• 21 Δεκεμβρίου 2024

Stratilio

Απόψεις / Σημειώσεις / Δοκίμια

Ρίζα του κακού και πολιτισμός

Bystratilio

Απρ 18, 2023
0 0
Read Time:50 Minute, 7 Second

της Ευδοκίας Ελευθερίου, Κλινικής Ψυχολόγου

[Σχεδίασμα μιας ψυχαναλυτικής προσέγγισης του κακού, στα πλαίσια του Σεμιναρίου Ηθικής Φιλοσοφίας «Το κακό πριν και μετά το Άουσβιτς». Εισαγωγικά στοιχεία. Ενορμητικές πηγές του κακού. (Απόσπασμα από το Α’ μέρος της εισήγησης της κλινικής ψυχολόγου Ευδοκίας Ελευθερίου)]

Ορισμός του κακού

«Κακό είναι ένα συμβάν, ο ενεργός παράγων του οποίου είναι ανθρώπινος, και το οποίο πλήττει τη ζωή, το σώμα, το πνεύμα ενός ατόμου, μιας συλλογικότητας, ενός γίγνεσθαι της ανθρωπότητας». Το κακό ορίζεται ουσιαστικά «από την οδύνη που προκαλεί στον-στους υφιστάμενους το πλήγμα». (N. Zaltzman, 2007)

Από την πλευρά του υφιστάμενου το κακό

Η προσέγγιση του κακού στη βάση των επιπτώσεών του στον υφιστάμενο το κακό ανοίγει το μεγάλο κεφάλαιο της διάστασης και της πολυπλοκότητας της ψυχικής εμπειρίας, πέραν της ενδεχόμενης σωματικής, που βιώνει ο υφιστάμενος το κακό – εμπειρία τραυματική, κατά το μάλλον ή ήττον, που μπορεί να εκτείνεται ώς την οριακή εμπειρία, σε συνθήκες όπου απειλείται η ψυχική ή και βιολογική επιβίωση, και ώς την εμπειρία της ερήμωσης, της απώλειας δηλαδή της ψυχικής δυνατότητας αναφοράς στον εαυτό και στον όμοιο άλλο και του αποτελέσματός της: της από- ανθρωποποίησης, της αποσύνθεσης δηλαδή της ψυχικής του ταυτότητας, της μετατροπής του υποκειμένου σε γυμνή ζωή.

Ανοίγει επίσης το κεφάλαιο που αφορά στα ψυχικά μέσα που μπορούν να επιστρατεύσουν ο -οι- υφιστάμενοι το κακό για να αντιμετωπιστεί και να μεταβολιστεί ψυχικά, περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικά, η τραυματική εμπειρία, από το ίδιο το υποκείμενο, αλλά ακόμη και από τους απογόνους του. (Οπως συμβαίνει σε εξαιρετικά τραυματικές προσβολές, σαν αυτή της αιμομικτικής σεξουαλικής κακοποίησης ή της παιδοκτονίας, στο ατομικό επίπεδο ή σαν αυτή της απο-ανθρωποποιητικής και φονικής των στρατοπέδων συγκέντρωσης-εξόντωσης και της γενοκτονίας.)

Και ακόμη, το κεφάλαιο που αφορά στα μέσα και στα εγχειρήματα μιας συλλογικότητας, μιας κοινωνίας, να περιθάλψει, να αποκαταστήσει τον -τους- υφιστάμενους το κακό, να επεξεργαστεί προληπτικά προστατευτικά μέτρα ενάντια στην επιβολή της εμπειρίας του κακού. Έχουν σημασία οι συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώνεται το κακό, πλήττοντας ένα ή περισσότερα άτομα, οι οποίες μπορούν να έχουν ένα χαρακτήρα περισσότερο ή λιγότερο περιστασιακό και εκτεταμένο στο χρόνο, να είναι περισσότερο ή λιγότερο γενικευμένες όπως στην περίπτωση των πολέμων και των γενοκτονιών, να αφορούν στο δυσοίωνο στενό περιβάλλον ζωής ενός ατόμου ή στο ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, όπως στην περίπτωση των δικτατοριών και των ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Ορισμοί

Τραύμα (Laplanche-Pontalis, 1967, στη βάση της φροϋδικής τραυματικής θεωρίας): «συμβάν της ζωής ενός ατόμου, το οποίο ορίζεται από την ένταση του και από την αδυναμία του ατόμου να το αντιμετωπίσει κατά τρόπο κατάλληλο, και από τον συγκλονισμό και τις παθογόνες επιπτώσεις διαρκείας που επιφέρει στην ψυχική του οργάνωση. Υπό οικονομικούς όρους: εισροή τραυματικών διεγέρσεων, υπερβαίνουσα τον βαθμό ανοχής του ατόμου και την ικανότητά του να τις επεξεργαστεί ψυχικά, να τις μεταβολίσει» (ψυχικά μέσα, εξαρτώμενα από την οργάνωση της ψυχικής προσωπικότητας: καθορίζουν την τραυματική ισχύ).

Έχει σημασία η έμφαση στον χαρακτήρα της μεθύστερης δράσης του. Επίσης η διάκριση ανάμεσα σε παθητικό και ενεργητικό τραύμα.

Συσσωρευτικό τραύμα: πολλαπλά συμβάντα που δρουν συσσωρευτικά. Στα πλαίσια της δυνητικότητας του τραύματος αναγνωρίζουμε σήμερα, πρώιμες απώλειες, παραμέληση, κακοποίηση, με αναφορά στην παθολογία του γονεϊκού δεσμού, γενικότερα των πρωτογενών δεσμών.

Έχει σημασία επίσης ο χρόνος εγγραφής του κατά τον οποίο επισυμβαίνει: όσο πιο πρώιμο το τραύμα, τόσο σοβαρότερες οι επιπτώσεις του στην εξελικτική διαδικασία και κατά συνέπεια στην οργάνωση της ψυχικής προσωπικότητας (συνάρτηση εξελικτικής και δομικής υπόθεσης).

Οριακή εμπειρία (Ν. Zaltzman, 1979, στη βάση των στοχασμών της Χ. Άρεντ, 1951 και του Μ. Μπλανσώ, 1969): «κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία το ανθρώπινο ον βρίσκεται καθηλωμένο, δεν μπορεί να την υπερβεί χωρίς θανάσιμη βλάβη, δεν μπορεί να μην την αντιμετωπίσει. Εγκαθιδρύεται με μια κατάσχεση της ψυχικής και σωματικής ζωής ενός ανθρώπινου όντος, η οποία του απαλλοτριώνει το απρόσωπο δικαίωμα στη ζωή, του αφαιρεί τις άμυνες και το εκθέτει σε ένα διαρκές ενδεχόμενο θανάτου».

Αναφέρεται, κατ’ αυτά, στο ακραίο ψυχικό βίωμα οδύνης και απόγνωσης ενός υποκειμένου, υπό το κράτος μιας θανατηφόρας απειλής για την ψυχική ή και την βιολογική του επιβίωση, είτε στην περιορισμένη συνθήκη ενός αντίξοου σχεσιακού περιβάλλοντος, είτε σ’ εκείνη ενός ευρύτερου απειλητικού κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος.

Οριακή εμπειρία σημαίνει επίσης, από την άλλη πλευρά, ότι η έκβαση δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Ακόμη και στην οριακή εμπειρία το υποκείμενο μπορεί να διαθέτει αντιστάσεις και επιλογές (!).

Εμπειρία ερήμωσης (Ν. Zaltzman, 1998, στη βάση του στοχασμού της Χ. Άρεντ, 1951): «απώλεια του αισθήματος του ανήκειν σε ένα κοινό γένος και με τον απελπιστικό χαρακτήρα προσωρινότητας κάθε κρίκου συνέχειας της αλυσίδας, όταν αυτή καθίσταται μισητή».

Πρόκειται για την πλέον ισχυρή ναρκισσιστική χρεοκοπία, την κατάρρευση του ασυνείδητου ναρκισσιστικού αγκυροβόλιου που διασφαλίζει την διατήρηση του αισθήματος του ανήκειν. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την απώλεια της ψυχικής δυνατότητας αναφοράς στον εαυτό και στον όμοιο άλλο, με αποτέλεσμα την από- ανθρωποποίηση, την αποσύνθεση δηλαδή της ψυχικής του ταυτότητας.

Γυμνή ζωή [Τζ. Αγκάμπεν, 1995 (παραλαμβάνοντας τον όρο από τον Μπένγιαμιν, 1921)]: ο ελάχιστος βαθμός του ζώντος, ενός ζώντος που ορίζεται ως σώμα φονεύσιμο μα αποκλεισμένο από κάθε νομική-πολιτική και θυσιαστική-θρησκευτική τάξη, το σώμα του homo sacer.

Από την πλευρά του «ενεργού παράγοντα»

Η διαπραγμάτευση και κατανόηση του κακού από την πλευρά του «ανθρώπινου ενεργού παράγοντα» είναι εξαιρετικά δυσπρόσιτη. Είναι από αυτήν την άποψη που τίθενται τα ριζικά ερωτήματα ως προς την καταγωγή του, τα αίτιά του, τις εσωτερικές διεργασίες και τις εξωτερικές μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται και, τουλάχιστον από ψυχαναλυτική άποψη, το ερώτημα ως προς τον τόπο του στον ανθρώπινο ψυχισμό. Θα το προσεγγίσουμε αρχικά μέσω της εμπειρίας που μας παρέχει η κλινική πράξη.

Ενορμητικές πηγές του κακού — θεωρία των ενορμήσεων

1. Κακοποιητικές πρακτικές της καθημερινής ζωής

Στον ορισμό που παραθέσαμε, παρατηρούμε ότι δεν θίγεται το ζήτημα της πρόθεσης, συνειδητής ή μη, ούτε της αντίληψης-επίγνωσης-συνείδησης του κακού που διαπράττεται, έστω εκ των υστέρων, όπως θα τίθετο σε έναν νομικό ή έναν ηθικό ορισμό.

Από την πλευρά του υφιστάμενου το κακό, το πλήγμα που εισπράττεται και η οδύνη που βιώνεται δεν μεταβάλλονται από το γεγονός μιας εμπρόθετης ή μη απόρροιάς του. Η αναγνώριση της πρόθεσης μιας ενέργειας, πρόξενου κακού, από μέρους του ενεργού παράγοντα, επίσης δεν μεταβάλλει, για τον αποδέκτη της, την οδύνη που του προξενεί, παρά μόνον ίσως δευτερογενώς, με την έννοια ότι μπορεί να υποκινήσει διεργασίες συγχώρησης, στην περίπτωση που η αναγνώριση συνοδεύεται από αυθεντικό αίσθημα ενοχής. Ή, ακόμη, διεργασίες κατανόησης και σχετικής εκ των υστέρων αποεχονοποίησης, στην περίπτωση που, από την πλευρά του αποδέκτη της, αναγνωριστεί στον δράστη η μη-δυνατότητα καταλογισμού ή γενικότερα η αδυναμία του να αντιληφθεί ότι η ενέργειά του, η ορισμένη συμπεριφορά του, εκ του αποτελέσματός της λειτουργεί ως πρόξενος κακού, επειδή, αντίθετα, η πρόθεσή του ήταν, σύμφωνα με τις δικές του αρχές και αξίες, καλοπροαίρετη.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα, για τις δύο τελευταίες περιπτώσεις, μας προσφέρονται από την εμπειρία της κοινής ζωής μέσα στην οικογένεια, όπως αυτή μας μεταφέρεται στην κλινική εργασία με παιδιά και με ενήλικες που η ψυχική τους ζωή έχει καθοριστεί περισσότερο ή λιγότερο δραματικά από τις πρακτικές ενός γονέα-φορέα ψυχοπαθολογίας ή με διαταραγμένη προσωπικότητα, ή από εκείνες ενός μέσου συνηθισμένου γονέα που, ενώ αγαπά το παιδί του, δεν μπορεί να αντιληφθεί τις αναπτυξιακές ανάγκες διαφοροποίησής του, αλλά επιχειρεί, συνειδητά ή μη, να επιβάλει την δική του θέληση, τις δικές του επιθυμίες, αξιώσεις, προσδοκίες, εκλογικευμένες στη βάση του συμμερισμού παιδαγωγικών αρχών και/ή κοινωνικών αξιών που θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο περιεχόμενο της πασίγνωστης ρήσης: «για το καλό του». Συνάδουν, ωστόσο, στην πραγματικότητα, κατά κανόνα, με το γονεϊκό Υπερεγώ και κυρίως με το γονεϊκό Ιδεώδες του Εγώ. Η ζωτικής σημασίας για το παιδί γονεϊκή αγάπη είναι ναρκισσιστική.

Σε αυτές τις κακοποιητικές πρακτικές, εκ μέρους σημαντικών προσώπων στην ζωή ενός ανθρώπου, μπορούν λοιπόν να εντάσσονται πρακτικές μιας μη συνειδητής παρεμβατικότητας και ψυχικής αιχμαλωσίας στο πλαίσιο μιας ασφυκτικής, ολοκληρωτικής αγάπης, που επιδρούν αρνητικά με έναν τρόπο συσσωρευτικό, εγκλωβιστικό, καθηλωτικό λιγότερο εμφανή. Πρόκειται για τον προβληματισμό που μας παραδίδει η N. Zaltzman στην μονογραφία της Αναρχική Ενόρμηση (1979), όπου περιγράφεται πώς ο ελλειμματικός ή τραυματισμένος γονεϊκός ναρκισσισμός μπορεί να καταστήσει το παιδί αντικείμενο ανάγκης (για τον γονέα), τείνοντας, άθελά του πιθανότατα, στην εκμηδένιση της διαφορετικότητάς του, στην εκμηδένιση του πεδίου όπου θα μπορούσαν να αναδυθούν και να αναπτυχθούν η εξατομίκευσή του, η διαφορετικότητά του, η αυτονομία του. Στο επίπεδο της κλινικής έκβασης, σε τέτοιες περιπτώσεις συναντάμε ψυχικές οργανώσεις, κατά κανόνα στα πλαίσια του οριακού φάσματος (βλ. Σημείωση), όπου το προβάδισμα παίρνουν επικίνδυνες, δυνητικά θανατηφόρες πρακτικές (όπως η ψυχογενής ανορεξία, η τοξικομανία, οι ριψοκίνδυνες παραβατικές συμπεριφορές, οι αυτοτραυματικές συμπεριφορές…). Μέσω αυτών των πρακτικών το υποκείμενο διεκδικεί την διατήρηση της ετερότητάς του, μιας ψυχικής διαφοροποίησης και αυτονόμησης από το αντικείμενο, έστω και με τίμημα την πρόκληση στον θάνατο.

Πρόκειται γενικά για περιπτώσεις που κάνουν πολύ δύσκολη τη δουλειά του κλινικού, ακόμη και πέραν της επεξεργασίας της τραυματικής δυναμικής τους. Καθώς, η στιγμή που ο ασθενής αποκτά την δυνατότητα να αντιληφθεί και να ενοχοποιήσει την πρακτική ενός γονιού, που πράγματι έχει επενεργήσει αρνητικά και επώδυνα στην ψυχική του ιστορία, συνιστά μεν σημαντική στιγμή προόδου στην διαύγαση της ψυχικής του ιστορίας, συνεπιφέρει όμως ταυτόχρονα τον κίνδυνο της ηθικής κατάρρευσης στα μάτια του αγαπημένων σημαντικών προσώπων και εξιδανικευμένων ταυτιστικών προτύπων της παιδικής του ηλικία

Συχνά συναντάμε εξάλλου στην κλινική πρακτική ενήλικες που συνεχίζουν να υποφέρουν χωρίς να αναγνωρίζουν τι τους έχει συμβεί στην δική τους ψυχική ιστορία, με αποτέλεσμα, όταν με τη σειρά τους γίνονται γονείς, χωρίς να το συνειδητοποιούν, μέσα από τις ασυνείδητες ταυτίσεις τους, να αναπαράγουν ανάλογες δυσμενείς πρακτικές με τα δικά τους παιδιά – αυτό που στην ψυχανάλυση ονομάζουμε «επιστροφή του απωθημένου» (Φρόυντ, 1939).

Λιγότερο συχνές περιπτώσεις -αλλά όχι τόσο σπάνιες όσο τείνουμε να πιστεύουμε- είναι οι περιπτώσεις αυθεντικής συνειδητής κακοποίησης, απόρροια μιας διαστροφικής γονεϊκής αγάπης (όσο παράξενος και αν φαίνεται ο συνδυασμός των όρων διαστροφή και αγάπη), ή, ακόμη χειρότερα, απόρροια πρακτικών μιας χωρίς αγάπη αμοραλιστικής προσωπικότητας, όπου καμία εκ των υστέρων κατανόηση και κανενός βαθμού αποενοχοποίηση δεν είναι εφικτή.

Κλινικό παράδειγμα διαστροφικής αγάπης: η περίπτωση αιμομικτικής σεξουαλικής κακοποίησης στο ενδοοικογενειακό πλαίσιο, όπου ο ένας από τους δύο γονείς είναι ο δράστης, στη βάση των ψυχικών δομικών του ελλειμμάτων και της απορρέουσας διαστροφικής του αγάπης, και ο άλλος, ηθελημένα ή άθελα, σιωπηρός μάρτυς και σιωπηρός συνένοχος, ανίσχυρος να αποτρέψει την κακοποίηση (σύνηθες σκηνικό). Συναντάμε τότε το δυσμετακίνητο βίωμα ενός παιδιού που, παρά το ξάφνιασμα, την σύγχυση, την απορία, τον εξαναγκασμό και την υποταγή, εισπράττει τις άνομες απολαύσεις του ενήλικα μαζί του ως ταυτόσημες με εκδηλώσεις αγάπης και μάλιστα προνομιούχας αγάπης, έχοντας αμβλυνθεί η δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα σε τρυφερότητα και ωμή σεξουαλικότητα (Ελευθερίου, 1997). Κι ας μη σκεφτεί κανείς ότι ίσως και το παιδί να το απολάμβανε. Πριν την εφηβεία τουλάχιστον, η παιδική σεξουαλικότητα απέχει παρασάγγας από την ενήλικη (Ferenzi, 1932). Αλλά και στην εφηβεία ο τραυματισμός από μια τέτοια κακοποιητική πρακτική είναι εξίσου αναπόφευκτος στον βαθμό που έχουν εγκαθιδρυθεί η απαγόρευση της αιμομιξίας, και όχι μόνο σε ασυνείδητο επίπεδο.

Όσο για την χωρίς αγάπη σεξουαλική κακοποίηση στο ενδοοικογενειακό πλαίσιο, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική η ταινία Miss Violence. Για την εκμεταλλευτική σεξουαλική κακοποίηση παιδιών δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε ούτε στην κλινική εργασία ούτε στις ταινίες. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε το κατά κόρον εκτεταμένο στην εποχή μας trafficking παιδιών.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο πρόξενος του κακού εμπλέκεται ψυχικά και πρακτικά, ως προς τις περισσότερο ή λιγότερο ασύνειδες επιθυμίες και βλέψεις του.

Ακόμη και στις περιπτώσεις που τίθεται ζήτημα ψυχοπαθολογίας του δράστη ή σοβαρών δομικών του ελλειμμάτων, όπως στην περίπτωση των διαστροφικών και των αμοραλιστικών διαταραχών προσωπικότητας, το κακό ανάγεται στο ίδιο ψυχικό υπόστρωμα, κοινό και στις περιπτώσεις των μέσων συνηθισμένων ανθρώπων των οποίων οι ασυνείδητες βλέψεις και επιθυμίες παρεισφρέοντας και κατευθύνοντας τίς, ενδεχομένως, σύμφωνα με τις αξίες τους, καλοπροαίρετες πρακτικές τους, προξενούν ψυχικό πόνο και καθοριστικές ανατροπές στην ψυχική ιστορία και την ψυχική εξέλιξη ενός υποκειμένου.

Αυτό το ίδιο ψυχικό υπόστρωμα της ανθρώπινης βαρβαρότητας, κοινό στην ψυχοπαθολογία και στην φυσιολογικότητα (αν κάτι τέτοιο υφίσταται), είναι τα θεμελιώδη, πρωταρχικά στοιχεία του ψυχισμού: οι ενορμήσεις. Αυτό που είναι ίσως η σημαντικότερη ανακάλυψη της ψυχανάλυσης, σημαντικότερη ίσως και από την ανακάλυψη των ασυνείδητων πλευρών του ψυχισμού, μα που με αυτήν

Ο r r  Ο’    ‘Ο   r   1 ‘  r     r

συνδέεται, είναι η διαπίστωση ότι δεν υφίσταται λύση συνέχειας ανάμεσα στην ψυχική φυσιολογικότητα και την ψυχοπαθολογία.

Αυτό που διαφοροποιεί κατ’ ουσία, τις παθολογικές ψυχικές οργανώσεις από τις (κατά το μάλλον ή ήττον) φυσιολογικές δεν είναι παρά η πορεία και η έκβαση της σύνθετης εξελικτικής διαδικασίας που προάγει τον ανθρώπινο ψυχισμό από την αρχική συνθήκη του infans – του μωρού- που θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε έρμαιο των προερχόμενων εκ των έσω ενορμητικών διεγέρσεων αφενός, και των κάθε λογής ερεθισμάτων που δέχεται από τον εξωτερικό κόσμο αφετέρου, κατά το μάλλον ή ήττον τραυματικών αμφότερων, στον βαθμό που δεν είναι ακόμη σε θέση να διακρίνει και να νοηματοδοτήσει αυτό που του συμβαίνει, προερχόμενο είτε από τον εσωτερικό είτε από τον εξωτερικό κόσμο, ούτε ασφαλώς σε θέση να το διαχειριστεί παρέχοντας μόνο του στον εαυτό του την κατάλληλη «ειδική δράση» που θα το ανακουφίσει.

Αυτή η εξελικτική διαδικασία, στο βαθμό που ο άνθρωπος, κατά τη γέννηση και κατά τα αρχικά στάδια της ζωής του, εμπίπτει στην κατηγορία του νεοτενούς – δηλαδή του ανολοκλήρωτου βιολογικά – όντος, είναι λοιπόν αδιανόητη χωρίς τον καταλυτικό διαμεσολαβητικό παράγοντα που συνιστούν οι κατάλληλες φροντίδες του Συνάνθρωπου (Φρόυντ, 1895), με άλλα λόγια οι μητρικές φροντίδες και κατ’ επέκταση οι φροντίδες, σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο, που προέρχονται από το γενικότερο άμεσο ψυχικό περιβάλλον του infans και αργότερα του μικρού παιδιού και του εφήβου. Το κλάμα του μωρού είναι το απροσδιόριστο σήμα μιας δυσαρέσκειας, της εμπειρίας μιας δυσάρεστης έντασης που το ίδιο το μωρό δεν μπορεί αρχικά να διακρίνει το αίτιό της, να το παραστασιοποιήσει, να αντιληφθεί το νόημά του: η μητέρα (ή όποιος στη θέση της) είναι εκείνη που θα το νοηματοδοτήσει περισσότερο ή λιγότερο εύστοχα, θα σκεφτεί αν το μωρό της πεινάει, κρυώνει, πονάει και θα παράσχει, για λογαριασμό του, την κατάλληλη «ειδική δράση» που θα ανακουφίσει την ένταση από την οποία προκύπτει το κλάμα του: το στήθος ή το μπιμπερό, την ανακουφιστική αγκαλιά ή το καταπραϋντικό φάρμακο, τη ζεστασιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Η πείνα είναι ένα εσωτερικό ερέθισμα που συνδέεται πρωτοτυπικά με τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης (ή του Εγώ). Ο σωματικός πόνος μπορεί να είναι εσωτερικής βιολογικής τάξης ή από εξωτερικά ερεθίσματα προκαλούμενος, το αίσθημα του κρύου είναι αποτέλεσμα εξωτερικών ερεθισμάτων. Στις απαρχές της ζωής, ο κατευνασμός της έντασης αυτών των διεγέρσεων, χάρη στις μητρικές φροντίδες, συνιστά την πρωταρχική εμπειρία της ικανοποίησης, που εγγράφεται υπό μορφή μνημονικών ιχνών στον ψυχισμό (Φρόυντ, 1895, 1900). Οι ζωτικής σημασίας σωματικές φροντίδες που προσφέρει η μητέρα (ή το υποκατάστατό της) στο πλαίσιο μιας τρυφερής συναισθηματικής και σωματικής σχέσης, «αφυπνίζουν», εν αγνοία της, μέσω των διεγέρσεων που υποκινούν, πολύ νωρίς, την σεξουαλική ενόρμηση. Η εμπειρία ικανοποίησης, το στήθος, η αγκαλιά, είναι ταυτόχρονα εμπειρία διέγερσης και εμπειρία απόλαυσης – σεξουαλικής απόλαυσης. Η ανάδυση της σεξουαλικότητας συνδέεται έτσι άρρηκτα με τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης (θεωρία της έρεισης, Φρόυντ, 1905).

  • Σχέσεις αντικειμένου

Σε αυτό το πρωταρχικό στάδιο των απαρχών της ζωής, που καθορίζεται από την ειδική προωρότητα και την αναγκαιότητα της συμβολής του Άλλου, του Συνάνθρωπου, κατά το οποίο, υπό την πίεση των ζωτικών ενορμητικών απαιτήσεων, ενεργοποιείται, όπως θα δούμε, η ψυχική λειτουργία, εγκαινιάζονται και οι σχέσεις αντικειμένου (ή αντικειμενότροπες σχέσεις): στη βάση της λιβιδινικής επένδυσης του πρωταρχικού αντικειμένου, του φροντιστή Συνάνθρωπου που παρέχει την «ειδική δράση» για την ικανοποίηση των ενορμήσεων αυτοσυντήρησης, ενώ ταυτόχρονα, μέσω της αφύπνισης της σεξουαλικότητας, προσφέρει (εν αγνοία του) τις πρώτες σεξουαλικές ενορμητικές ικανοποιήσεις. Η υπ’ αυτές τις συνθήκες λιβιδινική επένδυση του πρωταρχικού αντικειμένου -η αγάπη για έναν άλλο άνθρωπο- καθιστά έκτοτε την σχεσιακότητα απαραμείωτο όρο της ψυχικής ζωής.

Ονομάζουμε ναρκισσιστική λιβιδώ την λιβιδινική ενέργεια που επενδύεται στον εαυτό και υποβαστάζει τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης και λιβιδώ αντικειμένου την λιβιδινική ενέργεια που, εκτρεπόμενη, επενδύεται έκτοτε στα εξωτερικά αντικείμενα.

  • Ορισμός της ενόρμησης

Οι ενορμήσεις αυτοσυντήρησης ή του εγώ και η σεξουαλική ενόρμηση, στις οποίες μόλις αναφερθήκαμε, χαρακτηρίζουν το πρώτο ενορμητικό φροϋδικό μοντέλο, το πρώτο πεδίο αντιτιθέμενων ενορμητικών επιδράσεων που ορίζουν την ψυχική σύγκρουση.

Η έννοια της ενόρμησης (trieb), χαρακτηριστικής της ανθρώπινης ψυχικής ζωής, διαφοροποιείται από εκείνη του ενστίκτου (Instinkt), το οποίο αναφέρεται στην κληρονομικά προκαθορισμένη, προσχηματισμένη, σταθερή, σχεδόν απαράλλακτη, χαρακτηριστική του είδους συμπεριφορά των έμβιων όντων.

Η ενόρμηση συνίσταται σε μια δυναμική ώση που εξαναγκάζει τον οργανισμό προς ένα ορισμένο σκοπό. Έχει την πηγή της σε μια σωματική διέγερση (κατάσταση έντασης). Για την ικανοποίησή της (την ανακούφιση της έντασης που επικρατεί στην ενορμητική πηγή), στρέφεται προς ένα αντικείμενο το οποίο μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο μεταβλητό, παραλλάξιμο, συγκυριακό. Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ωστόσο εκείνο της ώσεως, του ενεργειακού φορτίου, που της προσδίδει τον ακατανίκητο δυναμικό της χαρακτήρα και εξαιτίας του οποίου «μια απαίτηση έργου επιβάλλεται στο ψυχικό όργανο»: η προερχόμενη από μια σωματική διέγερση ενορμητική ώση οφείλει να τύχει μιας ψυχικής της έκφρασης: μιας (όχι αναγκαστικά συνειδητής) παραστασιακής και συναισθηματικής (affect) αντιπροσώπευσής της στο ψυχικό όργανο, μιας ψυχικής επεξεργασίας (κάθε άλλο παρά αναγκαστικά συνειδητής), ώστε να ενορχηστρωθεί η απαιτούμενη κινητική ενέργεια (η «ειδική δράση») για την ικανοποίησή της. Κατ’ αυτήν την έννοια συλλαμβάνεται ως μία «έννοια-όριο μεταξύ του ψυχικού και του σωματικού» (Φρόυντ, 1905, 1915). Αυτό ακριβώς την διαφοροποιεί από το ένστικτο.

6. Ανάδυση της ψυχικής λειτουργίας. Αποστολή του ψυχικού οργάνου

Τρεις είναι οι βασικές πηγές ερεθισμάτων, πρόξενοι ευχάριστων ή δυσάρεστων διεγέρσεων, τα οποία δέχεται και με τα οποία έχει να αναμετρηθεί ο άνθρωπος από τη στιγμή της γέννησής του:

  • Ο ίδιος ο οργανισμός του, η σωματοψυχική ενότητα (όπου εδράζονται οι ενορμητικές πηγές, αλλά και τα αισθήματα πόνου)
  • Ο εξωτερικός κόσμος
  • Η συνάντηση με τους άλλους.

Αντιμέτωπο με τις κάθε προέλευσης διεγέρσεις το μωρό, για να αντιδράσει σε αυτές, στις απαρχές της ζωής, λόγω της ειδικής προωρότητας δεν διαθέτει, όπως είπαμε, παρά το ανακλαστικό σχήμα (το οποίο παρέχει μια αυτόματη εκφόρτιση μέσω του κινητικού άκρου, όπως είναι η σωματική αναταραχή και το κλάμα – αντίδραση κατά κανόνα αναρμόδια, άστοχη, αναποτελεσματική): Δεν διαθέτει ακόμη την ικανότητα να παράσχει στον εαυτό του την ειδική δράση.

Εδώ παρεμβαίνουν η συμβολή του αρωγού Συνάνθρωπου και η παροχή της ειδικής δράσης (π.χ. η προσφορά του στήθους) δρομολογώντας την πρωταρχική εμπειρία ικανοποίησης.

Ωστόσο: Την στιγμή, και κάτω από την πίεση, της στέρησης, όταν δηλαδή η κατάλληλη ειδική δράση δεν παρέχεται άμεσα από το εξωτερικό περιβάλλον, συμβαίνει κάτι που υπερβαίνει την ανακλαστική σωματική αντίδραση, κάτι της τάξης του ψυχικού: Πέραν του κινητικού άκρου, της συνήθους δηλαδή αυτόματης κινητικής αντίδρασης (ανακλαστικό σχήμα), επενδύεται εσωτερικά, στο επίπεδο του ψυχικού οργάνου το αισθητηριακό άκρο: επενδύονται δηλαδή τα μνημονικά ίχνη που άφησε μια προηγούμενη πραγματική εμπειρία ικανοποίησης. Παράγεται έτσι μια αναπαράσταση, μια πρωτόλεια μορφή σκέψης, ιδρυτική ταυτόχρονα του ψυχικού οργάνου, ως υπέρβαση του ανακλαστικού σχήματος, και της ψυχικής λειτουργίας. Η κίνηση αυτή, της (επαν)επένδυσης των μνημονικών ιχνών μιας καταγεγραμμένης εμπειρίας ικανοποίησης, αντιστοιχεί στην γένεση και την ψευδαισθητική εκπλήρωση της επιθυμίας, η οποία εγκαινιάζει την ψυχική λειτουργία, με την έννοια ότι πρόκειται, αναμφίβολα για μια νοητική-ψυχική πράξη (δημιουργία μιας ψυχικής παράστασης βάσει της επένδυσης των μνημονικών ιχνών) που, αν και δεν αντικαθιστά την ρεαλιστική ειδική δράση, συνιστά ωστόσο, σε ψυχικό επίπεδο, μια προσφορότερη αντίδραση από εκείνη του ανακλαστικού σχήματος. Ας θυμηθούμε εδώ ότι, στο πλαίσιο μιας τρυφερής συναισθηματικής σχέσης, με την μητέρα, ή το υποκατάστατό της, η πρωταρχική εμπειρία ικανοποίησης δεν περιλαμβάνει μόνο την ειδική δράση για τον κατευνασμό της πείνας π.χ., δηλ. μόνον την φυσική φροντίδα, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει κάτι που την υπερβαίνει: μια αυθεντική σεξουαλική διέγερση και ικανοποίηση. Αντίστοιχα η ψευδαισθητική εκπλήρωση της επιθυμίας θα περιλαμβάνει αυτοερωτικές (και παρηγορητικές) κινήσεις (π.χ. υποκατάσταση της θηλής από τον αντίχειρα).

Προκύπτει έτσι η ψυχική διεργασία που χαρακτηρίζει την ενόρμηση, διαφοροποιώντας την από το ένστικτο: συμβαίνει κάτι πέραν μιας ενστικτικής αντίδρασης, κάτι που αντιστοιχεί σε ανταπόκριση στην απαίτηση μιας ψυχικής εργασίας υπό όρους, αρχικά, ψυχικής παραστασιοποίησης. Κατ’ αυτήν την έννοια η

ενόρμηση, διαφεύγοντας από το ένστικτο, τοποθετείται στο όριο ανάμεσα στο σωματικό και το ψυχικό, εγκαινιάζοντας μάλιστα το ψυχικό.

Η ψευδαισθητική εκπλήρωση της επιθυμίας συνιστά το πρότυπο των πρωτογενών διεργασιών της σκέψης, υπό την αιγίδα της αρχής της δυσαρέσκειας- ευχαρίστησης, η οποία επιδιώκει την άμεση ικανοποίηση της ενόρμησης. (Φρόυντ, 1895, 1900). Κατά το πρότυπο της ψευδαισθητικής εκπλήρωσης και των πρωτογενών διεργασιών προκύπτουν επίσης το όνειρο ή η εν εγρηγόρσει ονειροπόληση, στο παιδί και στον ενήλικα – εν γένει κάθε φαντασιωσική δραστηριότητα συνειδητή ή ασυνείδητη.

Μα η φαντασιωσική επανάληψη, υπό την αιγίδα της αρχής της ευχαρίστησης, δηλαδή της ανάγκης άμεσης μείωσης της έντασης, δεν επαρκεί, παρά ως δυνατότητα προσωρινής φαντασιωσικής ικανοποίησης και προσωρινής αναμονής. Το μωρό, κάτω από την πίεση της ανικανοποίητης ενόρμησης, θα αναζητήσει την πραγματική ικανοποίηση στρεφόμενο προς το εξωτερικό αντικείμενο, συμμορφούμενο έτσι, προς την αρχή της πραγματικότητας, που κατ’ αυτόν τον τρόπο εγκαθίσταται και που, στην πορεία της ζωής, υποτάσσει και υποκαθιστά, εν μέρει, την αρχή της ευχαρίστησης.

Με την εγκαθίδρυση της αρχής της πραγματικότητας εγκαινιάζονται οι δευτερογενείς διεργασίες της σκέψης, αυτές που μας είναι οικείες στην συνειδητή μας ζωή (ανάπτυξη συνειδητών λειτουργιών, προσοχή, κρίση, συνειδητή μνήμη). Οι πρώτες που υποτάσσονται στην αρχή της πραγματικότητας, για ευνόητους λόγους είναι οι ενορμήσεις αυτοσυντήρησης. Αργά ή γρήγορα, στην εξελικτική διαδικασία, και η ανυπόταχτη σεξουαλική ενόρμηση αναγκάζεται ωστόσο να αποδεχτεί την αρχή της πραγματικότητας. Κάτω από τις επιταγές της αρχής της πραγματικότητας η ικανοποίηση της σεξουαλικής ενόρμησης μπορεί να ανασταλεί και να απωθηθεί ως προς τις επιδιώξεις της στο εξωτερικό αντικείμενο, να βρει διέξοδο στο σώμα ή/ και (παράλληλα) στην φαντασία. Μια εξαιρετική, για την εξελικτική διαδικασία τόσο του ατόμου όσο και του πολιτισμού, εκδοχή διεξόδου, είναι η αναστολή της ως προς τον στόχο, η επιδίωξη διαφορετικού στόχου με χρήση της λιβιδινικής ενέργειας που της αναλογεί: η μετουσίωση.

Αντιλαμβανόμαστε τις επιπλοκές που τόσο εύκολα μπορούν να προκύψουν στα πρώτα στάδια της ζωής, αν η «ειδική δράση» που θα προσφερθεί από το ψυχικό περιβάλλον του παιδιού δεν είναι η κατάλληλη ή αν η αναμονή που υποβαστάζεται από την φαντασιωσική ικανοποίηση υπερβεί ορισμένα όρια. Εδώ θα είχαν την καταγωγή τους τα πρώιμα τραύματα υπόλογα για σοβαρές διαταραχές.

Μπορούμε επίσης να συλλάβουμε πώς, γιατί, υπό την αιγίδα της αρχής της πραγματικότητας, υποχρεωνόμαστε να αναβάλουμε, να επεξεργαζόμαστε πιο σύνθετους τρόπους πραγμάτωσης μιας επιθυμίας, μιας ενορμητικής βλέψης μας ή να εγκαταλείπουμε εντελώς προσδοκίες ικανοποίησης υπό την αιγίδα αμιγώς της αρχής της ευχαρίστησης, στον βαθμό που, σταδιακά, χάρη στην εμπειρία και την γνωστική ανάπτυξη, αναγνωρίζεται ότι η ικανοποίηση η προερχόμενη από τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, φυσικού και κοινωνικού, ενέχει επιπλοκές και κινδύνους.

Οι δευτερογενείς διεργασίες της σκέψης, υπό την αιγίδα της αρχής της πραγματικότητας, είναι εκείνες που εξασφαλίζουν τον «έλεγχο (ή «δοκιμασία») της πραγματικότητας».

Πρωτογενείς και δευτερογενείς διεργασίες της σκέψης, αν και αντιστοιχούν σε διαφορετικούς τύπους ψυχικής λειτουργίας (που όμως συνυπάρχουν σε ολόκληρη τη ζωή), αποσκοπούν στην διαχείριση των διεγέρσεων (Φρόυντ, 1911).

Η αποστολή του ψυχικού οργάνου συνίσταται, ακριβώς, στην υποδοχή, την επεξεργασία και τη διαχείριση των διεγέρσεων, που απορρέουν είτε από τον εσωτερικό κόσμο (ενορμήσεις), είτε από τον εξωτερικό (αντικειμενική και σχεσιακή πραγματικότητα), και η επεξεργασία αυτή επισυμβαίνει είτε στην βάση των πρωτογενών διεργασιών της σκέψης είτε στην βάση των δευτερογενών.

Η ενόρμηση αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ψυχικής λειτουργίας.

Τις προερχόμενες από τον εξωτερικό κόσμο διεγέρσεις ο οργανισμός μπορεί να τις αποφεύγει ή να προστατεύεται υλικά από αυτές. Στις εσωτερικές διεγέρσεις, που ανάγονται στην ακατάπαυστη δράση της ενόρμησης εκ των έσω, ο οργανισμός δεν μπορεί παρά να αναζητήσει τρόπο εκφόρτισης-ικανοποίησης κινητοποιώντας την ψυχική λειτουργία. Η ενόρμηση έχει κατ’ αυτήν την έννοια προωθητικό χαρακτήρα.

Η ψυχική επεξεργασία που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην ενορμητική διέγερση και την ικανοποίησή της, που τείνει να γίνεται όλο και πιο σύνθετη ως αποτέλεσμα της εξελικτικής διαδικασίας, σε συνάρτηση με το έλλειμμα ως προς την ικανοποίησή της, κάτω από τους περιορισμούς που θέτει η πραγματικότητα, και το οποίο έλλειμμα επιβάλει νέα απαίτηση ψυχικού έργου, συντελεί ώστε, στο ανθρώπινο είδος και μόνο σ’ αυτό, να δημιουργούνται και να εγκαθίστανται διαφοροποιήσεις ως προς το απαράλλακτο του προκαθορισμένου προγραμματισμού του είδους (Zaltzman, 2007).

Τα πολιτισμικά επιτεύγματα (επιστήμη, τέχνη, νομικός και ηθικός πολιτισμός,…) – προϊόντα της εργασίας του πολιτισμού, αφ’ ενός, της εργασίας της κουλτούρας, αφ’ ετέρου, για τις οποίες θα μιλήσουμε- μεταβάλλουν τη ζωή του ατόμου και του είδους, ενίοτε με σημαντικές τομές και μετασχηματισμούς που χαρακτηρίζουν μεγάλες πολιτισμικές περιόδους. Η ίδια η πρόοδος της εργασίας της κουλτούρας, αλλά και οι παλινδρομήσεις που συντελούνται στο πλαίσιό της, συνδέονται με αυτήν την ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει ειδικά το είδος. Η αλήθεια της διατύπωσης αυτής είναι εξαιρετικά σημαντική: αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αρνητικών ή θετικών μετασχηματισμών. Ίσως και στην σχέση μας με το κακό.

7. Η ψυχική σύγκρουση στο πλαίσιο του πρώτου ενορμητικού μοντέλου Η ψυχική μας ζωή καθορίζεται από την ψυχική σύγκρουση και από τα άγχη που προξενεί.

Ό,τι, πολύ συνοπτικά, περιγράφηκε για τις ζωτικές και σεξουαλικές ανάγκες, ενορμητικές βλέψεις, επιθυμίες μπορεί τώρα να επεκταθεί και σε σχέση με τα άγχη, που προκύπτουν ήδη από τις απαρχές της ζωής, επίσης, όπως θα δούμε: Οι δυνατότητες ανακούφισής τους, αρχικά, θα προέλθουν επίσης από τα αντικείμενα του

εξωτερικού κόσμου, τις μητρικές φροντίδες, και, σχεδόν ταυτόχρονα, πολύ νωρίς, από την φαντασιωσική τους επεξεργασία [ζήτημα του χρόνου κατά την θεωρητική εξιστόρηση των ψυχικών συμβάντων και κατά την ρεαλιστική πραγματικότητα]. Η ανακούφισή τους συν τω χρόνω θα αναλαμβάνεται όλο και περισσότερο από το ψυχικό όργανο και τα ψυχικά μέσα που διαθέτει, αντιστοίχως προς την ψυχική οργάνωση που θα προκύψει κατά την εξελικτική διαδικασία, μέσα από την διαφορετική ψυχική περιπέτεια κάθε διαφορετικού ανθρώπινου όντος (με τον όρο «ψυχικά μέσα» αναφερόμαστε, π.χ., στους αμυντικούς μηχανισμούς, περισσότερο ή λιγότερο αρχαϊκούς ή εξελιγμένους, οι οποίοι μπορούν να συνυπάρχουν στην ψυχική οργάνωση). Όλα όσα διαδραματίζονται στην ψυχική μας ζωή, στο επίπεδο της ψυχικής λειτουργίας, συνιστούν την εσωτερική πραγματικότητα.

Μία πηγή πρώιμων αγχών προκύπτει από τον κύκλο των ενορμήσεων αυτοσυντήρησης: όταν το μωρό, μέσα από τις εμπειρίες ικανοποίησης, αντιλαμβάνεται και εντοπίζει την εξασφάλισή τους στο πρόσωπο της μητέρας (του φροντιστή Συνάνθρωπου) προκύπτει το άγχος απώλειάς της: το λεγόμενο άγχος του ξένου έχει εδώ την πηγή του το οποίο υποδηλώνει ακριβώς το άγχος απώλειας του πρωταρχικού αντικειμένου. Ως πρώιμο άγχος, εγκαθίσταται στο πλαίσιο της δυαδικής σχέσης με την μητέρα.

Άλλης τάξης άγχη (κατά το μάλλον ή ήττον εξελιγμένα) προκύπτουν όταν αρχίζουν να υπεισέρχονται οι εμπειρίες της ματαίωσης υπό την απειλή των κινδύνων που αναγνωρίζονται στην βάση της αρχής της πραγματικότητας, και, κυρίως όταν υπεισέρχεται η εμπειρία της απαγόρευσης που, κάτω από την απειλή της απώλειας της αγάπης του αντικειμένου-φορέα ικανοποιήσεων ή κάτω από την (εξωτερική ή φαντασιωσική) απειλή αντιποίνων και απώλειας πολύτιμων μερών του εαυτού (ισχυρά επενδεδυμένων λόγω των ενορμητικών απολαύσεων που προσφέρουν, τόσο αυτοερωτικά όσο και στο πλαίσιο των σχέσεων αντικειμένου), γίνεται κατά το μάλλον ή ήττον αποδεχτή.

Το οικουμενικής τάξης οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το οποίο αρχικά περιγράφηκε στο πλαίσιο του πρώτου ενορμητικού μοντέλου, συνιστά υπόδειγμα εξελιγμένης μορφής άγχους, με εξαιρετικές δομιστικές συνέπειες για τον ψυχισμό, χάρη στην πρόσβαση στην (ψυχική) τριαδικότητα: η επιθυμία για την αγαπημένη μητέρα και η αντιπαλότητα (επιθετικότητα) προς τον αντίζηλο, αλλά εξίσου αγαπημένο πατέρα, υποκύπτουν στην απαγόρευση και στη ματαίωση, τόσο κάτω από την απειλή της απώλειας της πατρικής-μητρικής αγάπης και προστασίας, όσο και κάτω από την απειλή του ευνουχισμού – του φόβου δηλαδή της απώλειας των περιβεβλημένων με υψηλή ναρκισσιστική αξία πολύτιμων μερών του σώματος (λόγω των ηδονών που εξασφαλίζουν) και φορέων ταυτόχρονα υψηλής συμβολικής αξίας (στην βάση της ψυχικής προβληματικής που συνδέεται με την ικανότητα-ανικανότητα και για τα δύο φύλα και σε όλους τους τομείς της ζωής). [Αναφορά στο «πλήρες» οιδιπόδειο]

Πέραν του απειλούμενου ευνουχισμού, που πυροδοτεί το άγχος ευνουχισμού, ένα είδος ευνουχισμού αναμφίβολα συντελείται, σε όλα τα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης (Λακάν, Ντολτό): πρόκειται για τον συμβολικό ευνουχισμό, που κατατείνει στην κατάλυση της παιδικής παντοδυναμίας. Το παιδί, από ένα σημείο και πέρα, δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με τις ενορμήσεις του και με τις επιθυμίες του, όπως συνέβαινε χάρη στην επιτρεπτικότητα του περιβάλλοντος στις απαρχές της ζωής, τροφοδοτώντας του το αίσθημα της παντοδυναμίας (his majesty the baby). Αναγκάζεται να παραιτείται από αυτές, εκτρέποντας τους σκοπούς τους προς πιο αποδεκτούς στόχους και ικανοποιήσεις ή αναστέλλοντάς τες πλήρως, ως προς τον αρχικό σκοπό τους, μετουσιώνοντάς τες σε δημιουργικό έργο (μετουσίωση), προσποριζόμενο έτσι άλλης ποιότητας ικανοποιήσεις.

Οι παραβάσεις της απαγόρευσης (ακόμη και στο επίπεδο της πρόθεσης – της φαντασίωσης), δημιουργούν ενοχή. Ο διάδοχος του οιδιποδείου συμπλέγματος είναι το Υπερεγώ, η ψυχική αρχή που εγείρεται σε φορέα της ηθικής συνείδησης (Φρόυντ, 1924, 1932).

Ο,τι έχει να κάνει με αυτές τις περιπέτειες της νηπιακής ενορμητικής ζωής και τις απαγορεύσεις που κάποτε την έπληξαν γίνονται, αμυντικά, αντικείμενο απώθησης, υποκύπτουν, ως προς το περιεχόμενό τους (ως απαράδεκτο) στη λήθη, ενώ τα συνοδά συναισθήματα είναι πολύ πιθανόν -αν και ασύνδετα πλέον, λόγω της απώθησης, προς ό,τι τα γέννησε- να μην μεταβάλλονται ή να μην περιορίζουν ποτέ την έντασή τους.

8. Η ενόρμηση θανάτου. Δεύτερο ενορμητικό μοντέλο.

Μια άλλη πηγή πρώιμων και εξελιγμένων αγχών αφορά στις ενορμητικές ώσεις της επιθετικότητας και της καταστροφικότητας, που μπορούν επίσης να υποκύπτουν, ως προς τον σκοπό και την ικανοποίησή τους, στον φόβο των αντίποινων, στον φόβο της απώλειας της αγάπης του αγαπημένου αντικειμένου-φορέα των ικανοποιήσεων, στον φόβο της καταστροφής του και της συλλήβδην απώλειάς του και που, επίσης, σταδιακά, υπόκεινται στην απαγόρευση και στην παραίτηση.

Η επιθετικότητα και η καταστροφικότητα δεν είναι επίκτητες τάσεις. Είναι αλήθεια ότι η ματαίωση μιας επιθυμίας μπορεί να τις «αφυπνίζει», να τις ενεργοποιεί, υπό μορφή εκδικητικότητας -όπως η ικανοποίηση αφυπνίζει τις σεξουαλικές ενορμήσεις- , αλλά αφ’ εαυτές ανήκουν, όσο και η πείνα και η σεξουαλικότητα, στα a priori του ψυχισμού, στις ενορμήσεις: τις ενορμήσεις θανάτου.

Στον πλαίσιο του δεύτερου ενορμητικού μοντέλου, στο βαθμό που στο οιδιπόδειο παρεμβαίνουν το μίσος, η επιθετικότητα και οι επιθυμίες θανάτου προς τον αγαπημένο πατέρα, γίνεται αντιληπτό ότι, στη διαμόρφωσή του, συμβάλλουν εξίσου τα δύο ρεύματα των ενορμήσεων: του Έρωτα και του Θανάτου. Η απαγόρευση στο οιδιπόδειο πλήττει ταυτόχρονα την επιθετικότητα προς τον πατέρα.

Ενορμήσεις ζωής και ενορμήσεις θανάτου χαρακτηρίζουν το δεύτερο ενορμητικό μοντέλο, ως νέο θεμελιακό πεδίο ψυχικής σύγκρουσης (Φρόυντ, 1920).

Μετά την θεωρητικοποίηση του ναρκισσισμού (Φρόυντ, 1914), στο δεύτερο ενορμητικό μοντέλο, τόσο οι ενορμήσεις αυτοσυντήρησης ή του εγώ, όσο και η σεξουαλική ενόρμηση, εκπίπτοντας ως αυτόνομες, εντάσσονται συλλήβδην στις ενορμήσεις ζωής, του Έρωτα, οι οποίες αφορούν έτσι τόσο στον εαυτό όσο και στο αντικείμενο. Ηλιβιδώ, ενέργεια του Έρωτα, διαμοιραζόμενη στον εαυτό και στο αντικείμενο, υποβαστάζοντας αφ’ ενός τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης, αφ’ ετέρου τις σχέσεις αντικειμένου, ονομάζεται αντιστοίχως ναρκισσιστική λιβιδώ και λιβιδώ αντικειμένου).

Οι ενορμήσεις της ζωής, του Έρωτα, αντιμάχονται την καταστροφική ενόρμηση θανάτου – εκείνη που, στη βάση της αρχής της αδράνειας, δηλαδή της καταστολής κάθε ίχνους ζωικής έντασης, οδηγεί στην αφάνιση της ζωής, στο θάνατο. Το ίδιο το φαινόμενο της ζωής δεν θα ήταν παρά το αποτέλεσμα της περισσότερο ή λιγότερο μακρόχρονης πάλης ανάμεσα στις ενορμήσεις ζωής και τις ενορμήσεις θανάτου.

Το πλέον εύκαιρο μέσο που, υπό την αιγίδα των ενορμήσεων ζωής, για την ακρίβεια υπό την αιγίδα του ζωτικού ναρκισσισμού, εξαρχής (και σε όλη τη διάρκεια της ζωής) διαθέτει ο ψυχισμός για την αποφυγή των επιπτώσεων της ενόρμησης θανάτου στο εσωτερικό της σωματοψυχικής οντότητας (του άγχους αφάνισης) είναι ο εξοστρακισμός της, η στροφή της προς τα έξω, προς τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου: που εκφράζεται, ακριβώς, με την επιθετικότητα και την καταστροφικότητα.

Κατ’ αυτήν την έννοια, στην πάλη μεταξύ ενορμήσεων ζωής-ενορμήσεων θανάτου, ανάγονται, σύμφωνα με την κλαϊνική θεωρία, η πρώιμη πρόσβαση στην αμφιθυμία και το παραγόμενο πρώιμο αίσθημα ενοχής για τις επιθέσεις στο πρωταρχικό αντικείμενο: πρόκειται για την γένεση ενός πρώιμου Υπερεγώ.

Η τάση αυτή του εξοστρακισμού προς τα έξω της απειλητικής ενόρμησης θανάτου, ήδη στις απαρχές της ζωής, υποκινεί τα πρώιμα άγχη και τις πρώιμες ψυχικές συγκρούσεις που εξαιτίας τους εγείρονται, καθώς το αντικείμενο στο οποίο στοχεύουν οι επιθέσεις είναι το πρωταρχικό αντικείμενο (η μητέρα, αρχικά ως «μερικό αντικείμενο», ως αντικείμενο που διασπάται σε «καλό» και «κακό» αντικείμενο, φαντασιωσικά). Προκύπτουν έτσι τα σχιζοπαρανοειδή άγχη, που, φαντασιωσικά, εκλαμβάνουν το αντικείμενο ως διώκτη, στη βάση των αρχαϊκών μηχανισμών της σχάσης και της προβολής.

Αυτοί οι αρχαϊκοί ψυχικοί μηχανισμοί (χαρακτηριστικοί των ψυχωτικών ψυχικών οργανώσεων) είναι φυσιολογικοί στις απαρχές της ζωής: εγκαθίστανται ακριβώς ως μέσα εκτροπής και ψυχικής ανακούφισης από την ενόρμηση θανάτου, υπό την αιγίδα των ενορμήσεων ζωής. Μετατρεπόμενοι όμως έτσι οι ίδιοι σε νέους παράγοντες αγχογόνων βιωμάτων, ακατάληπτους και ως εκ τούτου μη επεξεργάσιμους. Εξ ου και η εξαιρετικά σημαντική, και σε αυτήν την περίπτωση, μητρική λειτουργία που μπορεί να ανακουφίζει από αυτά τα άγχη, με την στοργή και την τρυφερότητα, μεταβολίζοντάς τα για λογαριασμό του παιδιού της (Bion,1967). Θυμίζω εδώ την αξία και την προτίμηση των παιδιών για παραμύθια που απεικονίζουν και προσωποποιούν παρόμοια άγχη. Οι κακές μάγισσες και οι καλές νεράιδες θεωρούνται απεικονίσεις της κακής και της καλής μητέρας.

[Ετσι, η γυναικεία μορφή, ακριβώς λόγω της ανάληψης (κατά κανόνα) της μητρικής λειτουργίας από τις απαρχές της ζωής, γινόμενη το πρώτιστο αντικείμενο της παιδικής αμφιθυμίας, εύκολα γίνεται στόχος αρνητικών συναισθημάτων έως τον βαθμό του μισογυνισμού – όσο αυτά παραμένουν ανεπεξέργαστα, όσο ενισχύονται από μετέπειτα ματαιώσεις και συμπλέγματα (και στο αγόρι και στο κορίτσι) και από κοινωνικής προέλευσης ιδεολογικά μοντέλα: εδώ ακριβώς βρίσκουν αυτά τα τελευταία το έρεισμά τους.]

Μπορούμε να συλλάβουμε τι θα σήμαινε για την ψυχική ζωή και την ψυχική εξέλιξη του μικρού παιδιού, η πραγματικότητα να επιβεβαίωνε, κατά κάποιο τρόπο, τις ασυνείδητες σχιζοπαρανοειδείς του φαντασιώσεις, λόγω ακατάλληλων απαντήσεων του πρώιμου ψυχικού περιβάλλοντος (Ωλανιέ, 1975). Τυπικό παράδειγμα από την κλινική εμπειρία είναι το παράδειγμα μιας μητέρας που, μη αντέχοντας τις, ακίνδυνες στην πραγματικότητα, επιθέσεις του μωρού της (που μπορεί να συνοψίζονταν σε ένα βίαιο ακατάσχετο κλάμα, ή σε άρνηση και φτύσιμο της τροφής, που η μητέρα εκλάμβανε περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ως επιθέσεις και ως πλήγμα στην αυτοεκτίμησή της ως «καλής» μητέρας), μπορεί, σε απάντηση, να φερθεί η ίδια επιθετικά και βίαια.

Η σταδιακή αντίληψη ότι τόσο οι ικανοποιήσεις όσο και οι ματαιώσεις, τόσο η ευχαρίστηση όσο και η δυσαρέσκεια έχουν την ίδια πηγή, συμβάλλουν στην ψυχική σύλληψη του ακέραιου αντικειμένου -της μητέρας, ως γενική έννοια- και στην σύνδεση του μίσους και της αγάπης στην αμφιθυμία προς ένα και το αυτό ακέραιο αντικείμενο. Είναι η στιγμή που υπεισέρχονται τα πρώιμα καταθλιπτικά άγχη, στη βάση του φόβου καταστροφής και απώλειας του αντικειμένου. Είναι η πρωιμότατη στιγμή που γεννιέται το αίσθημα ενοχής και η ανάγκη επανόρθωσης του αντικειμένου.

Στην κλαϊνική θεωρία η ηθική συνείδηση θα είχε κατ’ αυτά τις ασυνείδητες πρώιμες ρίζες της σε αυτό το προοιδιπόδειο στάδιο της ενοχής. Οι καταθλιπτικοί άνθρωποι είναι κατά κανόνα και ιδιαιτέρως ενοχικοί. Παρόμοια οι καταναγκαστικοί άνθρωποι, εκείνοι οι οποίοι, γεμάτοι αμφιθυμία, παλεύουν ενάντια στην επιθετικότητά τους και τις σαδιστικές τους τάσεις, κατατρύχονται διαρκώς από τον φόβο μήπως έβλαψαν ή μήπως βλάψουν κάποιον και, πολύ κοντά με τους καταθλιπτικούς από αυτήν την άποψη, αυτοενοχοποιούνται ακόμη και στην σκέψη, στην υποτιθέμενη πρόθεση να βλάψουν.

Σχετικά με τους ορισμούς του δεύτερου ενορμητικού δίπολου, μεγάλης θεωρητικής σημασίας όπως θα δούμε, προσθέτω για να ολοκληρώσω αυτό το κεφάλαιο ότι:

Ένας ευρύτερος ορισμός του Έρωτα [στη βάση της μεταφοράς της πολυκυτταρικότητας (που συντελεί στην διεύρυνση της ζωής) από το πεδίο της βιολογίας στο πεδίο της κοινωνικότητας] είναι η τάση του να δημιουργεί δεσμούς, ενότητες, προοδευτικά ενσωματώνοντας και δυνητικά απαλείφοντας, έτσι, την ετερότητα, τη διαφορά. Αυτός είναι ο λόγος που, στο ατομικό επίπεδο, ο Έρωτας μπορεί να λειτουργήσει καταστροφικά για το αντικείμενο:

«Οποιοσδήποτε λιβιδινικός δεσμός, όσο σεβαστός και αν είναι, συνεπάγεται μια κτητική στόχευση, εκμηδενιστική για την ετερότητα. Ο Έρωτας τείνει στην προσάρτηση, μέχρι σημείου και συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος του άλλου να ζήσει σύμφωνα με την επιθυμία του» (N. Zaltzman, 1979).

Αντίθετα, οι ενορμήσεις θανάτου (στη βάση και πάλι της βιολογικής μεταφοράς) τάσσονται εξ ορισμού στην αποσύνδεση και στη διάλυση των δεσμών στο πεδίο των σχέσεων αντικειμένου και της κοινονικότητας, αλλά επίσης και στο επίπεδο της σκέψης και της ψυχικής ζωής, με καταστροφικές συνέπειες.

«Έρωτας και Θάνατος είναι εξίσου δυνητικά θανατηφόροι, όταν δεν τίθενται στην υπηρεσία της διαφοράς», γράφει ακόμη η Ν. Ζ.

8. Διαπλοκή (μείξη) των ενορμήσεων. Ενορμητική απόμειξη.

Η συνύπαρξη αγάπης και μίσους -τα συναισθήματα που αναλογούν στα δύο ενορμητικά ρεύματα Έρωτα και Θανάτου- προς το ίδιο αντικείμενο συνιστά το πανανθρώπινο και απαραμείωτο φαινόμενο της αμφιθυμίας.

Ο σαδισμός και ο μαζοχισμός, που μας είναι συνήθως γνωστοί ως σεξουαλικές διαστροφές -ξεχνώντας πως κατά το μάλλον ή ήττον συμμετέχουν συστηματικά στην ερωτική ζωή όλων μας (Φρόυντ, 1905)-, είναι φαινόμενα πανανθρώπινα, καθολικά και συνιστούν υποδειγματικά μείγματα ενορμήσεων ζωής και ενορμήσεων θανάτου, με μεγάλη λειτουργική σημασία για τον ψυχισμό.

Στον πρώτο, τον σαδισμό, η συνιστώσα της επιθετικότητας-καταστροφικότητας, μαζί με την σεξουαλική συνιστώσα, στρέφεται προς αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. [Συναντάμε το δάγκωμα, π.χ., ρεαλιστικό και περισσότερο ή λιγότερο βίαιο ή τρυφερό, τόσο στην βρεφική επαφή μητέρας παιδιού όσο και στην ενήλικη σεξουαλική ζωή. Αυτό το ίδιο μπορεί εξίσου να είναι μονάχα τρόπος επίθεσης, χωρίς την ερωτική συνιστώσα.]

Μπορούμε εύκολα να συλλάβουμε τον μαζοχισμό ως το αντίθετο του σαδισμού και πράγματι είναι, κατά μία έννοια. Πιο δύσκολο είναι να συλλάβουμε ότι ο μαζοχισμός είναι πρωτογενής ως προς τον σαδισμό. Με την έννοια ότι, αν ένα μέρος της ενόρμησης θανάτου εξωστρέφεται υπό όρους σαδισμού, αυτό δεν σημαίνει ότι εξαντλείται εντός του ψυχισμού, αλλά ένα μέρος της παραμένει και διαρκώς αναπαράγεται εντός του. Έτσι, ώστε ο σαδισμός, η προς τα έξω δηλαδή στραμμένη επιθετικότητα, να είναι δευτερογενής ως προς τον μαζοχισμό και, κατ’ αυτήν την έννοια, φύλακας της ζωής:

Όταν η ενόρμηση θανάτου εκτρέπεται προς το εξωτερικό του οργανισμού, της σωματοψυχικής οντότητας, στρεφόμενη προς εξωτερικά αντικείμενα, υπό την επίδραση της (ναρκισσιστικής) λιβιδούς, που υπηρετεί τις ενορμήσεις ζωής, «ονομάζεται, τότε, ενόρμηση καταστροφής, ενόρμηση κυριαρχίας, θέληση για ισχύ» (Φρόυντ, 1924).

Η επιθετικότητα, προς τα έξω και προς τον εαυτό, θεωρείται έτσι ως η ενέργεια των ενορμήσεων θανάτου, ανάλογη της λιβιδούς για τις ενορμήσεις ζωής. (Το «προς τα έξω», για την επιθετικότητα και την καταστροφικότητα, δεν περιλαμβάνει φυσικά μόνο ανθρώπινα «αντικείμενα», αλλά συλλήβδην άλλα όντα και οτιδήποτε εμπίπτει στο «φυσικό» περιβάλλον του ανθρώπου: η στροφή προς τα έξω μπορεί να είναι απόρροια μετάθεσης, ή απόρροια μετουσίωσης για προσωπικούς ή πολιτισμικούς σκοπούς, με όλες τις γνωστές συνέπειες (καταστροφή φυσικού περιβάλλοντος). Μπορεί όμως να είναι και αμιγής καταστροφή σε συνθήκες ενορμητικής απόμειξης, όταν δηλαδή δεν συμμετέχει η ερωτική συνιστώσα.

Η έννοια της μείξης ή διαπλοκής των ενορμήσεων είναι εξαιρετικά σημαντική.

Η ενορμητική διαπλοκή, χάρη στην συμμετοχή του Έρωτα, διαφυλάσσει τη ζωή τόσο του Εγώ όσο και των αντικειμένων του.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το Εγώ και για τα αντικείμενά του, προέρχεται από την ενορμητική απόμειξη, από το αμιγές μίσος, όταν η αμφιθυμία διασπάται και απομένει μόνο το μίσος, όταν η ενόρμηση θανάτου αποδεσμεύεται έτσι από εκείνη του Έρωτα. Μπορούμε να αναμένουμε, σε αυτήν την δυσοίωνη περίπτωση, την αυτοκαταστροφή (όπως στην σοβαρής μορφής μελαγχολία) και την ανεξέλεγκτη καταστροφή των αντικειμένων στη βάση, ακριβώς, της ανάδυσης ενός αδυσώπητου αμιγούς μίσους.

Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες τα παράγωγα της ενόρμησης θανάτου (καταστροφή, κυριαρχία, εξουσία) θα επιδιώξουν την πλήρη και αδιάφορη για τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ικανοποίησή τους, εκμηδενίζοντάς τα, συνοδευόμενη από μια τεράστια απόλαυση, ναρκισσιστικού χαρακτήρα, αφού βιώνεται ως εκπλήρωση μιας εξαρχής ποθούμενης ναρκισσιστικής παντοδυναμίας, η οποία έχει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό θυσιαστεί κάτω από την αρχή της πραγματικότητας.

9. Φυσιολογικό και παθολογικό

Σας μεταφέρω όρους, που ασφαλώς γνωρίζετε πως αντιστοιχούν σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, ως όρους που αναφέρονται στην φυσιολογική ζωή του παιδιού, ως εξελικτικές στιγμές της ψυχικής ζωής κάθε υποκειμένου.

Οι παθολογικές ψυχικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των διαστροφικών, των δυσκοινωνικών και αμοραλιστικών διαταραχών της προσωπικότητας, είναι αποτέλεσμα εμποδισμών μιας ομαλής ψυχικής εξέλιξης, λόγω περισσότερο ή λιγότερο πρώιμων ψυχικών τραυματισμών και αποστερήσεων, οφειλόμενων ως προς την τραυματική τους ένταση, είτε στο πραγματικό ψυχικό περιβάλλον του αναπτυσσόμενου ατόμου είτε σε βιολογικά-ιδιοσυστασιακά χαρακτηριστικά, είτε σε ταυτόχρονη συμβολή και των δύο παραμέτρων: με συνέπεια τις καθηλώσεις, τα δομικά ελλείμματα, τις εκτροπές. [Είναι αυτός ο λόγος που οι απλές γνωστικού χαρακτήρα συνειδητοποιήσεις υπό την αιγίδα της διάνοιας και του καντιανού Λόγου, όσο και οι παιδαγωγικές και σωφρονιστικές μέθοδοι, δύσκολα επιτυγχάνουν αποτελέσματα στη βάση ουσιαστικών ψυχικών μετασχηματισμών – είναι διαφορετικής τάξης, θεραπευτικής, η εργασία που θα χρειαζόταν ή θα μπορούσε να γίνει αν και όχι πάντα, επίσης, με εγγυημένα αποτελέσματα].

Για να αντιληφθούμε την συμμετοχή του βιολογικού-ιδιοσυστασιακού παράγοντα (δεν εννοώ αναγκαστικά του γονιδιακού), ας σκεφθούμε, π.χ., την διαφορετική απαίτηση σωματικής φροντίδας και ψυχικής περίεξης στην οποία χρειάζεται να μπορεί να ανταποκριθεί το ψυχικό περιβάλλον ενός παιδιού επιβαρυμένου ήδη από την γέννηση από ένα σωματικό ή νοητικό πρόβλημα, σε σύγκριση με ένα άλλο παιδί που έρχεται στον κόσμο με ένα φυσιολογικό προικισμό. Ας προσθέσουμε σε αυτήν την αυξημένη απαίτηση τις επιπλέον δυσκολίες και επιπλοκές που θα προέκυπταν από το ναρκισσιστικό πλήγμα που υφίστανται οι γονείς αντιμέτωποι με ένα τέτοιο πρόβλημα του παιδιού τους, όσο και εκείνες που θα προέρχονταν από το ναρκισσιστικό πλήγμα που, σε ψυχικό επίπεδο, υφίσταται το ίδιο το παιδί, αντιμέτωπο με ένα σωματικό ή νοητικό πρόβλημα, με σοβαρές επιπτώσεις στην εικόνα του για τον εαυτό του. Ας προσθέσουμε επίσης τις επιπλέον δυσκολίες και επιπλοκές, που θα προέκυπταν από μια ρατσιστικού χαρακτήρα (επιθετικού ή οικτίρμονος) υποδοχή του στο πλαίσιο συνομηλίκων και μη.

Αντίθετα, αν όλα πάνε λίγο πολύ καλά στην εξέλιξη ενός παιδιού, αυτό το πλάσμα, το infans, που ο Φρόυντ τόλμησε να αποκαλέσει «πολύμορφα διεστραμμένο» στην αρχή της ζωής του, δια μέσου ενός λίγο πολύ ομαλού εκπολιτισμού των ενορμήσεων -εδώ ακριβώς κατατείνουν οι απαγορεύσεις, τα πολυσυζητημένα «όρια» και γενικώς οι παιδαγωγικές επιλογές και οι σωφρονισμοί- θα έχει κατορθώσει να αποκτήσει ως ενήλικας μια κατά το μάλλον ή ήττον στέρεη και ανθεκτική ψυχική δομή, «υγιή» (εντός εκτός εισαγωγικών), επαρκώς οχυρωμένη και απέναντι στο κακό, τόσο εκείνο που μπορεί να του επισυμβεί έξωθεν στην πορεία της ζωής του, ως διαθεσιμότητα των απαιτούμενων ψυχικών μέσων για να μπορεί να το αντιμετωπίσει, όσο και εκείνο που θα μπορούσε να προέλθει από αυτόν τον ίδιο προς άλλα άτομα, ως διαθεσιμότητα των ψυχικών μέσων απόκρουσης της έλξης από το κακό.

Η δυνατότητα καταλογισμού, η ηθική συνείδηση, η δυνατότητα ανάπτυξης ενοχής, δεν θα ήταν, κατ’ αυτήν την έννοια, παρά παράγωγα δομικών στοιχείων ενός λίγο πολύ καλά οργανωμένου ψυχισμού. Η υπερβολή -η βασανιστική εμμονή καταλογισμού ανάρμοστων πράξεων ή έστω και μόνο προθέσεων, η άκαμπτα αυστηρή ηθική συνείδηση, ο πλεονασμός ενοχών ίσως και εκ του μη όντος-, όσο και το αντίστοιχο έλλειμμα, θα ενέπιπταν εξίσου στην παθολογία ή τουλάχιστον στα νοσηρά χαρακτηριστικά μιας ορισμένης ψυχικής οργάνωσης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Στο ψυχικό βίωμα οδύνης ή/και απόγνωσης, υπό το κράτος ενός σοβαρού πλήγματος ή/και μιας θανατηφόρας απειλής για την ψυχική ή και τη βιολογική επιβίωση (τραυματική εμπειρία, οριακή εμπειρία), το υφιστάμενο κακό πηγάζει από την ενδόμυχη, ακατανίκητη ανθρώπινη βαρβαρότητα: από ενορμητικές βλέψεις, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητές, περισσότερο ή λιγότερο εκλογικευμένες, που μπορούν να φθάνουν ως τις θανατηφόρες λογικές τής επιδίωξης μιας ολοκληρωτικής κυριαρχίας πάνω στον άλλο.

Εύλογα αποδίδουμε το επιβαλλόμενο κακό στην ενόρμηση Θανάτου, την επιθετικότητα, την καταστροφικότητα. Όταν, υπό την επίδραση της ναρκισσιστικής λιβιδούς, η ενόρμηση θανάτου εκτρέπεται προς το εξωτερικό «ονομάζεται ενόρμηση καταστροφής, ενόρμηση κυριαρχίας, θέληση για ισχύ». Η ενορμητική απόμειξη όντας υπόλογη για το ακραίο κακό, με συνοδό «κέρδος» (για τον «ενεργό παράγοντα») τεράστια ναρκισσιστική απόλαυση.

Χάρη στην διαπλοκή των ενορμήσεων, οι ενορμήσεις ζωής [Έρωτας] θα διασφάλιζαν την προστασία από το κακό και από την έλξη από το κακό. Από τις όψεις της αμφιθυμίας που ερείδονται στην αγάπη για το αντικείμενο απορρέουν η ενοχή και η επανόρθωση.

Ωστόσο, το κακό μπορεί επίσης να απορρέει από τις λογικές μιας καθηλωτικής, εξίσου ολοκληρωτικής, καταστροφικής αγάπης – από τον Έρωτα.

Και, αντίστροφα, μια δυνατότητα διεξόδου, αντίδρασης απέναντι σ’ αυτήν την απειλή, μπορεί να προέλθει από την επικίνδυνη, αλλά λυτρωτική δράση της αναρχικής ενόρμησης, που, αν και ανάγεται στις ενορμήσεις θανάτου, τίθεται ωστόσο στην υπηρεσία της ζωής (Zaltzman, 1979).

Το παράδοξο, όσον αφορά τις ενορμητικές πηγές του κακού, είναι ότι μπορεί εξίσου αυτό να πηγάζει από την ενόρμηση Θανάτου, όσο και από εκείνη του Έρωτα (στον βαθμό που αποσκοπεί/συντελεί στην κατάλυση της διαφορετικότητας).

Το σύνθετο εποικοδόμημα μιας φυσιολογικής ή παθολογικής ψυχικής οργάνωσης -αποτέλεσμα μιας ορισμένης εξελικτικής διαδικασίας στην οποία εμπλέκονται ο βιολογικός, ο ψυχικός, ο κοινωνικός και ο πολιτισμικός παράγοντας-, δεν καταργεί, αλλά, δυνητικά εκπολιτίζει, κατά το μάλλον ή ήττον, τα στοιχειακά συστατικά του ψυχισμού: τις ενορμήσεις του Έρωτα και του Θανάτου, όπου εδράζεται, ανεξάντλητη και ανεξάλειπτη πηγή του κακού, η ανθρώπινη βαρβαρότητα.

Η εργασία της κουλτούρας, διάφορη της εργασίας του πολιτισμού, τις οποίες θα δούμε στο Β’ μέρος, είναι ίσως η μόνη διαδικασία ικανή να επιφέρει, ως προς την ενορμητική βαρβαρότητα και ως προς τον προγραμματισμό του είδους, ουσιώδεις ατομικούς και συλλογικούς μετασχηματισμούς.

Σημείωση. Η εξελικτική υπόθεση συνυφαίνεται με την δομική υπόθεση. Η έκβαση της εξελικτικής διαδικασίας που κατά την παιδική και εφηβική ηλικία μπορεί να διαδραματίζεται με όλους τους πιθανούς διαφορετικούς εμποδισμούς, αντιξοότητες, τραυματισμούς, κ.ο.κ., που περίπου περιγράψαμε, αντιστοιχεί, στην ενήλικη ζωή, σε έναν βαθμό παγίωσης ορισμένου τύπου ψυχικής λειτουργίας, η οποία τώρα ορίζεται από τον επικρατούντα τύπο ψυχικής σύγκρουσης, με τα αντίστοιχα άγχη -την επικρατούσα δηλαδή ψυχική προβληματική- και από τα ψυχικά μέσα (δυνατότητες ψυχικής επεξεργασίας, αμυντικούς μηχανισμούς) που έχει κατορθώσει να συγκροτήσει το υποκείμενο. Ο τύπος ψυχικής λειτουργίας ορίζει και τον τύπο ψυχικής οργάνωσης. Για την ακρίβεια διακρίνουμε κατ’ αρχήν δύο μείζονες δομές: την νευρωτική δομή και την ψυχωτική. Στην νευρωτική δομή, που οργανώνεται στη βάση της οιδιπόδειας προβληματικής και του άγχους ευνουχισμού, οι δυνατότητες ψυχικής επεξεργασίας είναι υψηλές και τα αμυντικά μέσα εξελιγμένα, με βάση την απώθηση. Στην ψυχωτική δομή, που οργανώνεται στη βάση του άγχους αποαπαρτίωσης (κερματισμού), με τα παράγωγά του (σχιζοπαρανοειδή άγχη), οι δυνατότητες ψυχικής επεξεργασίας δεν υπολείπονται αναγκαστικά, αλλά χαρακτηρίζονται από τις συνέπειες της διαταραχής της σχέσης με την πραγματικότητα (ψευδαισθητικές και παραληρητικές εκδηλώσεις στη βάση αρχαϊκών αμυντικών μηχανισμών του τύπου της άρνησης, της σχάσης και της προβολής). Η «φυσιολογικότητα» δεν εξετάζεται ως μία διαφορετική δομή από εκείνη της νεύρωσης («είμαστε όλοι λίγο πολύ νευρωτικοί» κατά τη ρήση του Φρόυντ), αλλά θα αντιστοιχούσε, ιδεατά, σε μία ευτυχή έκβαση της οιδιπόδειας σύγκρουσης. Ανάμεσα στην νευρωτική και την ψυχωτική δομή, στο λεγόμενο οριακό φάσμα, τοποθετούνται οι διάφορες παθολογικές ψυχικές οργανώσεις, που έχουν μελετηθεί τις τελευταίες δεκαετίες (μεταιχμιακές, ναρκισσιστικές, παρανοειδείς, διαστροφικές…), όπου στην ψυχική προβληματική και στα διαθέσιμα ψυχικά μέσα συμμετέχουν ψυχωτικά και νευρωτικά χαρακτηριστικά (άγχη, άμυνες). Μπορούν δε να εμφανίζουν ελλείμματα ως προς τις δυνατότητες μιας ψυχικής επεξεργασίας είτε κατά το νευρωτικό είτε κατά το ψυχωτικό πρότυπο. Στο ίδιο αυτό οριακό φάσμα τοποθετούνται και οι ψυχοσωματικές οργανώσεις που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζονται από ελλείμματα στις δυνατότητες ψυχικής επεξεργασίας, λόγος για τον οποίο η παθολογία εκδηλώνεται κατ’ εξοχήν στο σώμα.

Οι έννοιες ψυχική δομή και ψυχική οργάνωση έχουν επίσης το νόημα ότι τα άτομα που η ψυχική τους λειτουργία οργανώνεται κατά τον ένα ή κατά τον άλλο τρόπο δεν εμφανίζουν αναγκαστικά έκδηλη ψυχοπαθολογία. Οι έκδηλη ψυχοπαθολογία (ορατά συμπτώματα), αν και όταν προκύψει, θα είναι το αποτέλεσμα μεταγενέστερων τραυματισμών που επενεργούν απορρυθμιστικά.

Για τον Ναρκισσισμό

Συνδέοντας την ναρκισσιστική λιβιδώ με τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης γίνεται προφανές ότι η έννοια του ναρκισσισμού δεν αντιστοιχεί, στην ψυχαναλυτική θεωρία, αποκλειστικά στις αρνητικές και παθολογικές συνδηλώσεις που της αποδίδονται συνήθως από την κοινή γλώσσα. Το αντίθετο: η βάση της έννοιας του ναρκισσισμού αντιστοιχεί στις αναγκαίες για τη διατήρηση της ζωής λιβιδινικές επενδύσεις της σωματοψυχικής οντότητας, του εαυτού — με άλλα λόγια στην αυτοαγάπη και την αυτοεκίμηση-, σε ολόκληρη τη ζωή, καθώς επίσης και στην συμβολή του στην σταδιακή διαφοροποίηση του ψυχισμού – με άλλα λόγια στις δομιστικές του όψεις, κατά τα πρώτα στάδια της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης.

Α. Στα πλαίσια του πρώτου ενορμητικού μοντέλου

(αντίθεσης σεξουαλικής ενόρμησης – ενορμήσεων αυτοσυντήρησης ή του Εγώ)

Ναρκισσιστική λιβιδώ ονομάζουμε την λιβιδώ που χαρακτηρίζει τον πρωτογενή ναρκισσισμό, ο οποίος συγκροτείται κατά το πρώτο στάδιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης, το οποίο ονομάζεται ναρκισσιστικό. Σε αυτό το στάδιο το παιδί εκλαμβάνει το σώμα του ως πεδίο άσκησης των σεξουαλικών ενορμήσεων (αυτοερωτική διάσταση του ναρκισσιστικού σταδίου) και, σταδιακά, επενδύει τον εαυτό του ως ένα πρώτο ολόκληρο αντικείμενο.

Η δομιστική δράση του πρωτογενούς ναρκισσισμού (1914), προκύπτει έτσι, εν πρώτοις, στην καθολική επένδυση της σωματοψυχικής ενότητας, ως ενιαίας, καθορίζοντας την γένεση του εγώ[1] (μια τέτοια ενότητα σε ψυχικό επίπεδο δεν υφίσταται εξαρχής). Ταυτόχρονα η επένδυση της σωματοψυχικής ενότητας ως ολότητας, αποτελεί το πρότυπο της επένδυσης του αρωγού Συνανθρώπου – των άλλων, ως ολόκληρων αντικειμένων επίσης (στην αρχή της ζωής γίνεται λόγος για μερικά αντικείμενα-στόχους της ενόρμησης, όπως για παρ. το στήθος), αποτελεί δηλαδή η ναρκισσιστική επένδυση του εαυτού το πρότυπο των σχέσεων αντικειμένου.

Στην πραγματικότητα η διάκριση ναρκισσιστικής λιβιδούς και λιβιδούς αντικειμένου είναι συμβατική: Η λιβιδώ είναι μία. Και διαμοιράζεται, στην σωματοψυχική οντότητα και στα αντικείμενά της. Ακριβώς επειδή υποβαστάζει τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης, ο διαμοιρασμός αυτός δεν είναι παγιωμένος: όταν υποφέρουμε από μια αρρώστια, όταν πονάμε, χωρίς καν να το αντιληφθούμε, αποσύρουμε τις επενδύσεις μας από άλλα πρόσωπα, παραμελούμε ιδέες ή έργα που υπηρετούμε: όλη η ενέργειά μας συσπειρώνεται στον εαυτό. Μα, με τα λόγια του Φρόυντ, είμαστε αναγκασμένοι να αγαπάμε, να στρέφουμε ή να ξαναστρέφουμε τις λιβιδινικές επενδύσεις μας στα αντικείμενα, αν δεν θέλουμε να αρρωστήσουμε – να αρρωστήσουμε από ναρκισσισμό. Μπορούμε έτσι να κάνουμε λόγος για ένα υγιή και για ένα παθολογικό ναρκισσισμό, κι αυτός ο δεύτερος έχει προφανώς τα αίτιά του.

Δομιστικά επιδρά εξάλλου ο πρωτογενής ναρκισσισμός με την συμβολή του στην προοδευτική διαφοροποίηση των ψυχικών αρχών:

Οι περιορισμοί του πρωτογενούς ναρκισσισμού που επιβάλλονται από την εξωτερική (αντικειμενική και σχεσιακή) πραγματικότητα αντισταθμίζονται με την εγκαθίδρυση του Ιδεώδους του Εγώ -ψυχικό μόρφωμα που υπόσχεται αναπλήρωση των ναρκισσιστικών ικανοποιήσεων στο μέλλον ή, μέσω της προβολής του σε άλλα πρόσωπα και μέσω της ταύτισης μαζί τους, επιδιώκοντας την αναπλήρωση με έμμεσες ναρκισσιστικές ικανοποιήσεις, per interposta persona.

Στο Ιδεώδες του Εγώ οφείλουμε τα ιδεώδη μας και υπό μορφή ιδεών.

Το Ιδεώδες του Εγώ, που σχηματίζεται υπό την περιοριστική επίδραση της φυσικής και της κοινωνικής πραγματικότητας, γίνεται ειδικότερα νοητό ως αποτέλεσμα του συμβολικού ευνουχισμού (Λακάν), δηλαδή της αποδοχής περιορισμών στην υποτιθέμενη αυτάρκεια του πρωτογενούς ναρκισσισμού, στην αρχική ναρκισσιστική παντοδυναμία. Ο συμβολικός ευνουχισμός είναι σημαντικός ακριβώς γιατί η αυτάρκεια του πρωτογενούς ναρκισσισμού είναι υποτιθέμενη, φαντασιωσική.

Οι περιορισμοί της δυνατότητας ενορμητικών ικανοποιήσεων που επιβάλλονται από την πραγματικότητα, οι ματαιώσεις, οι αποτυχίες – και, οι περιορισμοί της ελευθερίας στην εκπλήρωση της επιθυμίας που επιβάλλονται κοινωνικά, αρχής γενομένης από τις γονεϊκές απαγορεύσεις, αντιτίθενται στον αρχικό παιδικό ναρκισσισμό εξαναγκάζοντας σε νέους περιορισμούς του, που βιώνονται ως πλήγματα στον ναρκισσισμό. Τη θεραπεία, την επούλωση αυτών των πληγμάτων υπόσχεται το ψυχικό μόρφωμα του Ιδεώδους του Εγώ, στο οποίο μεταφέρει τώρα τις ναρκισσιστικές του επενδύσεις το παιδί: αυτό που δεν είναι τώρα εφικτό θα είναι (ενδεχομένως) στο μέλλον. Τα ιδεώδη που επιδιώκουμε στη ζωή μας και που κατορθώνουμε ή όχι να εκπληρώσουμε υποστηρίζονται από αυτές τις νέες πιο εξελιγμένου χαρακτήρα ναρκισσιστικές μας επενδύσεις. Οι ενδεχόμενες εκπληρώσεις τους ενισχύουν δευτερογενώς τον τραυματισμένο ναρκισσισμό μας. Δευτερογενώς ενισχύεται ο ναρκισσισμός και χάρη στις εκπληρώσεις της ερωτικής ζωής.

Καθώς στα μάτια του παιδιού, που ο ναρκισσισμός του έχει κατ’ αυτόν τον τρόπο πληγεί, οι γονείς φαίνονται τώρα παντοδύναμοι, ή τουλάχιστον ισχυρότεροι, ικανότεροι, η αγάπη γι αυτούς παίρνει τα χαρακτηριστικά της εξιδανίκευσης. Η εξιδανίκευση των γονέων, και αργότερα άλλων προσώπων κύρους, προκύπτει από την προβολή του Ιδεώδους του Εγώ σε αυτά τα πρόσωπα, μέσα από μια ναρκισσιστική ταύτιση μαζί τους, που μπορεί να προσφέρει έμμεσες ναρκισσιστικές ικανοποιήσεις.

Η διάκριση ανάμεσα σε Ιδεώδες του Εγώ και σε αυτό που υποστασιοποιήθηκε, από τις απαρχές της ζωής ως Ιδεώδες Εγώ -φορέας της αρχικής παιδικής παντοδυναμίας- είναι λεπτή αλλά αναγκαία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Ιδεώδες του Εγώ συνιστά κοινωνικοποιημένη μορφή του Ιδεώδους Εγώ.

Αντιλαμβανόμαστε βέβαια ότι η ναρκισσιστική παντοδυναμία των απαρχών της ψυχικής ζωής οφείλεται σε μια πρωτογενή αυταπάτη – όπως την ονόμασε ο Winnicott -, γιατί στην αδιαφοροποίητη ενότητα που συνιστά το παιδί με το ψυχικό του περιβάλλον, το παιδί παρερμηνεύει τις ικανοποιήσεις και την (κατά το μάλλον ή ήττον) πληρότητα που του επιφέρουν ως προερχόμενες από το ίδιο.

Αντιλαμβανόμαστε επίσης των ζωτικό χαρακτήρα της ναρκισσιστικής αγάπης των γονιών για το παιδί τους καθώς αυτή συνιστά την προερχόμενη έξωθεν ναρκισσιστική συνεισφορά που θρέφει τον πρωτογενή ναρκισσισμό.

Στο πλαίσιο του πρώτου ενορμητικού μοντέλου, ο παθολογικός ναρκισσισμός θα ανάγονταν στην εκ νέου απόσυρση στο εγώ των λιβιδινικών επενδύσεων από τα αντικείμενα, λόγω σφοδρών ματαιώσεων και στην προκαλούμενη, έτσι, ναρκισσιστική συμφόρηση στο εγώ. Αυτό είναι το περιεχόμενο του δευτερογενούς ναρκισσισμού (και λέγεται δευτερογενής επειδή επιστρέφει από τα αντικείμενα και πάλι στο εγώ) στο πλαίσιο του πρώτου ενορμητικού δυισμού. Από εδώ θα προέρχονταν κατά τον πρώτο Φρόυντ η υποχονδρία και οι λεγόμενες τότε «ναρκισσιστικές νευρώσεις», στις οποίες περιλαμβάνονταν η μελαγχολία και οι ψυχώσεις. Στις ψυχώσεις είναι χαρακτηριστική η μεγαλομανία, ως «επανορθωτική» επάνοδος της ναρκισσιστικής παντοδυναμίας.

Β. Στα πλαίσια του δεύτερου ενορμητικού δυϊσμού

(αντίθεση ανάμεσα σε ενορμήσεις ζωής και ενορμήσεις θανάτου)]

Με την εισαγωγή του δεύτερου ενορμητικού μοντέλου (1920), της αντιπαράθεσης ενορμήσεων ζωής ενορμήσεων θανάτου, επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις και αναπτύξεις της ψυχαναλυτικής θεωρίας, μεταβάλλοντας και την θεωρία του ναρκισσισμού. Η πλέον σημαντική (που μας ενδιαφέρει για την προσέγγισή μας) είναι η θεωρητικοποίηση της λεγόμενης δεύτερης τοπικής:

Θυμίζω ότι η πρώτη τοπική (1900), συνίσταται στην διάκριση ανάμεσα σε ασυνείδητο- προσυνειδητό- συνειδητό (μεταφορικά «τόποι», ακριβώς, στο ψυχικό όργανο). Στο πλαίσιο της πρώτης τοπικής η ψυχική σύγκρουση ορίζεται από την αναμέτρηση ασυνείδητης επιθυμίας (με το ενορμητικό της φορτίο και στο πλαίσιο της αμφιθυμίας) και της αντικειμενικής και σχεσιακής πραγματικότητας.

Με την δεύτερη τοπική έχουμε την υποστασιοποίηση των ψυχικών αρχών Αυτό- Εγώ- Υπερεγώ (1923, 1932).

Το Αυτό, ενορμητικός πυρήνας του ψυχισμού, είναι η δεξαμενή της λιβιδούς (της ενέργειας του Έρωτα), όπως και της επιθετικότητας (ως ενέργειας των ενορμήσεων θανάτου). Είναι εξολοκλήρου ασυνείδητο. Το Εγώ προκύπτει ως διαφοροποίησή του, χάρη στην επαφή με τον εξωτερικό κόσμο, με την πραγματικότητα, και οι λειτουργίες του είναι εν μέρει συνειδητές, εν μέρει ασυνείδητες. Το Υπερεγώ προκύπτει ως

C* ‘ C   ‘    τ-> r    r   r   r    r

προοδευτική διαφοροποίηση του Εγώ, αρχής γενομένης από την σύσταση του Ιδεώδους του Εγώ, χάρη στις πρωτογενείς ταυτίσεις και χάρη στο οιδιπόδειο. Μόνο εν μέρει είναι και αυτό συνειδητό. Είναι η ψυχική αρχή- φορέας τριών λειτουργιών: της αυτοπαρατήρησης, της ηθικής συνείδησης, του Ιδεώδους του Εγώ. Συνιστά σημαντικό παράγοντα της ψυχικής σύγκρουσης, καθώς οι προστατευτικές και κοινωνικού χαρακτήρα απαγορεύσεις που περνούν μέσα από τα πρώτα αντικείμενα – τους γονείς- εσωτερικεύονται.

Το φτωχό το Εγώ, ως μία επί μέρους ψυχική αρχή τώρα, εκλαμβάνεται ως υπηρέτης τριών αφεντάδων: οφείλει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της πραγματικότητας, στις απαιτήσεις του Αυτό, στις απαιτήσεις του Υπερεγώ. Οι τρεις αφέντες ορίζουν τώρα τον τύπο της ψυχικής σύγκρουσης από την οποία παράγεται το άγχος – αντικειμενικό άγχος μπρος στον εξωτερικό κόσμο, συνειδησιακό άγχος μπρος στο Υπερεγώ, νευρωτικό άγχος εξαιτίας των ισχυρών παθών του Αυτό. Το Εγώ είναι η έδρα του άγχους, που εξαιτίας του κινητοποιούνται -στο Εγώ και από το Εγώ, αν και μη-συνειδητά- οι μηχανισμοί άμυνας, αρχαϊκοί και εξελιγμένοι) οι οποίοι κατευθύνουν τις τύχες των ενορμήσεων, ανάλογα και με τον τύπο της ψυχικής οργάνωσης που έχει διαμορφωθεί και με την ενδεχόμενη εκδήλωση ψυχοπαθολογίας.

[Σημειώνεται, με την ευκαιρία, ότι η ψυχανάλυση των παιδιών οδήγησε στην αναγνώριση πρώιμων, βρεφικών αγχών, που, όπως και κάθε τύπος άγχους μπορεί να επικρατεί ή/και να συνυπάρχει με άλλα σε ολόκληρη τη ζωή. Τέτοια πρώιμα άγχη είναι τα σχιζοπαρανοειδή και καταθλιπτικά άγχη (Μ. Klein), το άγχος αφάνισης (Winnicott), το άγχος κατακερματισμού ή αποαπαρτίωσης (Λακάν).]

Ορίζοντας το Αυτό ως λιβιδινική δεξαμενή ο ναρκισσισμός εκλαμβάνεται τώρα ως πρωταρχικός, ως υπάρχων εξαρχής (δεν θα προέκυπτε δηλαδή από την προοδευτική λιβιδινική επένδυση της σωματοψυχικής ενότητας ως ολότητας, στην προέκταση του αυτοερωτισμού – που ήταν η περίπτωση του πρωτογενούς ναρκισσισμού). Μεταβάλλεται ως εκ τούτου και η έννοια του δευτερογενούς ναρκισσισμού. Δεν έχει πλέον αναγκαστικά τις παθολογικές συνέπειες που εντοπίσαμε μόλις. Αντίθετα, του αποδίδεται δομιστική λειτουργία, δεδομένου ότι η περαιτέρω ανάπτυξη του Εγώ, ως διακριτής ψυχικής αρχής πλέον, προκύπτει από τις ταυτίσεις, ναρκισσιστικές στην ουσία τους, με αγαπημένα πρόσωπα και με πρόσωπα κύρους, αυξάνοντας δευτερογενώς τον ναρκισσισμό του Εγώ, με την καλοήθη σημασία του όρου. Οι ταυτίσεις με τα αντικείμενα προσδίδουν στο Εγώ ένα ακόμη ισχυρό πλεονέκτημα ναρκισσιστικής τάξης: είναι σαν να λέει το Εγώ στο Αυτό «αγάπησέ με, δες πόσο μοιάζω με το αντικείμενο!», προσελκύοντας έτσι λιβιδινικές επενδύσεις από το Αυτό, αυξάνοντας την αυτοαγάπη (Φρόυντ, 1923).

Ακόμη και η έννοια του τραύματος μεταβάλλεται, καθώς ήδη ο Φρόυντ, στο τελευταίο του έργο (Μωυσής, 1939), εισάγει την έννοια του ναρκισσιστικού τραύματος.

Σήμερα, με τον όρο ναρκισσιστικά τραύματα αναφερόμαστε σε πρώιμες δραματικές περιπέτειες στη ζωή ενός παιδιού (εγκατάλειψη, παραμέληση, αναπηρίες, αρρώστιες, κακοποίηση, ανεπαρκής ή παθολογική ναρκισσιστική επένδυση από μέρους των πρώτων αντικειμένων.). Σε αυτές τις συνθήκες διαταράσσεται σοβαρά η λιβιδινική οικονομία τόσο ως προς την αντικειμενότροπη όσο και ως προς την ναρκισσιστική της συνιστώσα. Τα πρώιμα ναρκισσιστικά τραύματα είναι έτσι, κατά κανόνα, υπόλογα και για πρώιμα ναρκισσιστικά ελλείμματα. Είναι η αιτία του παθολογικού ναρκισσισμού, προοίμιο ναρκισσιστικών παλινδρομήσεων και παθολογιών του ναρκισσισμού στο ατομικό επίπεδο. Η μεγαλομανία, για παράδειγμα, στην παράνοια, στην ψύχωση γενικότερα, αλλά και γενικά οι δυσάρεστες εκδηλώσεις για τις οποίες ενοχοποιείται ο ναρκισσισμός, αποκτώντας τις αρνητικές του συνδηλώσεις στην κοινωνική ζωή, προκύπτουν ως αντιστάθμισμα ενός ελλειμματικού ή πρώιμα τραυματισμένου ναρκισσισμού, που ενδεχομένως δεν έτυχε ικανοποιητικών δευτερογενών ενισχύσεων.

Νεώτεροι συγγραφείς (Kohut, Kernberg, στην Αμερική, ο Winnicott, o Green στην Ευρώπη) εργάστηκαν πάνω σε αυτήν την υπόθεση, συμβάλλοντας σε περαιτέρω ανάπτυξη της θεωρίας του ναρκισσισμού, ερχόμενοι αντιμέτωποι με ψυχικές οργανώσεις και ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις στα πλαίσια του οριακού φάσματος ψυχικής λειτουργίας (μεταιχμιακές, ναρκισσιστικές, παρανοειδείς προσωπικότητες κ.λ.π.)

Θεμελιώδης είναι η συνεισφορά της Pierra Aulagner (στενής συνεργάτιδος και μέντορος της N. Zaltzman) η οποία επεξεργάστηκε την έννοια: ναρκισσιστικό συμβόλαιο, ιδιαίτερα σημαντική για να κατανοήσουμε την σημαίνουσα βαρύτητα των ναρκισσιστικών ερεισμάτων της ψυχικής ταυτότητας, τα οποία συνδέουν άρρηκτα το άτομο με το σύνολο και εντέλει με το είδος, επί ποινή ψυχικής ερήμωσης, ψυχικής κατάρρευσης (όπως στην ψύχωση), θανατηφόρας αυτοεγκατάλειψης στις ακραίες συνθήκες εκδήλωσης του κακού, στα πλαίσια μιας δυσοίωνης έκβασης της οριακής εμπειρίας [1970, Βία της ερμηνείας].

Ρίζα του κακού και πολιτισμός. Βιβλιογραφία

Ι. Ψυχαναλυτικά και κλινικά κείμενα

  1. Φρόυντ Σ. (1911): Τοτέμ και ταμπού, ελλ. έκδ. Επίκουρος, 1978
  2. Φρόυντ Σ. (1915): Η απογοήτευση από τον πόλεμο, ελλ. έκδ. στον τόμο Επίκαιρες παρατηρήσεις για τον πόλεμο και τον θάνατο, Επίκουρος, 1998
  3. Φρόυντ Σ. (1915): Εισαγωγή στον ναρκισσισμό, ελλ. εκδ. στον τόμο Ναρκισσισμός, μαζοχισμός, φετιχισμός, Επίκουρος, 1991
  4. Φρόυντ Σ. (1915): Η σχέση μας με τον θάνατο, ελλ. έκδ. στον τόμο Επίκαιρες παρατηρήσεις για τον πόλεμο και τον θάνατο, Επίκουρος, 1998
  5. Φρόυντ Σ. (1920): Πέρα από την αρχή της ευχαρίστησης, ελλ. έκδ. Πλέθρον, 2014
  6. Φρόυντ Σ. (1921): Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του Εγώ, ελλ. έκδ. Πλέθρον, 2014
  7. Φρόυντ Σ. (1922/1923): Το Εγώ και το Αυτό, ελλ. έκδ. Πλέθρον, 2008
  8. Φρόυντ Σ. (1924): Το οικονομικό πρόβλημα του μαζοχισμού, ελλ. έκδ. στον τόμο Ναρκισσισμός, μαζοχισμός, φετιχισμός, Επίκουρος, 1991
  9. Φρόυντ Σ. (1927): Το μέλλον μιας αυταπάτης, ελλ. έκδ. Γκοβόστης 2010, επίσης στον τόμο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας, Επίκουρος 2013
  10. Φρόυντ Σ. (1929): Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό (Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας), ελλ. έκδ. Πλέθρον, 2013
  11. Φρόυντ Σ. (1932): Νέα σειρά των παραδόσεων για την εισαγωγή στην Ψυχανάλυση, ελλ. έκδ. Επίκουρος, 1977 [ειδικότερα η παράδοση 31, «Ανάλυση της ψυχικής προσωπικότητας» και η παράδοση 35, «Για την κοσμοθεωρία»]
  12. Φρόυντ Σ. (1932): Γιατί πόλεμος;, ελλ. έκδ. στον τόμο Επίκαιρες παρατηρήσεις για τον πόλεμο και τον θάνατο, Επίκουρος, 1998
  13. Γκρίν Α. (1990): Γιατί το κακό, στον τόμο Γκριν Α. Η ιδιωτική τρέλα, ελλ. έκδ. Καστανιώτης, 1998
  14. Zaltzman N. (1979) : Η αναρχική ενόρμηση, ελλ. έκδ. Εστία, 2019
  15. Zaltzman N. (1998): De la guerison psychanalytique, PUF, 1998
  16. Zaltzman N. (1999): Homo sacer: L’homme tuable, στον τόμο La resistance de I’humain, PUF, 1999
  17. Zaltzman N. (2007): Το πνεύμα του κακού, ελλ. έκδ. Νησίδες, 2018
  18. Συλλογικό (1997): Αιμομιξία και θεραπευτικό πλαίσιο, Ελληνικά Γράμματα ΙΙ. Φιλοσοφικά, πολιτικά, λογοτεχνικά κείμενα
    1. Καντ Ι. (1793): Η θρησκεία εντός των ορίων του λόγου και μόνον, ελλ. έκδ. Πόλις, 2007
    1. Καντ Ι. (1798): Ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη, ελλ. έκδ. Printa, 2018
    1. Άρεντ Χ. (1951): Οι απαρχές του Ολοκληρωτισμού, ελλ. έκδ. Νησίδες 2017
    1. Άρεντ Χ. (1963): Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ, έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, ελλ. έκδ. Νησίδες, 2009
    1. Σόλεμ Γκ. – Αρεντ Χ. (1963): Δύο επιστολές για τη ρηχότητα του κακού, ελλ. έκδ. Άγρα, 2017
    1. Μακρής Σ. (2014): Hannah Arendt, Σιδέρης, 2014
    1. Agamben G. (1995): Homo Sacer Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, ελλ. έκδ. Εξάρχεια, 2016
    1. Agamben G. (2005): Κατάσταση εξαίρεσης
    1. Golding W. (1954): Ο άρχοντας των μυγών, ελλ. έκδ. Κατανιώτης, 2016
    1. Ντοστογιέφσκι Φ. (1879-1880): ΑδελφοίΚαραμάζωφ, ελλ. έκδ. Γκοβόστης 1990

Αρθρογραφία (διαδικτυακές εκδόσεις)


[1] Στα πλαίσια του πρώτου ενορμητικού δυϊσμού και συνεπώς, πριν την θεωρητικοποίηση της Β’ τοπικής (Αυτό, Εγώ, Υπερεγώ), ο όρος «εγώ» αντιστοιχεί στην σωματοψυχική ενότητα ως ολότητα, από την στιγμή που επενδύεται ως τέτοια (ως ολότητα). Αυτός είναι ο λόγος που προτιμάται η μικρογράμματος γραφή («εγώ»), επιφυλάσσοντας την κεφαλαιογράμματη για το Εγώ της Β’ τοπικής που συνιστά έναν ψυχικό θεσμό (ή ψυχική αρχή).

About Post Author

stratilio

Happy
Happy
0 %
Sad
Sad
0 %
Excited
Excited
0 %
Sleepy
Sleepy
0 %
Angry
Angry
0 %
Surprise
Surprise
0 %

Average Rating

5 Star
0%
4 Star
0%
3 Star
0%
2 Star
0%
1 Star
0%

Αφήστε μια απάντηση