Δεν είμαι από εκείνους τους γκρινιάρηδες που νοσταλγούν τα ξένοιαστα παιδικά τους χρόνια και τα μακρόσυρτα καλοκαίρια που γινόσουν στην κυριολεξία πτώμα από το παιχνίδι και την ανέμελη περιήγηση σε όλα τα μήκη και πλάτη του χωριού.
Αλλά δεν μπορώ και να μην νοσταλγώ τους ήχους των παιδικών φωνών στα πάρκα, στις πλατείες και στις αλάνες.
Μου λείπουν τα κλάματα για τα σκισμένα γόνατα και οι κραυγές πόνου για τους πρησμένους αγκώνες.
Μου λείπει η ανάμικτη μυρωδιά χώματος και ιδρώτα που άφηναν λεκέδες πάνω στο δέρμα, μου λείπει η γεύση της ψημένης μελιτζάνας και το βραδινό καρπούζι με φέτα.
Πάνω από όλα μου λείπουν οι εικόνες των γεμάτων από κόσμο ανοικτών χώρων : οι γειτονιές που έσφυζαν από ανθρώπους όλων των ηλικιών, όταν κάθονταν στα καρεκλάκια έξω από τις αυλές και τις πόρτες των σπιτιων, τα “κοριτσομάνια” και οι “τσακαλοπαρέες” που χαλούσαν τον κόσμο με φωνές και γέλια.
Μου λείπουν τα χωρίς λόγο τρεχαλητά, τα σκαρφάλωματα σε δέντρα και μαντρότοιχους (οι λεγόμενες ταρζανιές), τα αυτοσχέδια παιχνίδια με πέτρες και ξύλα, τα …οδυνηρά πρώτα ερωτικά σκιρτήματα πίσω από καλαμιές, ανάμεσα σε πεύκα ή κάτω από καρυδιές και πλατάνια.
Πού πήγαν τα παιδιά ; Γιατί “εξαφανίστηκαν” ;
Δύο τινά συμβαίνουν : ή εγώ γέρασα πολύ και δεν τα βλέπω ή ζω κι εγώ σε έναν κόσμο διαφορετικό μεν, περίεργο δε και άσχημο…
Πίνακας : Yulia Mamontova, “American kid’s dream”, 2020