», δηλαδή σε προαγωγούς, που κρατούσαν τμήμα των εσόδων τους. Οι τελευταίοι μπορούσαν να είναι πολίτες και τα έσοδα από την πορνεία αντιμετωπίζονταν όπως αυτά από άλλες δραστηριότητες. Ο Θεόφραστος αναφέρει τον προαγωγό πλάι στον πανδοχέα και τον συλλέκτη φόρων σε έναν κατάλογο επαγγελμάτων που είχε συντάξει.
Μια βαθμίδα παραπάνω βρίσκονταν οι ελεύθερες πόρνες που κάποτε ήταν δούλες και έχουν κερδίσει την ελευθερία τους. Η προέλευση αυτών των γυναικών ποικίλλει: γυναίκες μέτοικοι που δεν έβρισκαν άλλο επάγγελμα στη νέα τους πατρίδα, φτωχές χήρες, παλαιές πόρνες που εξαγόρασαν την ελευθερία τους. Στην Αθήνα ήταν υποχρεωμένες να καταγράφονται σε μητρώα και να καταβάλλουν φόρους. Ορισμένες μάλιστα κατάφεραν να φτιάξουν περιουσία από το επάγγελμά τους.
Υπήρχε μάλιστα την εποχή εκείνη και μία άλλη δραστηριότητα – ιδιότητα η οποία χαρακτηρίζεται από την ίδια την λέξη «πορνοδιδάσκαλος», δηλαδή εκπαιδευτής πορνών. Ακόμη και ο ξακουστός Σωκράτης έκανε αυτή την δουλειά όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφώντας στα «Απομνημονεύματά του» (ΙΙΙ, 11)
Οι εταίρες βρίσκονταν στην κορυφή των εκδιδόμενων γυναικών. Δεν περιορίζονται στο να προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες, με την ίδια τη λέξη «εταίρα» να σημαίνει «σύντροφος». Στις περισσότερες περιπτώσεις διέθεταν ευρεία μόρφωση και μπορούσαν να λάβουν μέρος σε συζητήσεις καλλιεργημένων ανθρώπων, για παράδειγμα στα συμπόσια. Αποτελούν τις μοναδικές γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, με εξαίρεση τις Σπαρτιάτισσες, που απολάμβαναν την ανεξαρτησία τους και μπορούσαν να διαθέτουν προσωπική περιουσία. Ένα τέτοιο είδος παλλακίδας δεν πληρωνόταν για κάθε συνεύρεση, αλλά έπαιρνε δώρα από τους «εταίρους» και τους «φίλους» της ώστε να ζει μια άνετη ζωή. Παρόμοια χαρακτηριστικά έχουν οι γκέισες στην Ιαπωνική παράδοση.
Η φιλοχρηματία και η απληστία των εταιρών αναφέρεται συχνά από Έλληνες συγγραφείς. Η βασική αρχή της εταίρας Φιλιμάτιον ήταν:
«Εσείς ποθείτε την ομορφιά, εγώ τα χρήματα. Ας ικανοποιήσουμε λοιπόν αμοιβαία την επιθυμία μας, έτσι είναι οι καλές συμφωνίες. (Αρισταίνετος Ι, 14).
Ο Αλκίφρων βάζει στο στόμα της εταίρας Πετάλης τα εξής λόγια:
«Μας χρειάζεται χρυσάφι, ρουχισμός, κοσμήματα, υπηρέτριες. Δεν έχω κανένα κτήμα στη Μυρριούντα ούτε ασήμι στα μεταλλεία. Έχω μόνο το μεροκάματο και τα πολυστέναχτα δώρα των ανόητων εραστών μου». Ακόμη οξύτερος είναι ο τόνος του γράμματος που στέλνει η εταίρα Φιλουμένη στον Κρίτωνα: «Τι κουράζεσαι γράφοντας τόσα; μου χρειάζονται πενήντα χρυσά νομίσματα και όχι γράμματα. Αν λοιπόν μ’ αγαπάς, δώστα. Αν τσιγκουνεύεσαι, μη μ’ ενοχλείς. Γεια σου.».(Αλκίφρων Εταιρικαί επιστολαί).
Οι εταίρες έχουν εξέχουσα θέση στην αθηναϊκή κοινωνία. Ήταν πανέμορφες, έξυπνες, πολύ μορφωμένες, κάποιες μάλιστα ανήλθαν και σε ανώτατα αξιώματα. Συναναστρέφονταν συνήθως καλλιτέχνες, φιλοσόφους, πολιτικούς, ποιητές. Είχαν θέση σημαντική στην πνευματική και κοινωνική ζωή και επηρέαζαν προφανώς την εξουσία, αφού βρισκόταν πολλές φορές στο περιβάλλον πολιτικών. Είναι γνωστό ότι διάσημοι γλύπτες και ζωγράφοι όπως ο Πραξιτέλης, ό Απελλής και άλλοι χρησιμοποίησαν μοντέλα εταίρες. Σχεδόν όλα τα ελληνικά αγάλματα που παριστάνουν θεές και προπάντων οι Αφροδίτες του 5ου και 4ου αιώνα είχαν για πρότυπά τους εταίρες.
Αναρίθμητοι αγγειογράφοι ζωγράφιζαν στα αγγεία έναν τύπο γυναικείου στήθους. Το στήθος αυτό ήταν το στήθος της Λαϊδας. Θα πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι η δόξα που κέρδισε ο θεσμός της εταίρας με το πέρασμα των αιώνων οφείλεται, αποκλειστικά και μόνο, σε εκείνες τις λίγες που απέκτησαν φήμη και πλούτο, εκπέμποντας μια εκτυφλωτική λάμψη με την εικόνα των ωραίων, μορφωμένων και εξευγενισμένων γυναικών, που επιδεικνύοντας το πνεύμα τους εντυπωσίαζαν τους συνδαιτυμόνες τους.
Ο Θεοδωρίδης γράφει για την γυναίκα μέσα στον Κήπο.
«Στον Κήπο έγινε κάτι που ξεπερνάει ό,τι ως τότε είχε γίνει στην Ελλάδα. Η γυναίκα κέρδισε κάποιο βάθρο, ανασαίνει ανετότερα, αναμετρά το μυαλό της με το ανδρικό και βλέπει πως η χιλιοειπωμένη κατωτερότητά της είναι μύθος. Κάποιος ή κάποιοι αναγνωρίζουν πως έχει ψυχή, νοιάζονται γι αυτή, την τριγυρίζουν με εκτίμηση και στοργή. Δεν αργεί ν’ αποδειχθεί, όπως στα δικά μας χρόνια, πως η γυναίκα μπορεί ν’ αποδώσει.
***
Κώστας Καλεύρας
Πηγή : https://www.o-klooun.com/