Περίληψη γραπτού Λόγου
- Τι είναι η περίληψη;
Είναι η συνοπτική και περιεκτική απόδοση, σε συνεχή λόγο, ενός κειμένου. Είναι ένα νέο κείμενο, που, χωρίς να προδίδει το αρχικό, περιλαμβάνει τα σημαντικότερα σημεία του, κατάλληλα συνδεδεμένα.
- Η έκταση της περίληψης
Συνήθως είναι το 1/3 του αρχικού κειμένου. Στις εξετάσεις, ο αριθμός των λέξεων καθορίζεται. Δεν πρέπει να υπερβαίνουμε το όριο πάνω από 15-20 λέξεις.
Ι. Η εκτενής περίληψη βασίζεται:
• Στο θεματικό κέντρο του κειμένου.
• Στους πλαγιότιτλους των παραγράφων.
• Στις σημαντικές λεπτομέρειες της κάθε παραγράφου.
II. Η συνοπτική περίληψη βασίζεται:
-Στο θεματικό κέντρο του κειμένου.
• Στους πλαγιότιτλους των παραγράφων.
ΙΠ. Η πολύ σύντομη περίληψη βασίζεται:
• Στο θεματικό κέντρο του κειμένου.
• Στους πλαγιότιτλους των ευρύτερων ενοτήτων.
Πορεία σύνθεσης μιας περίληψης:
1) Διαβάζουμε προσεκτικά το κείμενο που μας δόθηκε και προσπαθούμε να συλλάβουμε το θεματικό/νοηματικό του κέντρο . Στη συνέχεια καταγράφουμε το θεματικό κέντρο που εντοπίσαμε στο πρόχειρό μας ,διότι αυτό μπορεί να αποτελέσει στη συνέχεια ακόμη και τη θεματική περίοδο της περίληψής μας ,αν βέβαια επιλέξουμε την παραγωγική μέθοδο ανάπτυξης. Στην προσπάθεια εντοπισμού του θεματικού κέντρου του κειμένου, θα μας βοηθήσει και ο τίτλος του ,αν υπάρχει.
2) Εργαζόμαστε ανά παράγραφο εντοπίζοντας τα μέρη της (θεματική περίοδος, λεπτομέρειες ,πρόταση- κατακλείδα ) και υπογραμμίζουμε τις λέξεις -κλειδιά ή τις φράσεις-κλειδιά. Οι λέξεις (ή φράσεις κατά περίπτωση) αυτές αποδίδουν τα βασικά στοιχεία -θέσεις , απόψεις, σκέψεις κ.ά. – του συγγραφέα.
Ένας τρόπος για να καταλάβουμε ότι έχουμε υπογραμμίσει τις σωστές λέξεις -κλειδιά, είναι να τις διαβάσουμε τη μια μετά την άλλη, μετά την υπογράμμισή τους ,απομονωμένες δηλαδή από το υπόλοιπο γλωσσικό περιβάλλον της παραγράφου. Αν αποδίδουν το βασικό νόημα της παραγράφου, τότε οι επιλογές μας είναι σωστές ή τουλάχιστον ικανοποιητικές . Η επιλογή τους επίσης, είναι αυστηρή και θα πρέπει να αποφεύγεται η κατά…βούληση υπογράμμιση . Ανάλογα πάντως με το κείμενο και με οδηγό τη συλλογιστική πορεία του συγγραφέα ,μπορούμε να τις εντοπίσουμε υποβάλλοντας σύντομα ερωτήματα του τύπου : ποιος, πού ,πότε, τί , πώς ,γιατί, με ποιο σκοπό , με ποιο αποτέλεσμα ,με ποια προϋπόθεση κ.ο.κ.
3) Στη συνέχεια , «κρατάμε» σημειώσεις από κάθε παράγραφο ή νοηματική ενότητα χωριστά, χρησιμοποιώντας τις λέξεις -κλειδιά ως οδηγό ή καταγράφουμε τον πλαγιότιτλο της παραγράφου ή της θεματικής ενότητας.
- Για να γίνει αυτό ευκολότερα , χρησιμοποιούμε ως υποκείμενο της σημείωσης τη σημαντικότερη νοηματικά έννοια (την έννοια με τη βαρύνουσα σημασία) που υπογραμμίσαμε και συνήθως –αλλά όχι πάντα-βρίσκεται στη θεματική περίοδο της παραγράφου.
Οι σημειώσεις αυτές θα αποτελέσουν το βασικό υλικό της περίληψής μας ,σε συνδυασμό βέβαια και με το θεματικό κέντρο που ήδη έχουμε εντοπίσει και καταγράψει .
4) Συνθέτουμε και γράφουμε την περίληψη με δικά μας λόγια ,χρησιμοποιώντας το θεματικό κέντρο, τις λέξεις -κλειδιά ,τις σημειώσεις που κρατήσαμε από κάθε παράγραφο ή θεματική ενότητα ή τους πλαγιότιτλους που έχουμε καταγράψει . Η σύνδεση αυτών των συστατικών μερών γίνεται με τη χρήση διαρθρωτικών λέξεων ,που στοχεύουν στο δέσιμο μεταξύ τους των μερών της περίληψης.
- Η περίληψη γράφεται στο πλαίσιο μιας εκτενούς παραγράφου και για το λόγο αυτό έχει τη δομή μιας κανονικής παραγράφου. Η θεματική περίοδος αντιστοιχεί στο θεματικό/ νοηματικό κέντρο της περίληψης , οι λεπτομέρειες αντιστοιχούν στις σημειώσεις ή τους πλαγιότιτλους και η πρόταση-κατακλείδα αντιστοιχεί στο συμπέρασμα που ενδεχομένως καταλήγει ο συγγραφέας του κειμένου που δόθηκε για περίληψη.
Ορισμένες συνηθισμένες διαρθρωτικές λέξεις άνάλογα με τη σημασία τους είναι οι ακόλουθες :
α) αίτιο -αποτέλεσμα : επειδή ,διότι, γιατί, με αποτέλεσμα ,επομένως, άρα κ.ά.
β)χρονική σχέση : ύστερα, προηγουμένως, εντωμεταξύ, στη συνέχεια κ.ά.
γ) όρος ,προϋπόθεση : αν, εάν, εκτός κι αν, σε περίπτωση , με την προϋπόθεση ,με τον όρο κ.ά.
δ) αντίθεση :αλλά, όμως, αντίθετα, ωστόσο, εξάλλου, από την άλλη πλευρά, εντούτοις κ.ά.
ε) επεξήγηση : δηλαδή, με άλλα λόγια, για να το πω απλά κ.ά.
στ) έμφαση : είναι αξιοσημείωτο/ αξιοπρόσεκτο ότι …, θα ήθελα να τονίσω το εξής , να επιστήσω την προσοχή κ.ά.
ζ) παράδειγμα : για παράδειγμα ,π.χ., λ.χ. κ.ά.
η) απαρίθμηση επιχειρημάτων : πρώτο, δεύτερο ,τρίτο … καταρχήν ,τελικά, στη συνέχεια κ.ά.
θ) διάρθρωση του κειμένου : το άρθρο/ η μελέτη/ η εισήγηση /η ομιλία /η επιφυλλίδα /το κείμενο … κ.ά.
ι)συμπέρασμα/ ανακεφαλαίωση: συμπεραίνοντας, ανακεφαλαιώνοντας, συμπερασματικά θα λέγαμε , στο τέλος κ.ά.
Γενικές οδηγίες
1) Αποφεύγουμε την υπερβολική αφαίρεση και γενίκευση δίνοντας τα επιχειρήματα και τις σκέψεις του συγγραφέα σε σωστή αναλογία.
2)Δεν προσπαθούμε να μιμηθούμε το ύφος του κειμένου και αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτούσιες τις λέξεις/ φράσεις του κειμένου ,παρά μόνο αν είναι εντελώς απαραίτητο. Σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιούμε εισαγωγικά.
3) Δε σχολιάζουμε τις απόψεις του συγγραφέα ,ούτε επιδοκιμάζουμε ή αποδοκιμάζουμε τις θέσεις του. Παρακολουθούμε και καταγράφουμε τη συλλογιστική του πορεία με -όσο το δυνατό- αντικειμενικό τρόπο.
4)Παραλείπουμε : τις επεξηγήσεις ,όπου είναι δυνατό, τα παραδείγματα , τις καλλολογικές εκφράσεις ,τα σχήματα λόγου .
5) Μετατρέπουμε τις μεταφορές σε κυριολεξίες ή απλά τις παραλείπουμε.
6)Επιλέγουμε από την αρχή τη σύνταξη (ενεργητική ή παθητική) που θα χρησιμοποιήσουμε και τη διατηρούμε ως το τέλος της περίληψης.
7) Χρησιμοποιούμε κατά κανόνα το τρίτο πρόσωπο .
8) Καταγράφουμε τα βασικά σημεία του κειμένου και δεν τα σχολιάζουμε γιατί δεν κάνουμε διασκευή .
9) Σε περίπτωση που η έκταση της περίληψης είναι αρκετά μεγάλη ,μπορούμε να εφαρμόσουμε και τεχνικές πύκνωσης :
ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΥΚΝΩΣΗΣ
α) απαλοιφή ονοματικών ή άλλων προσδιορισμών ( π.χ. η όμορφη πόλη = η πόλη )
β) απόδοση εννοιών της ίδιας οικογένειας μ’ έναν περιεκτικό όρο (π.χ. οι εφημερίδες, τα περιοδικά , η τηλεόραση, το ραδιόφωνο= τα μέσα μαζικής ενημέρωσης)
γ) αντικατάσταση μιας σειρά ενεργειών από μια φράση που συνοψίζει την όλη πράξη (π.χ. ξύπνησε, σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντύθηκε, πλύθηκε ,έφαγε γρήγορα το πρωινό του ,πήρε τη τσάντα του κι έφυγε για το σχολείο = ετοιμάστηκε και πήγε στο σχολείο)
δ) αντικατάσταση μιας περιόδου από τη λεκτική πράξη που δηλώνει (π.χ. Η μητέρα του Νίκου είπε στον καθηγητή της τάξης ότι στο γιο της έτυχε μια οικογενειακή υποχρέωση ,κοιμήθηκε αργά και γι’ αυτό δεν ήρθε στο σχολείο τη Τρίτη = Η μητέρα του Νίκου δικαιολόγησε τις απουσίες του γιου της )
ε) η σύμπτυξη στην ίδια περίοδο των νοημάτων δύο ή περισσότερων παραγράφων ,στις οποίες παρατηρείται συνάφεια ως προς το περιεχόμενο ,μέσω δευτερευουσών προτάσεων.
στ) αντικατάσταση δευτερευουσών προτάσεων από μετοχές (π.χ. Συχνά οι πολιτικοί συνδέονται με διαπλεκόμενα συμφέροντα ,γεγονός που τροφοδοτεί αφορμή για ποικίλες αντιδράσεις = προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις)
- Παραγραφοποίηση της περίληψης
* Συνήθως γράφεται σε μια παράγραφο.
* Μπορεί να γραφεί σε περισσότερες, ακολουθώντας τη δομή του κειμένου.
Π.χ. πρώτη ενότητα αίτια, δεύτερη αποτελέσματα κτλ.
Σύνταξη της περίληψης
1. Η πρώτη περίοδος:
• αρχίζει με τη φράση: «ο συγγραφέας/ αρθρογράφος τον κειμένου αναφέρει /ται, παρουσιάζει, προβάλλει, προβληματίζεται, τονίζει, επισημαίνει κτλ…»
• ακολουθεί το θεματικό κέντρο του κειμένου, με το οποίο ολοκληρώνεται η περίοδος.
2. Η δεύτερη περίοδος:
• Αποτελεί την περιληπτική διατύπωση της πρώτης παραγράφου.
« Συνδέεται με την πρώτη περίοδο με τη χρήση μιας διαρθρωτικής λέξης ή φράσης π.χ. αρχικά κτλ.
3. Ακολουθούμε την ίδια διαδικασία για όλες τις επόμενες παραγράφους, με βάση τον πλαγιότιτλο και τις σημειώσεις κάθε παραγράφου.
4. Ο λόγος πρέπει να είναι συνεχής και να διασφαλίζεται η αλληλουχία και η συνοχή των νοημάτων με τις κατάλληλες διαρθρωτικές λέξεις ή φράσεις. Π.χ. Επίσης τονίζει, παράλληλα επισημαίνει, προσθέτει ακόμα, αντίθετα προβάλλει, επιπλέον υποστηρίζει κτλ.
5. Την τελευταία παράγραφο του αρχικού κειμένου τη διαμορφώνουμε σε πρόταση κατακλείδα της περίληψης, αρχίζοντας με την κατάλληλη έκφραση.
Π.χ. Ο συγγραφέας του κειμένου καταλήγοντας, συμπεραίνει… κτλ.
Τι προσέχουμε στην περίληψη / Αποφεύγουμε
1. Την υπερβολική αφαίρεση και γενίκευση.
2. Τη μίμηση του ύφους του συγγραφέα.
3. Την επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των επιχειρημάτων του.
4. Τη χρήση λέξεων/ φράσεων του κειμένου. Όταν τις χρησιμοποιούμε, τις βάζουμε σε εισαγωγικά.
Επιδιώκουμε:
1. Την αντικειμενική και σωστή απόδοση του περιεχομένου με διάφορες τεχνικές πύκνωσης (γενίκευση, αναδιατύπωση, υπερώνυμα κτλ.).
2. Τη χρήση ουδέτερου πληροφοριακού ύφους.
3. Τη σωστή δομή: ενότητα λόγου, αλληλουχία νοημάτων, συνοχή κειμένου.
4. Την επιλογή της καταλληλότερης σύνταξης, ενεργητικής ή παθητικής.
Ρήματα που χρησιμοποιούμε στην περίληψη
Ο συγγραφέας, αρθρογράφος κλπ.:
1. Αναφορικής όψης:διατυπώνει τη γνώμη, προτείνει, δηλώνει, εισηγείται, ανακοινώνει, αναφέρει, μνημονεύει, παραθέτει αυτολεξεί (ένα άλλο κείμενο), σχολιάζει, ερμηνεύει, συζητά (ένα άλλο κείμενο), παρατηρεί, διαπιστώνει, ορίζει με ακρίβεια, προσδιορίζει, καθορίζει, αποσαφηνίζει, διευκρινίζει, επεξηγεί, εξηγεί, αιτιολογεί, ονομάζει, αποκαλεί, χαρακτηρίζει, συγκρίνει, αντιθέτει, αντιπαραθέτει, αντιπαραβάλλει, επιχειρηματολογεί (υπέρ ή κατά), υπερασπίζεται, υποστηρίζει, υπεραμύνεται, συνηγορεί, συμφωνεί με, ταυτίζεται με, δικαιολογεί, ανασκευάζει, απορρίπτει, αντικρούει, αντιτείνει, αντιπροτείνει, τεκμηριώνει, στηρίζει (την άποψη του), αποδεικνύει, δείχνει, κρίνει, αξιολογεί, αποτιμά, διαβεβαιώνει, βεβαιώνει, ισχυρίζεται, αποφαίνεται, υποστηρίζει, επιμένει (ότι), προβλέπει, λέει, σημειώνει, τονίζει, επισημαίνει, υπογραμμίζει, πραγματεύεται, εξετάζει, συζητά, ασχολείται (με), αναφέρεται (σε), αναλύει, αναπτύσσει, ορίζει, διαιρεί, ταξινομεί, περιγράφει, απαριθμεί, συμπληρώνει, προσθέτει, αφηγείται, διηγείται, αναρωτιέται, απορεί, ρωτά, υποδεικνύει, προτείνει, αντιπροτείνει, συμβουλεύει, συστήνει, απολογείται, εύχεται, εξεγείρεται, αγανακτεί, εκφράζει την έκπληξη του.
2. Ποσοτικής όψης:προσπερνά βιαστικά, με συντομία, αποσιωπά, παραλείπει, δεν αναφέρει/ αναφέρεται, θίγει πλαγίως, έμμεσα, επιφανειακά, εξετάζει διεξοδικά, αναλυτικά, προσεκτικά, συζητά διεξοδικά, ανοίγει – κλείνει – τερματίζει τη συζήτηση, εξαντλεί το θέμα, συμπεραίνει, προσθέτει, υπογραμμίζει, επισημαίνει.
3.Μεταγλωσσικής όψης: επεξηγεί, συγκεκριμενοποιεί (για άλλο κείμενο), παραφράζει (για άλλο κείμενο).
4. Διορθωτικής όψης:τροποποιεί, αλλάζει (τη διατύπωση), διορθώνει (τον εαυτό του/τους συνομιλητές του), ανασκευάζει τα επιχειρήματα, αναιρεί όσα είπε.
5. Διαλογικής όψης: απευθύνει το λόγο, δίνει το λόγο, ζητά το λόγο, παίρνει, υφαρπάζει το λόγο, διεκδικεί το λόγο, παρεμβαίνει, διακόπτει, απαντά, δευτερολογεί, απευθύνεται.
6. Οργανωτικής όψης: αρχίζει, προλογίζει, συνεχίζει, μεταβαίνει (σε άλλο θέμα), παρεκβαίνει, τελειώνει, καταλήγει, συμπεραίνει, ανακεφαλαιώνει.
(Το λεξιλόγιο είναι από την ιστοσελίδα τον ΚΟΜΒΟΥ)
1ο Παράδειγμα Περίληψης
Το βιβλίο σφυρηλατεί το αίσθημα της ελευθερίας
1. Το βιβλίο, αναμφίβολα αποτελεί αστείρευτη πηγή γνώσης. Είναι ο κινητήριος μοχλός στη διαδικασία της εκπαίδευσης μέσα στον σχολικό χώρο. Τα βιβλία, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αποδελτιωμένων γνώσεων, που έχουν σχέση με κάβε τομέα του επιστητού. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η αξία του έχει υποβαθμιστεί, τόσον απ’ τον ώριμο άνθρωπο, όσο κι απ’ τον μαθητόκοσμο. Το φαινόμενο που παρατηρείται τις τελευταίες ημέρες του σχολικού έτους, όπου οι μαθητές κυριολεκτικά «κατακρεουργούν» τα βιβλία τους, μετατρέποντας τα προαύλια των σχολείων σε αλάνες με σκουπιδόχαρτα, πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό και φανερώνει πως κάπου στο κοινωνικό-εκπαιδευτικό σύστημα υπάρχουν «στεγανά», που ωθούν«βάνδαλη» συμπεριφορά. σ’ αυτή τη
2. Εξετάζοντας βαθύτερα την όλη κατάσταση, μπορούμε να εντοπίσουμε μερικές αιτίες, που εξηγούν αυτή τη συμπεριφορά. Ξεκινάει απ’ τη σχολική ηλικία του παιδιού, που πηγαίνει στο σχολείο «επειδή έτσι συμβαίνει μ’ όλα τα παιδιά της ηλικίας του». Δεν το πείθουν οι μεγαλύτεροι, οι υπεύθυνοι για την αγωγή του, ότι έχει και μυαλό που πρέπει να το καλλιεργήσει, για να γίνει σωστός άνθρωπος.’ Ετσι το μικρό παιδί, ο μετέπειτα νεαρός έφηβος, δε συνειδητοποιεί την αξία της μόρφωσης στη διαδικασία της ζωής. Έτσι η εκπαίδευση, που κατακτιέται κατά κύριο λόγο μέσα απ’ το βιβλίο, θεωρείται «αναγκαίο κακό», που σημαίνει καταπίεση και όχι ύψιστη πράξη ελευθερίας.
3. Συχνά ο δάσκαλος θεωρείται απ’ τους μαθητές «κρατούσα κοινωνική» αρχή, και τίθεται πρόβλημα επικοινωνίας ανάμεσα τους. Ο μαθητής ενδόμυχα τον φοβάται και δεν αφήνεται ελεύθερα στην καθοδήγηση του. Επειδή τον θεωρεί καταπιεστή της ελευθερίας του, κρατάει απόσταση απ’ αυτόν, κάποτε γίνεται επιθετικός ή αντιδραστικός στις οποιεσδήποτε παροτρύνσεις που γίνονται απ’ το δάσκαλο. Σ’ αυτή τη φάση δημιουργείται ένα τεράστιο χάσμα, με αποτέλεσμα η νεανική ψυχή να φθείρεται σε μικροσυγκρούσεις και ανταγωνισμούς που έχουν σοβαρό κόστος στη μελλοντική εξέλιξη του νέου.
4. Το πρόβλημα διογκώνεται και απ’ τη νοοτροπία της κοινωνίας μας, ότι τα βιβλία παρέχουν τη γνώση και ότι η γνώση εξασφαλίζει σπουδαία επαγγελματική κατοχύρωση. Αυτή η άποψη, δεν ενθαρρύνει την αγάπη γι’ αυτή καθεαυτή τη γνώση, σαν στοιχείο αναγκαιότατο για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ολοκλήρωση του χαρακτήρα, αλλά δίνει κίνητρα για τη «χρησιμοθηρία» της μ’ οποιοδήποτε κόστος για τον νεαρό έφηβο. Φυσικό επακόλουθο είναι, η ψυχική καταπίεση και το άγχος να δημιουργούν σύγχυση στην τρυφερή νεανική ψυχή. Οι μαθητές εξαιτίας της ανωριμότητας της ηλικίας, δεν μπορούν να καταλάβουν τις πραγματικές αιτίες που τους απωθούν απ’ τη γνώση και ξεσπούν στα βιβλία, στους ανυπεράσπιστους φίλους μιας ολόκληρης χρονιάς.
5. Γενικότερα, η έλλειψη της αγάπης για γνώση απ’ την πλευρά του μαθητή, οφείλεται στη βαθιά έλλειψη πνευματικότητας της εποχής μας και στην αλλοτρίωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί μόνο αν γίνει μια ανθρωπιστική στροφή στον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Αν ο μαθητής δηλαδή καταλάβει ότι η μόρφωση είναι αναγκαία για την ανάπτυξη του μυαλού του, όσο η τροφή για το σώμα του, θα αγαπήσει τη γνώση, θα εκτιμήσει την πολύτιμη προσφορά του βιβλίου, οπότε θα το σέβεται και θα πάψει να το καταστρέφει.
6. Όλοι οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για την αγωγή του παιδιού, κυριότερα οι γονείς, οι δάσκαλοι και οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς, μπορούν – και επιβάλλεται – να επηρεάσουν σημαντικά τη διάθεση του νέου για έρευνα και μελέτη του κόσμου, μέσα απ’ τοπεριεχόμενο του βιβλίου και να δώσουν οι ίδιοι κίνητρα για διάβασμα. Πρέπει οι νέοι άνθρωποι να καταλάβουν ότι το βιβλίο βγάζει το άτομο απ’ τα σκοτάδια της αμάθειας, ανοίγει δρόμους στη ζωή σίγουρους και ασφαλείς και σφυρηλατεί το αίσθημα της ελευθερίας. Επίσης είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουν ότι τα βιβλία καταστρέφονται, επειδή θεωρούνται επικίνδυνα, μόνο από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (Χιτλερική Γερμανία), και ότι συμπεριφέρονται φασιστικά όταν τα καταστρέφουν ενώ ζουν σε μια ελεύθερη χώρα με πλούσια πνευματική κληρονομιά, που οφείλουν να συνεχίσουν με αγάπη, «υπομονή και περηφάνεια». πολύτιμο
Γιάννα Κουτρομάνου , 19 Ιουλίου 1987
Θεματικό/ Νοηματικό Κέντρο : Το παιδί απομακρύνεται από το βιβλίο, παρόλο που σφυρηλατεί την ελευθερία , για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς.
Οι υπογραμμισμένες λέξεις–κλειδιά κάθε παραγράφου , αν διαβαστούν μόνες τους – η μια μετά την άλλη- θα διαφανεί εύκολα ότι αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά των επιμέρους παραγράφων. Αυτό αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι οι λέξεις -κλειδιά που επιλέχτηκαν είναι οι σωστές , εφόσον καταφέρνουν ν’ αποδώσουν τα κύρια σημεία των παραγράφων ,χωρίς νοηματικά χάσματα.
Πλαγιότιτλοι Παραγράφων :
1 η Παράγραφος : «Η υποβάθμιση της αξίας του βιβλίου».
2 η Παράγραφος : «Τα εκπαιδευτικά αίτια σύνδεσης του βιβλίου με την καταπίεση του μαθητή»
3 η Παράγραφος : «Οι αρνητικές επιδράσεις των συγκρούσεων ανάμεσα στο μαθητή και στο δάσκαλο»
4 η Παράγραφος : «Η καλλιέργεια από την κοινωνία της σχέσης γνώση- επάγγελμα δημιουργεί άγχος κι απέχθεια για το βιβλίο».
5 η Παράγραφος : «Η ανθρωπιστική στροφή οδηγεί στην αγάπη για το βιβλίο»
6 η Παράγραφος : «Οι υπεύθυνοι οφείλουν να πείσουν ότι το βιβλίο είναι πηγή ελευθερίας και διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς»
Σημειώσεις Παραγράφων :
1 η Παράγραφος : Το βιβλίο υποβαθμίζεται για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς.
2 η Παράγραφος : Ιδιαίτερα ο μαθητής δεν πείθεται για την αξία που έχει (το βιβλίο) για τη μόρφωσή του και το θεωρεί μόνο μέσο καταπίεσης .
3 η Παράγραφος : (Ο μαθητής ) Θεωρεί το δάσκαλο καταπιεστή της ελευθερίας του, γίνεται αντιδραστικός και αναλώνεται σε άκαρπους ανταγωνισμούς.
4 η Παράγραφος : Η κοινωνία καλλιεργεί τη χρησιμοθηρική γνώση για την επαγγελματική επιτυχία, αλλά η γνώση αυτή γεννά μόνον άγχος και καταπίεση.
5 η Παράγραφος : Η απουσία της πνευματικότητας και η αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου απαξιώνει το βιβλίο και η λύση βρίσκεται στον ανθρωπισμό και στην ανάγκη για γνώση.
6 η Παράγραφος : Όσοι ευθύνονται για την αγωγή των νέων οφείλουν να τους δώσουν κίνητρα, ώστε νικώντας την αμάθεια να κατακτήσουν την ελευθερία και να διατηρήσουν την πολιτισμική τους κληρονομιά.
-Ενώνουμε το Θεματικό Κέντρο με τους Πλαγιότιτλους ή τις Σημειώσεις χρησιμοποιώντας διαρθρωτικές λέξεις. Η ένωση αυτή γίνεται με τρόπο ελεύθερο. Δεν είναι απαραίτητη η χρήση της ακριβούς συντακτικής δομής τους. (Αν το Θεματικό Κέντρο είναι σχεδόν το ίδιο με τις πρώτες σημειώσεις , είτε το διαφοροποιούμε , είτε το παραλείπουμε. Σε κάθε περίπτωση δεν το υποβαθμίζουμε ,γιατί αποτελεί τον πυρήνα του κειμένου).
Περίληψη με πλαγιότιτλους
Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι το παιδί απομακρύνεται από το βιβλίο, παρόλο που σφυρηλατεί την ελευθερία , για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς.. Αρχικά αναφέρει πως η εκπαίδευση μέσα από το βιβλίο θεωρείται καταπίεση και όχι πράξη ελευθερίας. Επιπλέον, γεννιούνται αρνητικές επιδράσεις από τις συγκρούσεων ανάμεσα στο μαθητή και στο δάσκαλο. Παρακάτω επισημαίνει ότι η καλλιέργεια από την κοινωνία της σχέσης γνώση- επάγγελμα δημιουργεί άγχος κι απέχθεια για το βιβλίο. Ωστόσο, η ανθρωπιστική στροφή θα σταματήσει την καταστροφή του βιβλίου. Ολοκληρώνει τονίζοντας ότι οι υπεύθυνοι οφείλουν να πείσουν ότι το βιβλίο είναι πηγή ελευθερίας και διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς.
(97 λέξεις)
Περίληψη με σημειώσεις
Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι το παιδί απομακρύνεται από το βιβλίο, παρόλο που σφυρηλατεί την ελευθερία , για λόγους κοινωνικούς κι εκπαιδευτικούς. Αρχικά αναφέρει πως ιδιαίτερα ο μαθητής δεν πείθεται για την αξία που έχει (το βιβλίο) για τη μόρφωσή του και το θεωρεί μόνο μέσο καταπίεσης. Επιπλέον, θεωρεί το δάσκαλο καταπιεστή της ελευθερίας του, γίνεται αντιδραστικός και αναλώνεται σε άκαρπους ανταγωνισμούς. Παρακάτω προσθέτει ότι η κοινωνία καλλιεργεί τη χρησιμοθηρική γνώση για την επαγγελματική επιτυχία, αλλά η γνώση αυτή γεννά μόνον άγχος και καταπίεση. Επίσης, η απουσία της πνευματικότητας και η αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου απαξιώνει το βιβλίο και η λύση βρίσκεται στον ανθρωπισμό και στην ανάγκη για γνώση. Τέλος, τονίζει ότι όσοι ευθύνονται για την αγωγή των νέων οφείλουν να τους δώσουν κίνητρα, ώστε νικώντας την αμάθεια να κατακτήσουν την ελευθερία και να διατηρήσουν την πολιτισμική τους κληρονομιά.
(138 λέξεις)
2ο Παράδειγμα Περίληψης
(Κείμενο από το Σχολικό βιβλίο της Β’ Λυκείου, σελ. 253)
ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΛΕΛΛΗΝΕΣ
Ηλικιωμένος άνθρωπος που επί χρόνια πολλά εργάστηκε στη διοικητική υπηρεσία του Κράτους και ανέβηκε όλες τις βαθμίδες της, συνόψισε κάποτε τα διδάγματα της μακράς πείρας του με μια παρατήρηση άξια να μας βάλει σε πολλές σκέψεις.
Το Κράτος, έλεγε, όχι ως αφηρημένη ιδέα, αλλά ως συγκεκριμένο βίωμα, σαν ένα κομμάτι από την ίδια τη ζωή μας, λείπει από τους σημερινούς Έλληνες. Το αισθάνονται σαν ξένο, όχι δικό τους, και δεν το πονούν. Τη χώρα τους την αγαπούν με πάθος. Για μια χούφτα από το χώμα της είναι άξιοι να πεθάνουν με την πιο μεγάλη ευκολία. Άλλο Πατρίδα όμως και άλλο Πολιτεία. Με την Πατρίδα είμαστε στενότατα δεμένοι. Την έχουμε βάλει μέσο, στο αίμα μας, γιατί και με το αίμα μας την έχουμε κρατήσει. Την Πολιτεία όμως, δηλαδή αυτό τον ορισμένο τρόπο με τον οποίο έχει οργανωθεί και διοικείται ο τόπος, αυτήν την απρόσωπη δύναμη που λειτουργεί στο όνομα όλων για να εξασφαλίζει με τα όργανα και τους θεσμούς της τη ζωή και την ελευθερία μας, δεν μπορούμε να τη νιώσουμε σαν κάτι εντελώς δικό μας. Είναι ξένο σώμα. για το αίσθημα μας.
Απόδειξη ότι δεν πονούμε, ούτε αισθανόμαστε ενστιγματικά την ανάγκη να προστατέψουμε ό, τι ανήκει στο Κράτος, το δημόσιο κτήμα. Απέναντι του δείχνουμε αδιαφορία και κάποτε μιαν απίστευτη εχθρότητα και μανία καταστροφής. Από παιδιά στο σχολείο κακοποιούμε βάρβαρα τα θρανία και τους τοίχους του σχολείου -«ανήκει στο δημόσιο, δεν είναι δικό μας». Την ίδια αστοργία δείχνουμε στα δικαστήρια, στα άλλα δημόσια γραφεία, ακόμη και στους πάγκους του πάρκου ή στις δημόσιες κρήνες, σε ό,τι τέλος πάντων είναι κρατική περιουσία. Μόλις αντιληφθούμε ότι κάτι τι ανήκει ή με κάποιο τρόπο βρίσκεται στην κυριότητα αυτής της απρόσωπης δύναμης, αν δεν μπορούμε να το οικειοποιηθούμε, με ευχαρίστηση το φθείρουμε. Με την ίδια ευκολία προσπαθούμε ν “αποφεύγουμε τις υποχρεώσεις μας προς το Κράτος ή να καταστρατηγούμε τους νόμους του. Είναι ο «άλλος», όχι ο εαυτός μας. Και τον ξεγελούμε ή σηκώνουμε το όπλο εναντίον του, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι κατά βάθος τον εαυτό μας απατούμε ή πληγώνουμε.
Και από τις παρατηρήσεις του αυτές ο πολύπειρος άνθρωπος έβγαζε το συμπέρασμα ότι ίσως οι Έλληνες να μην είναι οργανικά ικανοί να ποτιστούν από την ιδέα του Κράτους. Ότι πιθανόν μέσα στην ίδια τη φυσική τους υφή να υπάρχει κάποια τάση αναρχισμού…
Έχει αρκετά διαδοθεί αυτή η αντίληψη και συχνά ακούγεται. Ωστόσο μου φαίνεται πολύ παρακινδυνευμένη και άδικη στην απαισιοδοξία της. Δεν αμφισβητώ τα γεγονότα, όπου στηρίζεται (τα περισσότερα είναι δυστυχώς πραγματικά, είτε μας αρέσουν είτε όχι). Αλλά. την ερμηνεία που δίνεται σ’ αυτό, τα γεγονότα.
Ότι δεν πονούμε, ή ότι δεν πονούμε αρκετά την Πολιτεία σαν κάτι εντελώς δικό μας, είναι βέβαιο. Από αναρχισμό όμως την αντιθέσουμε προς τα αισθήματα και τα συμφέροντα μας ή από άλλους λόγους; Και πώς είναι δυνατόν αυτός ο δήθεν αναρχισμός να θεωρηθεί έμφυτη ιδιότητα ριζωμένη μέσα στη δική μας φυλή; Μπορεί ο Έλληνας να είναι περισσότερο από άλλους λαούς ατομιστής, να μην πειθαρχεί τόσο εύκολα στο συλλογικό σώμα και πνεύμα της ομάδας. Αλλά από το σημείο τούτο ως το σημείο να τον πούμε από τη φύση του αναρχικό, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Ορθότερη φαίνεται μια άλλη εξήγηση. Ότι αυτή η αδιαφορία ή η λανθάνουσα εχθρότητα προς το Κράτος και τις λειτουργίες του είναι αποτέλεσμα ιστορικών αιτίων και μιας κακοδαιμονίας που ατυχώς διαιωνίζεται. Ας μη λησμονούμε ότι επί μακροχρόνια και κατά διαστήματα δεν υπήρχε γι’ αυτόν εδώ τον πολυβασανισμένο λαό σύμπτωση Πολιτείας και Έθνους. Η κρατική εξουσία στις διάφορες περιόδους της δουλείας δεν ήταν μονάχα ξένη αλλά και εχθρική προς την εθνική μας υπόσταση. Και επομένως γενεές γενεών, για να βεβαιώσουν την εθνική τους ιδιοτυπία, τη χωριστή τους ύπαρξη, ήταν αναγκασμένες να μισούν, να απατούν και να πολεμούν τα όργανα, και τις λειτουργίες που στα μάτια τους εκπροσωπούσαν το Κράτος και σάρκωναν την ιδέα της Πολιτείας. Το κρυφό μίσος με τα ψυχικά επακόλουθα, του είναι πολύ πιο επικίνδυνο από τη φανερή αντίθεση, τον ανοιχτό πόλεμο. Συμπνιγόμενο από το φόβο τρέφεται από την καταπίεση του και αφήνει στα σκοτεινά στρώματα της ψυχής λασπερά κατακάθια που δεν εξαλείφονται. Ακόμη κι όταν λευτερωθεί από το ζυγό, δεν μπορεί εύκολα ένας λαός να αγαπήσει την Πολιτεία με τους περιορισμούς της, έστω και αν είναι τώρα δική του, αφού ως προχτές ακόμη το Κράτος ήταν η θέληση και η βία του δυνάστη του.
Κατά ένα παράδοξο μάλιστα μηχανισμό, που μας τον εξηγεί σήμερα η Ψυχολογία, όταν ένας πολίτης με τέτοιες υποσυνείδητες κακώσεις από αρχόμενος γίνεται άρχων, παίρνει τις διαθέσεις και τους τρόπους που ο ίδιος πρώτα μισούσε. Παίζει δηλαδή το ρόλο του ειδώλου που ως τώρα το φοβόταν και το αντιπαθούσε, γιατί έτσι νομίζει πως μπορεί να λευτερωθεί από τον εφιάλτη του. Ίσως γι’ αυτό το λόγο συμβαίνει, όποιος παίρνει και μια παραμικρή ακόμη εξουσία στην Ελλάδα, να μεταβάλλεται αμέσως σε σατράπη…
Για να εξηγήσουμε όμως το φαινόμενο που εξετάζουμε, πρέπει να αναφέρουμε ακόμη ένα λόγο πολύ σοβαρό. Όταν λευτερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό αυτή η μικρή ελληνική γωνιά, η Πολιτεία μας δεν θεμελιώθηκα ούτι: αναπτύχθηκε οργανικά απάνω σε κάποιες αυτόχθονες μορφές οργάνωσης και διοίκησης, βγαλμένες από τις δικές μας ψυχολογικές και ά/άες ανάγκες και από την ιστορική κίνηση της ζωής του Έθνους, αλλά μας επιβλήθηκε απέξω από ξένους και με ξένους που φυσικά δε νοιάστηκαν να εξετάσουν αν το φόρεμα τούτο ήταν κομμένο στο μέτρα μας, ούτε προσπάθησαν να το ταιριάσουν κάπως απάνω στο δικό μας κορμί. Έτσι εφαρμόστηκαν κι εξακολουθούν να εφαρμόζονται πειραματικά στη χώρα μας διοικητικοί και πολιτικοί θεσμοί που δεν μίλησαν ποτέ βαθιά στην ψυχή του λαού μας. Ούτε ίσως ανταποκρίνονται εντελώς στις πραγματικές του ανάγκες.
Είναι γνωστές οι μελέτες του Κώστα Καραβίδα για την κοινοτική οργάνωση. Μπορεί να μη συμμερίζεται κανείς την αισιοδοξία και την πίστη του ότι και τώρα είναι δυνατόν να γίνει εκείνο που δεν έγινε άλλοτε, στην ώρα του τη φυσιολογική. Ωρισμένως όμως θα αναγνωρίσει ότι θα ήταν πολύ διαφορετική, τελειότερη, η κρατική μας οργάνωση και πολύ στενός, οργανικά συνεκτικός, ο δεσμός του πολίτη με την Πολιτεία στον τόπο μας, αν αυτό το θαυμαστό κύτταρο, η κοινότητα, που δημιουργήθηκε με το αίμα του λαού μας από πανάρχαια χρόνια και λειτούργησε τόσο λαμπρά στους χρόνους της δουλείας, αφηνόταν να αναπτυχθεί φυσιολογικά σε ένα γενικότερο, πλούσια διακλαδωμένο και πυργωτά διαρθρωμένο διοικητικό σύστημα. Το. ξενοφερμένα καθεστώτα σκότωσαν το κύτταρο τούτο και μας επέβαλαν θεσμούς και τύπους, μέσα στους οποίους μάταια ως τώρα προσπαθούμε να βρούμε τον εαυτό μας.
Βάλετε μαζί μ ‘ αυτές τις αιτίες την κακοδιοίκηση που είναι ενδημικό κακό στον τόπο μας, τη διαφθορά της πολιτικής μας ηγεσίας που τα ανομήματά της πλήρωσαν ακόμη και με το αίμα τους οι λίγες φωτεινές μορφές της νεότερης ιστορίας μας, προσθέσετε τέλος και τη βαθύτερη κρίση που περνάει εδώ και κάμποσα χρόνια η έννοια του Κράτους μέσα στις φοβερές αντινομίες της ζωής όλων των σημερινών λαών και θα. εξηγήσετε γιατί οι βασανισμένοι άνθρωποι αυτού του τόπου, του πολυπατημένου από ξένους κάθε λογής, δεν αισθάνονται ακόμη εντελώς δικό τους το Κράτος. Ας μην τους καταλογίζουμε αναρχισμό, αφού η μοίρα τους έγραφε να μην είναι νοικοκυραίοι στο σπίτι τους και να μην αφήνονται ήσυχοι να φτιάχνουν με τη δική τους ζωή και μέ;σ’ από τη δική τους ιστορία τους κοινωνικούς των θεσμούς.
22 Ιουλίου 1948
(Ε.Π. Παπανούτσος, Εφήμερα-Επίκαιρα-Ανεπίκαιρα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1980, α. 160-63)
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ
(Από το Βιβλίο του Καθηγητή «Έκφραση- Έκθεση», τεύχος Β’, ΟΕΔΒ)
Στο κείμενο «Κράτος και Νεοέλληνες», ο συγγραφέας μεταφέρει στην αρχή τη θέση κάποιου δημόσιου υπαλλήλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι το κράτος, ως συγκεκριμένο βίωμα, λείπει από τους Νεοέλληνες. Αιτιολογεί τη θέση του (ο δημόσιος υπάλληλος) αναφερόμενος στην αδιαφορία και στην εχθρότητα που δείχνουν οι πολίτες απέναντι στο κράτος και δίνει την προσωπική του ερμηνεία, ότι δηλαδή πιθανόν να υπάρχει μια τάση αναρχισμού στους Έλληνες. Αντίθετα, ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη ότι η ερμηνεία για τον αναρχισμό δεν ευσταθεί. Παραθέτει μια σειρά από αίτια, για να εξηγήσει την εχθρότητα των Νεοελλήνων προς το κράτος: αίτια ψυχολογικά, κοινωνικά, την κακοδιοίκηση που υφίστανται, τους ξενόφερτους διοικητικούς και πολιτιστικούς θεσμούς που δεν ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες τους κ.ά. Προσθέτει στον προβληματισμό του και την παγκόσμια κρίση που υφίσταται η έννοια του κράτους. Καταλήγει ότι, εξαιτίας των λόγων που προανέφερε, οι Έλληνες αισθάνονται ξένοι στον τόπο τους, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται αρνητικά, χωρίς οι εκδηλώσεις αυτές να δηλώνουν διάθεση αναρχισμού.