Για το βιβλίο του Ρίτσαρντ Γουόλιν «Τα παιδιά του Χάιντεγκερ – Χάνα Άρεντ, Καρλ Λέβιτ, Χανς Γιόνας και Χέρμπερτ Μαρκούζε» (μτφρ. Μάνος Βασιλάκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Σήμερα, σχεδόν οκτώ δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εξακολουθούμε να ζούμε στη σκιά της βαριάς κληρονομιάς του. Ιδιαίτερα όσον αφορά γεγονότα όπως ο αντισημιτισμός και το Ολοκαύτωμα, η άρνηση του οποίου αποτελεί σε αρκετές χώρες (και στην Ελλάδα) μια ποινικά κολάσιμη πράξη. Ο Εθνικοσοσιαλισμός (Nationalsozialismus-Ναζισμός), η ιδεολογία που ευθύνεται γι’ αυτές τις πράξεις, παραμένει ως σήμερα τόσο αποκρουστικός και απεχθής, που δυσπιστεί κανείς όταν αναλογίζεται πόση υποστήριξη βρήκε κάποτε, από τους απλούς πολίτες αλλά και από πολλούς διανοουμένους.
Η διαμόρφωση της εβραϊκής ταυτότητας συντελέστηκε από αυτούς ενόψει του αντισημιτικού μένους. Μεταπολεμικά έπρεπε επίσης οι ίδιοι διανοητές να αντιμετωπίσουν το χρέος τους απέναντι σε μια παράδοση η οποία είχε με τον τρόπο της νομιμοποιήσει τη θανάτωση των συμπατριωτών τους.
Μια τέτοια περίπτωση διανοουμένου στρατευμένου στη χιτλερική εξουσία υπήρξε και ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, κάτι που προκαλεί αμηχανία στους μελετητές της φιλοσοφίας του. Διότι αν είναι αλήθεια ότι η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη χωρίζεται σε δύο κατευθύνσεις, την Ηπειρωτική (Continental) και την Αναλυτική (Analytic), ο ριζοσπάστης Υπαρξιστής Χάιντεγκερ αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της πρώτης στον 20ό αιώνα. Πώς λοιπόν γίνεται ο Χάιντεγκερ, που ήταν στρατευμένος στην εθνικοσοσιαλιστική υπόθεση, να καθόρισε τη σκέψη μερικών από τους σπουδαιότερους εβραίους διανοητές του περασμένου αιώνα; Αυτό το ερώτημα επιδιώκει να απαντήσει ο καθηγητής στο Graduate Center του City University of New York Ρίτσαρντ Γουόλιν με το πρωτοποριακό μελέτημά του Τα παιδιά του Χάιντεγκερ, στο οποίο δείχνει το σφιχταγκάλιασμα της φιλοσοφικής σκέψης με την ιστορία και την πολιτική στην περίπτωση του Χάιντεγκερ και των εβραίων μαθητών του: Χάνα Άρεντ, Καρλ Λέβιτ, Χανς Γιόνας και Χέρμπερτ Μαρκούζε. Σύμφωνα με τον Γουόλιν, ήδη από τα μισά του 19ου αιώνα, οι εβραίοι στη Γερμανία ήταν περισσότερο προσαρμοσμένοι από οπουδήποτε αλλού, παρά το γεγονός ότι αυτή η προσαρμογή τους είχε ως προαπαιτούμενο την απεμπόληση των εβραϊκών πολιτισμικών αξιών και τον ενστερνισμό της γερμανικής κουλτούρας. Όπως λοιπόν σπεύδει να μας προειδοποιήσει ο Γουόλιν, οι «πρωταγωνιστές» του βιβλίου αυτού πόρρω απείχαν από το να είναι πιστοί και αφοσιωμένοι εβραίοι. Αντίθετα, η διαμόρφωση της εβραϊκής ταυτότητας συντελέστηκε από αυτούς ενόψει του αντισημιτικού μένους. Μεταπολεμικά έπρεπε επίσης οι ίδιοι διανοητές να αντιμετωπίσουν το χρέος τους απέναντι σε μια παράδοση η οποία είχε με τον τρόπο της νομιμοποιήσει τη θανάτωση των συμπατριωτών τους. Ο Χάιντεγκερ ήταν ίσως το σημαντικότερο μέρος αυτής της παράδοσης, δεδομένης της προσωπικής γνωριμίας και συνεργασίας του με την Άρεντ, τον Λέβιτ, τον Γιόνας και τον Μαρκούζε.
Αριστερά: Η πρώτη γερμανική έκδοση του Είναι και χρόνος κυκλοφόρησε το 1927, ενώ έπρεπε να περάσουν 35 χρόνια, για να μεταφραστεί πρώτη φορά το 1962 και στα αγγλικά από τον John Macquarrie.= Δεξιά: Η ελληνική μετάφραση από τον Γιάννη Τζαβάρα κυκλοφόρησε το 1978 από τις εκδόσεις Δωδώνη. |
Ο Γουόλιν ξετυλίγει ιστορικά και φιλοσοφικά τη σκέψη του Χάιντεγκερ, ιχνηλατώντας τη σχέση του με τη μοιραία πολιτική του στράτευση, την οποία παρουσιάζει όχι ως συμπτωματικό γεγονός αλλά ως την οργανική συνέπεια του διανοητικού ριζοσπαστισμού του. Αυτός ο ασυμβίβαστος ριζοσπαστισμός της χαϊντεγκεριανής σκέψης, σύμφωνα με τον Γουόλιν, υπήρξε η αιτία τόσο της φήμης της όσο και της αποκαθήλωσής της. Βασική αφετηρία για την ανάπτυξη αυτής της σκέψης στάθηκε η φιλοσοφία του Νίτσε. Η σκέψη του Χάιντεγκερ, ακολουθώντας τον νιτσεϊκό «θάνατο του Θεού», θεωρεί τον άνθρωπο ένα ον που ξεκινά από το μηδέν (γέννηση) και πορεύεται προς το μηδέν (θάνατος), με την ιδιαιτερότητα όμως ότι γνωρίζει τον θάνατό του. Το Είναι και Χρόνος δημοσιεύτηκε το 1927 χαρίζοντας στον Χάιντεγκερ τη φήμη ενός πρώτης γραμμής φιλοσόφου. Το έργο ακολούθησε η εμφάνιση ενός νέου ρεύματος στη Γαλλία και τη Γερμανία, το οποίο ονομάστηκε «Υπαρξισμός». Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι συνδύαζε τις πολύπλοκες αναλύσεις με μια έκκληση που απευθύνεται σε κάθε άνθρωπο προσωπικά. Συγκεκριμένα, ενώ οι φιλόσοφοι ανέκαθεν αναρωτιόνταν τι είναι ο άνθρωπος και έδιναν ορισμούς, ο Υπαρξισμός του Χάιντεγκερ, επιχειρώντας μια ριζική τομή με όλη την προγενέστερη σκέψη, αρνήθηκε να πει τι είναι ο άνθρωπος. Αντίθετα είπε ότι είναι ένα ον που υπάρχει, που (επιλέγει να) είναι με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Ως άνθρωπος, υποστηρίζει, βρίσκομαι περιτριγυρισμένος από φόβο, πόνο και αγωνία. Δεν είμαι ένα ον που κατανοεί αλλά ένα ον που είναι. Πρώτα υπάρχω και ύστερα σκέπτομαι και κατανοώ τον κόσμο γύρω μου. Ο κόσμος δεν είναι ένα αντικείμενο που παρατηρώ και μαθαίνω αλλά ένα πλαίσιο στο όποιο είμαι εγκλωβισμένος ήδη από τον ερχομό μου στην ύπαρξη και αδυνατώ να ξεφύγω έτσι ώστε να τον παρατηρήσω εντελώς αντικειμενικά. Αντιθέτως έχω δοσοληψίες μαζί του. Ουσία του ανθρώπου είναι η ύπαρξη του, δήλωσε ο Χάιντεγκερ (κάτι που αργότερα επανέλαβε γλαφυρά ο Σαρτρ στο βιβλίο Ο Υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός). Αν και ήδη o Κίρκεγκορ είχε εκφράσει αντίστοιχες ιδέες, ο πρώτος που τις ανέπτυξε συστηματικά ήταν ο Χάιντεγκερ. Αυτή ήταν η κύρια αιτία που δημιούργησε ένα νέο φιλοσοφικό λεξιλόγιο, γεμάτο δύσχρηστους νεολογισμούς.
Η Ερμηνευτική δίνει στη σκέψη του Χάιντεγκερ μια πρακτική διάσταση, με την προτεραιότητα των αναλύσεων να δίνεται στην καθημερινότητα του ανθρώπινου όντος. Στο ερώτημα του ποιος είναι ο καθημερινός άνθρωπος, η απάντηση του Χάιντεγκερ είναι ότι αυτός ανήκει στην αδιαφοροποίητη μάζα και αγνοεί τον πραγματικό εαυτό του.
Για την ανάπτυξη αυτών των ιδεών σημαντική υπήρξε επίσης η βοήθεια που προσέφερε στον Χάιντεγκερ η Φαινομενολογία του Χούσερλ, καθώς εκείνη κάλεσε το φιλοσοφείν να επιστρέψει στα ίδια τα πράγματα, τα φαινόμενα που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας. Ωστόσο η Φαινομενολογία παρέμεινε πιστή στην αναζήτηση της ουσίας, σε αντίθεση με τον Υπαρξισμό που θέλησε να περιγράψει τον άνθρωπο μέσα στην καθημερινότητά του. Σε αυτό ο Χάιντεγκερ επηρεάστηκε από τη «Lebensphilosohie» της εποχής του, ιδιαίτερα δε την Ερμηνευτική Φιλοσοφία του Βίλχελμ Ντίλταϊ (Wilhelm Dilthey), η οποία κατανοεί τον άνθρωπο εξετάζοντας το νόημα που ο ίδιος αποδίδει στις πράξεις του. Η Ερμηνευτική δίνει στη σκέψη του Χάιντεγκερ μια πρακτική διάσταση, με την προτεραιότητα των αναλύσεων να δίνεται στην καθημερινότητα του ανθρώπινου όντος. Στο ερώτημα του ποιος είναι ο καθημερινός άνθρωπος, η απάντηση του Χάιντεγκερ είναι ότι αυτός ανήκει στην αδιαφοροποίητη μάζα και αγνοεί τον πραγματικό εαυτό του. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, ο καθημερινός άνθρωπος χαρακτηρίζεται από κατάπτωση και από αερολογία, περιέργεια και αμφισημαντότητα. Πρόκειται για το κουτσομπολιό, την ημιμάθεια και την ισοπέδωση των ατόμων στον μέσο όρο, που είναι στοιχείο των πολλών. Αυτοί οι πολλοί δεν είναι συγκεκριμένα άτομα αλλά μάλλον η απρόσωπη και αδιαφοροποίητη μάζα. Όσο ο άνθρωπος παραδίδεται στη μάζα χάνει την ατομικότητά του και αγνοεί τις ιδιαίτερες δυνατότητες που έχει. Είναι, όπως λέει ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, αναυθεντικός.
Ωστόσο, μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η ηθική συνείδηση, η οποία του υπενθυμίζει ότι είναι υπεύθυνος για το πώς θα ζήσει τη ζωή του. Αυτή μιλάει με το συναίσθημα της αγωνίας. Η αγωνία διαφέρει από κάθε άλλο συναίσθημα διότι δεν έχει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο στο οποίο να αναφέρεται, αλλά αφορά την ύπαρξη συνολικά. Στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά η γνώση ότι αναγκαστικά κάποτε θα πεθάνουμε. Το γεγονός ότι η ζωή είναι μια διαρκής πορεία προς τον θάνατο είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται ολόκληρη η σκέψη του Χάιντεγκερ στο Είναι και Χρόνος. Με αυτόν τον τρόπο ο Χάιντεγκερ επανέφερε στο φιλοσοφείν τον προβληματισμό για την τραγική ανθρώπινη μοίρα και την αγωνία μπροστά στον θάνατο (αυτό που ο Ι.Μ. Μποχένσκι [J.M. Bochenski] ονόμαζε «τυχικό στοιχείο»), θέματα που η νεότερη φιλοσοφία είχε επιλέξει να αφήνει εκτός της. Ο άνθρωπος είναι ένα είναι-προς-θάνατον και ακριβώς επειδή αυτή η γνώση είναι δυσάρεστη, τείνουμε να την ξεχνάμε απορροφημένοι στις ασχολίες και τις συναναστροφές της καθημερινότητας. Φανερά επηρεασμένος από τον πρόδρομο της Φιλοσοφίας του Υπαρξισμού Σέρεν Κίρκεγκορ, ο Χάιντεγκερ υποστηρίζει πως όταν γίνει αισθητή η αγωνία απέναντι στον επικείμενο θάνατο, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι είναι ο μόνος υπεύθυνος για το πώς θα ζήσει τη ζωή του. Ο θάνατος είναι η πιο δική του, ασχέτιστη και μη παρακάμψιμη δυνατότητα. Πρόκειται για το τέλος όλων των άλλων δυνατοτήτων, που είναι το μόνο σίγουρο πράγμα στη ζωή καθενός μας. Τότε ο άνθρωπος θα επιλέξει να ζήσει τη ζωή του εκφράζοντας την ατομικότητά του. Αφού οι άνθρωποι δεν είναι παρά αυτό το οποίο κάνουν ως αυθερμηνευόμενα όντα, αυτό που μπορεί κανείς να κάνει είναι να δίνει σε όποιον ρόλο αναλαμβάνει τη σφραγίδα της προσωπικής του ιδιαιτερότητας. Τότε ο άνθρωπος γίνεται «αυθεντικός». Σε αυτό το σημείο ο Χάιντεγκερ εισάγει ένα θεμελιώδους σημασίας δεδομένο: αυτό του χρόνου. Η «χρονικότητα», όπως αποκαλεί ο Χάιντεγκερ τον χρόνο, είναι πεπερασμένη και δεν αποτελεί αντικειμενική ιδιότητα του κόσμου αλλά του ανθρώπινου όντος. Ακόμη και η αντίληψή μας περί χώρου θεμελιώνεται στην προοπτική ενός χρόνου που κυλά και δεν είναι απλή διαδοχή στιγμών. Υπό την απειλή του χρόνου που κυλάει αμείλικτα ο άνθρωπος νιώθει αγωνία για την ύπαρξή του και συνειδητοποιεί την ελευθερία του: είτε θα υπάρχει ψευδεπίγραφα στον κόσμο είτε θα συμμετέχει αυθεντικά σε αυτόν.
[Ο Χάιντεγκερ] Ποτέ στη ζωή του δεν αποκήρυξε την πολιτική του στράτευση, όσο και αν αργότερα απέφευγε να την κάνει φανερή. Αντίθετα, κάποτε δήλωσε πως ο Χίτλερ τού οφείλει μια συγγνώμη, εννοώντας ότι στάθηκε ανάξιος των προσδοκιών του.
Σύμφωνα με τον Γουόλιν, η χαϊντεγκεριανή έννοια της χρονικότητας μας οδηγεί απευθείας στην πολιτική στράτευση του δημιουργού της: η επιλογή να είμαι αυθεντικός δεν γίνεται μόνο σε ατομικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο λαού. Έτσι περνάμε στον περίφημο πρυτανικό λόγο του Χάιντεγκερ το 1933, όπου ο φιλόσοφος δήλωνε την αδήριτη ανάγκη του γερμανικού λαού να ασπασθεί το πεπρωμένο του, υπαινισσόμενος σαφώς τον Χίτλερ. Μάλιστα, η τάση του Χάιντεγκερ στη χρήση νεολογισμών, καθώς και η έντονη περιφρόνησή του για τις μάζες, είναι επιμέρους όψεις της σταθερής προτίμησής του για αυταρχικές ιδεολογίες. Οι επιστολές του Χάιντεγκερ αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λέει ο Γουόλιν, μας πείθουν πως ο Γερμανός φιλόσοφος και καθηγητής αντιλαμβανόταν την εποχή του ως μια δημιουργική εποχή κρίσης, όπου καταρρέει ένας ολόκληρος κόσμος και πρέπει να έρθει στο φως μια νέα μορφή ζωής. Οι νέες συνθήκες (κυριαρχία τεχνολογίας, μαζική δημοκρατία) επέβαλλαν ένα διαφορετικό φιλοσοφείν και αυτό επιχείρησε να κάνει ο ίδιος. Άλλωστε, ο Χάιντεγκερ, μαζί με διανοουμένους θαυμαστές του Νίτσε, σαν τον Ερνστ Γιούνγκερ, τον Χανς Φράιερ (Hans Freyer) και τον Όσβαλντ Σπένγκλερ (Oswald Spengler), ανήκε στο ρεύμα της «συντηρητικής επανάστασης», που οραματιζόταν μια Δεξιά πολιτισμική επανάσταση που να ανανεώσει τη γερασμένη και παρηκμασμένη Δύση. Μια τέτοια ελπίδα είδε ο Χάιντεγκερ στο πρόσωπο του Εθνικοσοσιαλισμού, γι’ αυτό όταν ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία έσπευσε να προσφέρει στο καθεστώς τη στήριξή του: απέστειλε προσωπική επιστολή στον φασίστα δικτάτορα και βοήθησε με κάθε τρόπο τα αντισημιτικά πογκρόμ στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ (Freiburg) καθ’ όσον διετέλεσε πρύτανης. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να απαγορεύσει στον ηλικιωμένο εβραίο δάσκαλό του Έντμουντ Χούσερλ τη χρήση της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης. Ποτέ στη ζωή του δεν αποκήρυξε την πολιτική του στράτευση, όσο και αν αργότερα απέφευγε να την κάνει φανερή. Αντίθετα, κάποτε δήλωσε πως ο Χίτλερ τού οφείλει μια συγγνώμη, εννοώντας ότι στάθηκε ανάξιος των προσδοκιών του.
Ο Ρίτσαρντ Γουόλιν είναι καθηγητής Ιστορίας και Συγκριτικής Φιλολογίας στο Graduate Center του City University of New York. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί επίσης το βιβλίο του Η γοητεία του ανορθολογισμού (μτφρ. Μαρία Φιλιππακοπούλου, εκδ. Πόλις). |
Φυσικά, ο Χάιντεγκερ υποστήριζε πως το Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα θανάτου ήταν συνέπεια της εργαλειακής λογικής που προέκυψε από τους Νεώτερους Χρόνους, στην πραγματικότητα όμως ήταν αποτέλεσμα μιας ιστορικής και διανοητικής πορείας στην οποία είχε συμβάλει και ο ίδιος. Ωστόσο, δεν ήταν ο μόνος. Σύμφωνα με τον Γουόλιν, η μαθήτριά του Άρεντ δεν μπόρεσε να αποβάλει από πάνω της την επιρροή του Χάιντεγκερ. Συγκεκριμένα, ήδη από τις Απαρχές του Oλοκληρωτισμού, το πρώτο μεγάλο έργο που την καταξίωσε, η Γερμανοεβραία φιλόσοφος υποστήριξε ότι το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού είναι μια ιδιαιτερότητα του σύγχρονου κόσμου, σημαντικά διαφορετική από παλιότερες μορφές αυταρχισμού. Ωστόσο, στα επόμενα έργα της, O Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ και Η ανθρώπινη κατάσταση άσκησε δριμεία κριτική στη Νεωτερικότητα, παρουσιάζοντας τις φρικαλεότητες του Εθνικοσοσιαλισμού ως συνέπεια ακριβώς της αστικής εποχής, της μαζοποίησης και της τεχνοκρατίας, υποβαθμίζοντας τον καθοριστικό ρόλο του γερμανικού αντισημιτισμού και ρατσισμού σε αυτό. Σύμφωνα με τον Γουόλιν, αυτή η μεροληψία της οφείλεται στην αφοσίωση της Άρεντ στη χαϊντεγκεριανή σκέψη και τη γερμανική παράδοση γενικότερα. Η κριτική της στην έκλειψη του πολιτικού υπέρ του κοινωνικού στις νεωτερικές κοινωνίες, καθώς και η περίφημη «κοινοτοπία του κακού» για την οποία έκανε λόγο, στην πραγματικότητα μαρτυρούν την υποσυνείδητη ανάγκη της να αθωώσει τους Γερμανούς για το Ολοκαύτωμα, ή έστω να υποβαθμίσει την ενοχή τους. Η σκέψη της μαρτυρά επίσης ασυνείδητη επιρροή του ρεύματος του πολιτισμικού πεσιμισμού, το οποίο είχε παραλάβει μέσω του Χάιντεγκερ και την ωθούσε μερικές φορές σε ελιτίστικες και αντιδημοκρατικές θέσεις. Ενώ η Άρεντ κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να διαχωρίσει τη φιλοσοφική σκέψη του (κάποτε εραστή της) Χάιντεγκερ από τη θλιβερή πολιτική του στράτευση, οι Λέβιτ, Γιόνας και Μαρκούζε δεν δίστασαν να υπογραμμίζουν τη στενή σύνδεση του χαϊντεγκεριανού Υπαρξισμού με τον Εθνικοσοσιαλισμό. Ακόμη και εκείνοι όμως δεν κατόρθωσαν να απελευθερωθούν εντελώς από την επιρροή του δασκάλου: ο Μαρκούζε εξέφραζε έναν «αριστερό χαϊντεγκεριανισμό», ο Λέβιτ δεν έπαψε να συλλαμβάνει τη Νεωτερικότητα ως εκκοσμικευμένη θεολογία και κατά συνέπεια πηγή του σύγχρονου μηδενισμού, ενώ ο Γιόνας ισχυριζόταν ότι η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» που προέκυψε από την περιβαλλοντική κρίση των ημερών μας δεν θα μπορούσε να ρυθμιστεί παρά μονάχα από μια απολυταρχική διακυβέρνηση. Σε τελική ανάλυση, κοινό χαρακτηριστικό που μοιράζονταν και οι τέσσερεις μαθητές του Χάιντεγκερ ήταν ο πολιτισμικός πεσιμισμός, η σύλληψη της Νεωτερικότητας ως πηγής δεινών και η άρνηση να αναγνωρίσουν τις θετικές πτυχές της: δημοκρατικές ελευθερίες, κριτικός αναστοχασμός της επιστήμης και πρόοδος. Έτσι φτάνουμε στην καρδιά του ζητήματος.
Κοινό χαρακτηριστικό που μοιράζονταν και οι τέσσερεις μαθητές του Χάιντεγκερ ήταν ο πολιτισμικός πεσιμισμός, η σύλληψη της Νεωτερικότητας ως πηγής δεινών και η άρνηση να αναγνωρίσουν τις θετικές πτυχές της: δημοκρατικές ελευθερίες, κριτικός αναστοχασμός της επιστήμης και πρόοδος.
Ουσιαστικά, βάση της συλλογιστικής του βιβλίου είναι η προσωπική επιθυμία του Γουόλιν να ανατρέψει τις αντιδημοκρατικές αιχμές του πολιτισμικού πεσιμισμού, σημαντικό στοιχείο του οποίου υπήρξε ο Χάιντεγκερ και οι μαθητές του. Ο ίδιος ο Γουόλιν εξηγεί ότι η απόρριψη των αξιών της Δυτικής παράδοσης οδηγεί σε ιστορικιστικές τάσεις που αποτελούν κίνδυνο για τις αξίες του Διαφωτισμού και τη φιλελεύθερη Δημοκρατία. Υπό αυτή την έννοια, το βιβλίο προειδοποιεί για τον πολιτισμικό πεσιμισμό ως πολιτικό κίνδυνο, συνεχίζοντας τη σκέψη συγγραφέων όπως ο Πόπερ (Popper), o Κάσιρερ (Cassirer) και ο Μπράχερ (Bracher). Είναι μια εύγλωττη απόπειρα ανασκευής των σημαντικότερων αντιδημοκρατικών φιλοσοφικών προσεγγίσεων του περασμένου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο που στην αρχή υπάρχει αφιέρωση στον Γιούργκεν Χάμπερμας (Jürgen Habermas). Οι διαλέξεις του Γερμανού φιλοσόφου ήταν η αιτία που ο Γουόλιν, άλλοτε μαρξιστής και θαυμαστής της Αρνητικής Διαλεκτικής του Αντόρνο, με έκπληξη διαπίστωσε πως βρισκόταν σε πλάνη και ότι ταυτίζοντας τον Διαφωτισμό και τον ορθολογισμό με τον «εργαλειακό λόγο», στην πραγματικότητα απλώς παραχωρούσε έδαφος στον αντιδημοκρατικό ανορθολογισμό, ένα λάθος το οποίο ούτε ο Μεταμοντερνισμός ούτε η πρώτη γενιά της Κριτικής Θεωρίας δεν κατόρθωσε να αποφύγει.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας.
Πηγή : https://bookpress.gr/