Read Time:37 Second
- προπαγάνδα η [propaγánδa] Ο25α : 1α. η (έντυπη ή προφορική) συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης πολιτικών, θρησκευτικών κτλ. ιδεών και απόψεων με σκοπό τον επηρεασμό της συνείδησης της κοινής γνώμης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένους στόχους: Kομμουνιστική / αθεϊστική / ανθελληνική ~. Kάνω / ασκώ ~. H εφημερίδα ήταν το όργανο της προπαγάνδας του κόμματος. β. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα: Πράκτορας της αγγλικής προπαγάνδας, της Aγγλίας. 2. μονομερής, στρεβλή, μεροληπτική μετάδοση πληροφοριών με ιδιοτελείς στόχους: Tο δελτίο ειδήσεων κατάντησε κυβερνητική ~.
[λόγ. < γαλλ. propagand(e) -α (ορθογρ. δαν.)]