Μετά το θάνατο του Οιδίποδα, οι γιοί του Ετεοκλής και Πολυνείκης αποφάσισαν να κρατήσουν αυτοί την εξουσία βασιλεύοντας ένα χρόνο ο ένας και ένα ο άλλος. Τον πρώτο χρόνο βασίλεψε ο Ετεοκλής αλλά όταν ήρθε η ώρα να παραδώσει την εξουσία στον αδελφό του, δεν το έκανε και ο Πολυνείκης τότε πήγε στο Άργος, πήρε τους Αργείους συμμάχους του και επιτέθηκε εναντίον της Θήβας. Σε μονομαχία αλληλοσκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και τότε την εξουσία πήρε ο αδελφός της Ιοκάστης και γαμπρός του Οιδίποδα, ο Κρέοντας. Αυτός διέταξε να θάψουν με τιμές τον υπερασπιστή της Θήβας, τον Ετεοκλή, αλλά να αφήσουν άταφο, τον Πολυνίκη. Η αδελφή τους Αντιγόνη όμως, θεωρεί ότι αυτή η διαταγή είναι ενάντια στους θείους νόμους και αποφασίζει να την παραβεί και να τον θάψει μόνη της.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ισμήνη αγαπημένη μου, αδερφή μου, ξέρεις τι μας φυλάει ακόμα ο Δίας απ’ την κακή μοίρα του Οιδίποδα; Γιατί δεν έμεινε καμιά απ’ τις συμφορές, πίκρα, κατάρα, ατιμία ή ντροπή, που να μη έχουμε δοκιμάσει, εσύ κι εγώ.
Και τώρα τι ‘ναι πάλι τούτη η διαταγή, που κυκλοφόρησε σε όλη η Θήβα ο στρατηγός; Άκουσες κάτι σχετικά με αυτή; Ή δεν το πήρες είδηση πως ετοιμάζουν στους αγαπημένους μας κακό μεγάλο, που ούτε σ’ εχθρούς δεν ταιριάζει;
ΙΣΜΗΝΗ
Εγώ για φίλους Αντιγόνη δεν άκουσα καμιά κουβέντα, ούτε γλυκειά ούτε πικρή αφ’ ότου χάσαμε τα δυό μας αδέρφια που σκοτώθηκαν σε διπλό φονικό με το ίδιο τους το χέρι. Από τότε που ο στρατός των Αργείων έφυγε τη νύχτα νικημένος, άλλο δεν ξέρω να έγινε είτε για παρηγοριά μας είτε για να μας δώσει κι άλλη πίκρα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ήμουνα σίγουρη, γι’ αυτό σε φώναξα έξω απ’ τις πύλες, για να τ’ ακούσεις μόνη σου. ΙΣΜΗΝΗ
Τι τρέχει; Φαίνεσαι να ‘σαι αλαφιασμένη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν έχει αποφασίσει ο Κρέοντας να θάψει με τιμές τον έναν αδερφό μας και τον άλλον να τον αφήσει άταφο για να τον ατιμώσει; Θάβει σύμφωνα με το νόμο τον Ετεοκλή όπως ταιριάζει, λένε, σ’ ένδοξους νεκρούς. Όμως για το άτυχο κορμί του Πολυνείκη, έβγαλε μια διαταγή μέσα στην πολιτεία, κανείς να μην τολμήσει, ούτε να θάψει ούτε και να το μοιρολογήσει ακόμα. Αλλά να τ’ αφήσουν άκλαυτο και άταφο για να χορτάσουν λαίμαργα την πείνα τους με τις σάρκες του τ’αρπαχτικά όρνεα. Αυτά, λένε πως ο καλός μας ο Κρέοντας έχει διατάξει για σένα και για μένα. Πιο πολύ λέω για μένα και βγαίνει τώρα να τ’ ανακοινώσει σ’ όσους δεν το ξέρουν. Κι αν παραβεί κανείς αυτή τη διαταγή η ποινή θα είναι να πεθάνει με λιθοβολισμό, μπροστά σε όλους τους κατοίκους της πόλης. Αυτά είχα να σου πω. Τώρα θα δείξεις αν είσαι από άξια γενιά ή θα τη ντροπιάσεις.
ΙΣΜΗΝΗ
Καημένη αδελφή μου, αφού τα πράγματα είναι έτσι, τι θα μπορούσα εγώ να κάνω ή να μην κάνω;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκέψου, αν μπορείς να μοιραστείς μαζί μου αυτό που πρόκειται να κάνω. ΙΣΜΗΝΗ
Τι έχεις στο νου σου; Τι μπορεί να σημαίνουν τα λόγια σου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Θα με βοηθήσεις να λυτρώσω τον νεκρό;
ΙΣΜΗΝΗ
Όχι! Μην πεις πως θα τον θάψεις στα κρυφά όταν αυτό απαγορεύεται! ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Εγώ τον αδερφό μου, κι όχι δικό σου αδελφό, άμα δε θέλεις, δε θα φερθώ προδοτικά.
ΙΣΜΗΝΗ
Έστω κι αν το ‘χει απαγορέψει ο Κρέοντας, δύστυχη;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν έχει το δικαίωμα να με χωρίσει απ’ τους δικούς μου.
ΙΣΜΗΝΗ
Αχ, σκέψου, αγαπημένη μου αδελφή, πως χάθηκ’ ο πατέρας μας, μέσα στο μίσος και στην περιφρόνηση, όταν μαθεύτηκαν όλες οι ντροπές κι έβγαλε μόνος του τα μάτια του! Έπειτα η γυναίκα του και μάνα του, δύο ονόματα σε ένα πρόσωπο, κρεμάστηκε και έδωσε τέλος στις συμφορές της. Τρίτο κακό, τα δυο τ’ αδέρφια μας μαζί, την ίδια ώρα σκοτώθηκαν χτυπημένα, με μιας, από το χέρι ο ένας τ’ αλλουνού.
Τώρα κι εμείς, αν παρακούσουμε το νόμο, τις διαταγές και απειλές του τυράννου, σκέψου τι καταστροφή μας περιμένει. Πρέπει να νιώσεις πως είμαστε γυναίκες και δεν μπορούμε μ’ άντρες να τα βάλουμε. Κι αφού μας κυβερνούνε δυνατότεροι, αυτά πρέπει να υπακούμε και χειρότερα.
Εγώ λοιπόν ζητάω συγνώμη απ’ τους νεκρούς και θα υπακούσω σε κείνους που κυβερνούν. Το παραπάνω είναι παραφροσύνη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δε θα σε παρακαλέσω κι ούτε δέχομαι, και να το θέλεις, τώρα δεν το θέλω εγώ. Εσύ κάνε όπως νομίζεις, εγώ θα τον θάψω. Και θα το κάνω έστω κι αν είναι να πεθάνω. Θα κείτομαι εκεί αγαπημένη με αυτόν που έχω αγαπήσει, κάνοντας άγιο κρίμα. Σ’ αυτούς θέλω ν’ αρέσω πιο πολύ, στους κάτω κι όχι σ’ αυτούς που ζουν ακόμα. Γιατί για πάντα θα ‘μαι κει. Συ αν το θες περιφρονείς τα όσια και τα ιερά.
ΙΣΜΗΝΗ
Δεν τα περιφρονώ, μα δεν τολμάω κιόλας να τα βάλω μ’ ολόκληρη την πόλη. ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δικαιολογίες: Εγώ πηγαίνω τώρα να θάψω τον αγαπημένο μου αδερφό.
ΙΣΜΗΝΗ
Πόσο πολύ φοβάμαι για σένα, αδελφή μου!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μη νοιάζεσαι. Κοίτα να είσαι εσύ καλά.
ΙΣΜΗΝΗ
Τουλάχιστον να το κρατήσεις μυστικό, και εγώ δεν πρόκειται να μιλήσω σε κανέναν γι’ αυτό.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Να το πεις! Πιο πολύ θα σε μισήσω για τη σιωπή σου, αν δεν το φανερώσεις σ’ όλο τον κόσμο.
ΙΣΜΗΝΗ
Έχεις ζεστή καρδιά γι’ αυτά που φέρνουν σύγκρυο.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ξέρω ότι αυτά θ’ αρέσουνε σ’ αυτούς που αγαπώ!
ΙΣΜΗΝΗ
Ναι, αν τα κατορθώσεις. Αλλά θα προσπαθήσεις τ’ ακατόρθωτα. ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μόνο αν δεν έχω πια δύναμη θα σταματήσω.
ΙΣΜΗΝΗ
Ποτέ δεν πρέπει τ’ άπιαστα να κυνηγάς.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αν συνεχίσεις να μιλάς έτσι θα σε μισήσω κι εγώ αλλά κι ο νεκρός, όταν θα πας κοντά του. Άσε με. Όσο για την αποκοτιά μου είναι δικό μου πρόβλημα. Όμως τουλάχιστον θα ξέρω πως δε θα πάω ντροπιασμένη.
ΙΣΜΗΝΗ
Αν το νομίζεις σωστό καν’ το. Αλλά να ξέρεις, κάνεις τρέλα, όσο και να τον αγαπάς.
(Φεύγει η Αντιγόνη. Η Ισμήνη επιστρέφει στο παλάτι. Ο χορός που αποτελείται από πρεσβύτερους Θηβαίους μπαίνει)
ΧΟΡΟΣ
Ήλιε, πιο πολύ από ποτέ, το πιο λαμπρό σου φως φάνηκε τώρα στη Θήβα την εφτάπυλη. Κι η αχτίνα σου, μάτι της χρυσής μέρας ανέτειλε πάνω στα νερά της Δίρκης! Τον αργίτικο, το σιδερόφραχτο στρατό τον τύφλωσε κι έφυγε από την πόλη μας με βιάση, πάνω σα γρήγορα άλογά του. Τέτοιο στρατό κουβάλησ’ εναντίον της πατρίδας του ο Πολυνείκης, από φιλονικεία ξεσηκωμένος. Και σαν αϊτός χίμηξε πάνω στη χώρα μας, στριγγλίζοντας πίσω απ’ τις άσπρες σαν το χιόνι αστραφτερές ασπίδες, με όλο το στρατό του που φορούσε στα κράνη τα λοφία.
Πριν καλά καλά παραταχτεί γύρω στο κάστρο και σημαδέψει την εφτάπυλη είσοδο με λόγχες φονικές, αναγκάστηκε να φύγει, προτού ακόμα προφτάσει να γευτεί το αίμα μας και να πυρπολήσει τους πύργους που στεφανώνουν τα τείχη της πόλης. Τόσο δυνατός ήταν ο αχός της μάχης που γινόταν πίσω του, αυτό δεν μπόρεσε να το νικήσει, και νικήθηκε από τον εχθρικό του δράκο. Γιατί ο Δίας τη φαντασμένη γλώσσα τη σιχαίνεται και όταν τον είδε να χιμάει σαν ορμητικός χείμαρρος, μέσα στην κλαγγή των αρμάτων του με τόση περηφάνεια, πέταξε τον πυρωμένο κεραυνό του και τον έκαψε, πάνω στην ώρα που ετοιμάζονταν πάνω στις επάλξεις μας να κραυγάσει για την νίκη
του.
Τρικλίζει και πέφτει καταγής με γδούπο φοβερό, αυτό που διψασμένος για αίμα, φυσομανούσε σαν κακομανιασμένη θύελλα. Και δρασκελούσε πότε εδώ και πότε εκεί και τους πετσόκοβε ορμητικός, ο μέγας Άρης. Κι όλοι τους, κι οι επτά οι λοχαγοί, παραταγμένοι στις πύλες τις επτά μπροστά, ίσοι προς ίσους αφιέρωσαν τα όπλα τους τ’ αστραφτερά σαν προσφορά στο βωμό του Δία που γύρισε τη μάχη. Όλοι εκτός απ’ τα δυο τα θλιβερά παιδιά, που αν και είχαν τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάνα έμπηξαν τα κοντάρια ο ένας τ’ αλλουνού και πήραν κι οι δύο απ’ τον θάνατο, ίσο μερίδιο. Τώρα όμως που μας ήρθε η πολυπόθητη μεγάλη Νίκη, χάρισμα για την τη Θήβα με τα αμέτρητα άρματα, ας τον ξεχάσουμε τούτον τον πόλεμο και πάμε στους ναούς, με το Βάκχο μας αρχηγό, να στήσουμε ολονύχτιους χορούς, να ξεσηκώσουμε όλη τη Θήβα.
Μα να, κι ο νέος βασιλιάς με των θεών τις ευλογίες, ο γιος του Μενοικέα ο Κρέοντας έρχεται καταδώ και μοιάζει σοβαρός. Σαν τι να σχεδιάζει και μας κάλεσε, όλη τη γερουσία, σ’ έκτακτη συνεδρίαση;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Άνδρες, αφού οι θεοί ταράξανε την πόλη, θέλησαν και πάλι να ορθοποδήσει. Απ’ όλους κάλεσα πρώτους εσάς εδώ. Ξέρω πως δείξατε σεβασμό στο θρόνο απ’ τον καιρό που κυβερνούσε ο Λάιος. Και σαν ο Οιδίπους ξανάστησε την πόλη, μα κι όταν χάθηκε, για τα παιδιά του εσείς δείξατε φρονιμάδα και τα υποστήρίξατε. Τώρα λοιπόν που αυτά με ίδια μοίρα χάθηκαν, ένας τον άλλον χτυπώντας εχθρικά, μ’ ανόσιο χέρι σκοτωμένα και τα δυο, κρατώ τον θρόνο και την εξουσία εγώ αφού είμαι συγγενή με τους χαμένους.
Είναι αδύνατον να μάθεις τα φρονήματα, τη σκέψη, την ψυχή του κάθε ανθρώπου, προτού πάρει στα χέρια του εξουσία. Για μένα, αυτός που κυβερνάει την πόλη και δεν αποφασίζει το καλύτερο γι’ αυτήν, ήταν και θα είναι ο χειρότερος. Κι όποιος πιο πάνω απ’ την πατρίδα του βάζει το φίλο, εγώ τον λέω τιποτένιο. Ορκίζομαι στον Δϊα, που όλα τα βλέπει να μη σωπάσω βλέποντας την κατάρα αντί για τη σωτηρία μας, να σιμώνει. Εχθρός της χώρας, δε θα γίνει φίλος μου ποτέ. Γιατί, αν η πατρίδα μας αρμενίζει καλά και μας θα σώζει και φίλους θα αποκτάμε. Λοιπόν εγώ με τέτοιους νόμους θα την προστατέψω. Και τώρα ακούστε τι έχω διακηρύξει μεσ’ στην πόλη για τα παιδιά του Οιδίποδα:
Ο Ετεοκλής που ήταν άριστος στο κοντάρι και χάθηκε μαχόμενος για την πατρίδα, να ταφεί με όλες τις τιμές που του πρέπουν, όσες ταιριάζουν στους ηρωικούς νεκρούς. Τον αδερφό του όμως, μιλάω για τον Πολυνείκη που εξόριστος γυρίζει στην πατρίδα για να την κάψει κι αυτήν και τα ιερά της και θέλησε να πιεί αδερφικό αίμα και τους δικούς του να τους σύρει στη σκλαβιά, αυτόν, βγήκε στην πόλη διαταγή, κανείς να μην τον θάψει ή να νεκροστολίσει ούτε να μοιρολογήσει, αλλά άθαφτο να τον αφήσουνε, να τον κατασπαράξουν τα σκυλιά και τα όρνεα.
Αυτή είναι η απόφασή μου. Γιατί εγώ ποτέ δεν βάζω ίσα το καλό και το άδικο. Αλλά όποιος με την πόλη αυτή είναι φίλος, θα τον τιμώ ίδια και όταν ζει και νεκρό.
ΧΟΡΟΣ
Κάνε ό,τι σ’ αρέσει στην πόλη, Κρέοντα, γιε του Μενοικέα και για τους δύστροπους και τους νομοταγείς, σε εμπιστευόμαστε να πάρεις όποια απόφαση θέλεις και για τους πεθαμένους και για τους ζωντανούς.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι αυτά που ακούσατε θέλω να εφαρμοστούν.
ΧΟΡΟΣ
Δεν τ’ αναθέτεις σε κάποιο κατώτερο; ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έστειλα κιόλας φρουρούς να φυλάξουν τον νεκρό.
ΧΟΡΟΣ
Λοιπόν.Έχειςκάποιαάλληπροσταγή; ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ναμηβοηθήσετεκανένανπαραβάτη. ΧΟΡΟΣ
Ποιον θα βρεις τόσο ανόητο να θέλει να πεθάνει; ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έτσι θα τιμωρηθεί. Αλλά πολλές φορές η ελπίδα για το κέρδος σκότωσε πολλούς.
(Μπαίνει ένας φύλακας)
ΦΥΛΑΚΑΣ
Βασιλιά, δε λέω πως έρχομαι τρέχοντας με φτερά στα πόδια και χωρίς ανάσα, γιατί με έτρωγε η έγνοια και κοντοστεκόμουνα και πολλές φορές σκεφτόμουν να κάνω στροφή και να γυρίσω πίσω. Τη μια έλεγε το μυαλό μου: Πας να την πάθεις κακομοίρη; Στάσου εδώ! Και την άλλη : Τι στέκεις βλάκα; Τράβα. Κι αν το προφτάσει στον Κρέοντα άλλος; Εσύ πως θα γλυτώσεις; Τέτοια στριφογυρίζοντας μέσ’ στο μυαλό κι αργούσα κάνοντας μεγάλη την κοντινή απόσταση. Τέλος με νίκησε η απόφαση να ‘ρθω να στ’ αναφέρω κι ας μην ξέρω τίποτα. Και σου ‘ρχομαι γαντζωμένος στην ελπίδα πως δε θα πάθω τίποτα άλλο εκτός απ’ όσα γράφει η μοίρα μου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα τι συμβαίνει κι έχεις τέτοια ταραχή; ΦΥΛΑΚΑΣ
Θέλω για μένα πρώτα να σου μιλήσω. Δεν το ‘καμα κι ούτ’ είδα εγώ ποιος το ‘καμε και δεν είναι σωστό να τιμωρηθώ εγώ γι’ αυτό που έγινε!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι τρέχει και μιλάς τόσο μπερδεμένα; Φαίνεται σαν να θέλεις να κρύψεις κάτι σπουδαίο.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Τη φοβερή είδηση δεν τη λες εύκολα. ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πες γρήγορα ό,τι έχεις να πεις και φύγε.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Στο λέω: Να, κάποιος, δεν είναι πολύ ώρα, έθαψε το νεκρό, κι αφού τον ράντισε και έριξε πάνω του ψιλή σκόνη, πάει, χάθηκε.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι; Ποιος άντρας μπόρεσε να το τολμήσει; ΦΥΛΑΚΑΣ
Δεν ξέρω! Δεν είχε χτυπήματα απ’ αξίνα, ούτε και κάπου κοντά σωριασμένο χώμα, η γη ήταν ανέπαφη κι ούτε από άμαξα υπήρχαν αυλακιές. Αυτός που το ‘κανε εξαφανίστηκε. Όταν μας το έδειξε ο φύλακας της βάρδιας μας φάνηκε ολονών σαν παράξενο θαύμα! Ούτε ο νεκρός φαινόταν, ούτε και τάφος υπήρχε, αλλά με ψιλή σκόνη ξόρκισαν το κρίμα. Κι ούτε σημάδι από σκυλιά ή αγρίμι φαινόταν, να πεις πως ήρθαν και έφαγαν το πτώμα.
Άρχισαν τότε βρισιές και τσακωμοί, ακόμα και στα χέρια πιαστήκαν οι φύλακες
και κανείς δεν έμπαινε στη μέση να τους χωρίσει. Ο καθένας έριχνε φταίξιμο στον άλλο, και μόνο τον εαυτό του έλεγε αθώο. Πάσχιζε να ξεφύγει. Και πυρωμένα σίδερα θα πιάναμε και στη φωτιά θα πέφταμε, κι όρκους πολλούς θα λέγαμε πως ούτε εμείς το κάναμε, ούτε και ξέρουμε ποιος το σκέφτηκε για να το κάνει. Μόλις καταλάβαμε ότι δεν έβγαινε από πουθενά άκρη, λέει κάτι κάποιος και σκύβουμε κεφάλι από φόβο συμφωνώντας όλοι. Δε γινότανε κι αλλιώς. Πρότεινε αυτός να σου το πούμε κι να μην το κρύψουμε. Νίκησε ο λόγος του και ο κλήρος έπεσε σε μένα τον μαύρο να σου φέρω αυτό το καλό μήνυμα…
Κι ήρθα κακοδεχούμενος, το ξέρω. Ουδείς γαρ στέργει άγγελον κακών επών.
ΧΟΡΟΣ
Βασιλιά, όσο το συλλογιέμαι, λέω μπας κι έβαλ’ ο θεός το χέρι του σ’ αυτά.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πάψε, προτού ξεσπάσει η οργή που βρίσκεται μέσα μου κι αποδειχτείς και γέρος κι άμυαλος μαζί. Γιατί δεν υποφέρεσαι μ’ αυτά που λες ότι δηλαδή νοιάζονται οι θεοί για τούτο το νεκρό. Λες να τον έθαβαν σαν ευεργέτη τους επειδή ήρθε να κάψει τους ναούς τους, τ’ αφιερώματά τους ακόμα και τη γη τους, και ν’ αναποδογυρίσει όλους τους νόμους; Λες να τιμάνε τους κακούργους οι θεοί; Αυτό δε γίνεται Ξέρω από καιρό κάποιους που ψιθυρίζουν εναντίον μου κρυφά κουνώντας το κεφάλι τους, χωρίς να λογαριάζουν νόμους κι άρχοντες. Κάποιοι απ’ αυτούς, λοιπόν, ξέρω καλά, βάλανε πληρωμένους να το κάνουν. Γιατί το χρήμα, είναι ο χειρότερος θεσμός μέσα στους ανθρώπους. Γκρεμίζει πολιτείες, οι άντρες ξεπορτίζουν απ’ τα σπίτια τους, στρέφει το μυαλό τ’ ανθρώπου στο κακό, τον σπρώχνει στην απάτη ή στο έγκλημα και έτσι χάνεται κάθε ντροπή και σεβασμός και πλανεύονται οι τίμιες συνειδήσεις. Μα οι πουλημένοι που ‘καναν αυτό το πράγμα έφτασε η ώρα να πληρώσουν ακριβά. Αν δεν μου βρείτε τον δράστη αυτόν της ταφής και δεν τον φέρετε αμέσως μπροστά μου δεν πρόκειται να πάτε στον Άδη, πριν τα ομολογήσετε όλα ζωντανοί πάνω στην κρεμάλα. Να μάθετε ν’ αρπάζετε άλλη φορά. Δεν μπορείς να κερδίζεις από παντού. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που βγάζουν βρώμικα λεφτά βγαίνουν χαμένοι στο τέλος.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Έχω την άδειά σου να μιλήσω ή να φύγω; ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δεν το καταλαβαίνεις ότι μ’ ενοχλείς;
ΦΥΛΑΚΑΣ
Που σ’ ενοχλώ, στ’ αυτιά σου ή στο μυαλό σου; ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μπα! Γιατί θέλεις να βρεις που βρίσκεται η ενόχλησή μου;
ΦΥΛΑΚΑΣ
Αυτός που έφταιξε σε στενοχωρεί στο μυαλό, εγώ στα αυτιά.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Βλέπω ότι γεννήθηκες φλύαρος. ΦΥΛΑΚΑΣ
Μπορεί. Αυτή την ταφή πάντως δεν την έκανα εγώ.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσύ την έκανες. Και κάτι ακόμα χειρότερο. Πούλησες την ζωή σου για τα χρήματα.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Αδικία! Δεν μπορεί να είναι το ίδιο πράμα και τα ψέματα κι η αλήθεια.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Άσε αυτό το αστείο παιχνίδι με τη δικαιοσύνη και την αδικία. Αν δε μου βρεις τους δράστες, θα δεις και θα μάθεις γρήγορα τι σημαίνει να κυνηγάς βρώμικο κέρδος.
ΦΥΛΑΚΑΣ
Μακάρι να βρεθεί αυτός ο πονηρός. Όμως αν δεν πιαστεί, δε θα με ξαναδείς εμέναν να ‘ρχομαι πάλι μπροστά σου. Γιατί εγώ δεν είχα καμιά ελπίδα να γλιτώσω και γι’ αυτό τώρα χρωστάω στους θεούς μεγάλη χάρη.
ΧΟΡΟΣ
Πολλά είναι τα παράδοξα μα τίποτα πιο θαυμαστό απ’ τον άνθρωπο. Πέρα απ’ τον αφρισμένο ωκεανό περνάει με το νοτιά, ξσκίζοντας τα φουσκωμένα κύματα, και τη Γη την υπέρτατη θεά, την άφθαρτη κι ακάματη οργώνει με το αλέτρι το δεμένο στα άλογα, προσπαθώντας να την κάνει να βλαστήσει χρόνο με το χρόνο. Κυνηγάει και πιάνει τα ελαφρόμυαλα πουλιά, στήνει παγίδες σε θεριά κι αγρίμια της στεριάς και δίχτυα για το θησαυρό της θάλασσας. Κι εξουσιάζει ο τετραπέρατος βουνά και κάμπους, περνάει το χαλινάρι στο άλογο τ’ ατίθασο, και το ζυγό στο βουνίσιο, στο δυνατό ταύρο. Έμαθε να μιλάει με εμπνευσμένη σκέψη, δημιούργησε κοινωνία και νόμους και βρήκε τρόπο να φυλάγεται απ’ τους πάγους και το κρύο και της βροχής τις μπόρες. Όλα τα καταφέρνει, έξω από ένα: Να ιδεί το μέλλον. Μόνο απ’ το θάνατο δε θα γλιτώσει κι ας βρήκε γιατρικό σ’ αγιάτρευτες αρρώστιες. Όμως κι αν έχει καταφέρει με τη σοφία και την τέχνη του τ’ ανέλπιστα, βαδίζει πότε στο κακό και πότε πάλι στο καλό. Άξιος πολίτης όποιος κρατάει τους νόμους της πατρίδας του και σέβεται τον όρκο στους θεούς. Ανάξιος, αυτός που αποτολμάει το κακό. Αυτόν, ούτε στο σπίτι μου τον βάζω ούτε ποτέ μου θα τον συγχωρήσω.
Μυστήριο πράμα αυτό που βλέπω. Ή γελιέμαι; Χωρίς αμφιβολία, αυτή είναι. Η Αντιγόνη. Κακόμοιρο παιδί, του δύσμοιρου Οιδίποδα, τι τρέχει; Μην πεις πως σε συνέλαβαν να κάνεις τέτοια τρέλα! Παράκουσες τη διαταγή του βασιλιά;
ΦΥΛΑΚΑΣ
Ορίστε! Τούτη είναι που έκαμε αυτό το έργο. Την πιάσαμε πριν λίγο να σκάβει για να τον θάψει. Μα που είναι ο Κρέοντας;
ΧΟΡΟΣ
Να, συμπτωματικά βγαίνει απ’ το παλάτι. ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι συμβαίνει; Ποια είναι η σύμπτωση που μελετάς; ΦΥΛΑΚΑΣ
Βασιλιά μου, δεν πρέπει ποτέ να δεσμεύεται κανείς με όρκο. Η δεύτερη γνώμη ξεγελάει την πρώτη. Κι εγώ τ’ ορκίστηκα να μην ξαναπατήσω εδώ το πόδι μου, ύστερ’ απ’ τις φοβέρες και τις προσβολές που μου πέταξες. Και εκεί που δεν το περιμένεις, ξαφνικά μέσα στη μαυρίλα ξεπροβάλλει διπλή χαρά. Κι ήρθα με την κοπέλα αυτή που έπιασα την ώρα που στόλιζε τον τάφο. Κι ας είχα πάρει όρκο να μην έρθω. Δε ρίξαμε κλήρο. Μόνος μου την έπιασα, χωρίς κανέναν άλλο. Και τώρα βασιλιά μου ανάλαβέ την εσύ, κρίνε και εξέτασε. Μιας και εγώ γλίτωσα φεύγω ξαλαφρωμένος, με το δίκιο μου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι αυτή που φέρνεις, πότε και που την έπιασες; ΦΥΛΑΚΑΣ
Την ώρα που έθαβε το πτώμα. Τώρα τα ξέρεις όλα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καταλαβαίνεις τι μου λες; Μιλάς σοβαρά;
ΦΥΛΑΚΑΣ
Την είδα να θάβει το νεκρό που έχεις απαγορεύσει να ταφεί. Είναι αυτό σαφές;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πως εμφανίστηκε και τη συνέλαβες; Πως έγινε;
ΦΥΛΑΚΑΣ
Έτσι ακριβώς έγινε. Σαν φτάσαμε εκεί, μετά από τις τρομερές φοβέρες σου, σκουπίσαμε τη σκόνη που σκέπαζε το νεκρό, κι αφού καθαρίσαμε καλά το πτώμα καθόμαστε ψηλά στα βράχια κάπως απομακρυσμένοι για να μη μας φτάνει η μυρωδιά του. Κι ο καθένας από μας ήταν πολύ προσεκτικός πια και παρότρυνε και τον διπλανό του όποτε τον έβλεπε να αδιαφορεί.
Περνούσε η ώρα ώσπου έφτασε ο ήλιος στη μέση τ’ ουρανού και μας έκαιγε. Ξαφνικά, σηκώθηκ’ ένας σίφουνας, σαν θεϊκό κακό και σάρωσε τον κάμπο, και άρχισε να γδέρνει όλες τις φυλλωσιές των δέντρων και σηκωνόταν σαν σύννεφο ψηλά μέχρι τον ουρανό. Κλείσαμε τα μάτια μας λουφάζαμε. Ύστερ’ από ώρα ξεθυμαίνει το κακό, και βλέπουμε την κόρη να κλαίει πικρά και να οδύρεται, σαν πουλί που βρίσκει άδεια τη φωλιά του. Έτσι έκανε κι αυτή εδώ, μόλις είδε γυμνό το σώμα του νεκρού, βγάζει ουρλιαχτό και με βαρειές κατάρες καταριόταν εκείνους που το είχαν κάνει. Μετά πήρε μέσα στις χούφτες της ψιλή σκόνη και με ένα χάλκινο βάζο ράντισε τρεις φορές τον πεθαμένο αδερφό της.
Εμείς τότε, μόλις την είδαμε, ορμήξαμε και την πιάσαμε. Δεν ταράχτηκε καθόλου. Και δεν αρνιόταν καμιά απ’ τις κατηγορίες.
Στενοχωριόμουν και χαιρόμουνα μαζί. Από τη μια χαιρόμουνα που γλίτωσα εγώ, αλλά στενοχωριόμουν που έπρεπε να την φέρω αυτήν σε σένα. Όμως σαν το καλοσκεφτείς αυτά δε μετράνε αν είναι να γλιτώσεις το κεφάλι σου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσύ, που σκύβεις το κεφάλι σου κάτω, το παραδέχεσαι, ή αρνιέσαι ότι το ‘κανες;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν τ’ αρνιέμαι. Ομολογώ πως το έκανα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εσύ φύλακα, μπορείς να φύγεις, να πας όπου θες. Είσ’ ελεύθερος πια, δε σε κατηγορώ. Σύντομα, λοιπόν, με λίγα λόγια, πες μου: Το ήξερες πως αυτό το είχα απαγορέψει;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Το ‘ξερα φυσικά. Και ποιος δεν το ‘ξερε.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και τόλμησες να το κάνεις κι ας το είχα απαγορεύσει εγώ;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ο Δίας όμως δε μου τ’ απαγόρεψε, ούτε η Δικαιοσύνη του Κάτω Κόσμου όρισε τέτοιους νόμους για τους ανθρώπους. Κι ούτε πιστεύω ότι οι διαταγές ενός θνητού να είναι πιο πάνω από τους άγραφους και αλάθευτους αιώνιους νόμους του ουρανού. Γιατί όχι μονάχα σήμερα ή χτες αλλά από πάντα υπάρχουν, δεν ξέρουμ’ από πότε. Απ’ τους θεούς εγώ δε θα τιμωρηθώ γιατί φοβήθηκα έναν θνητό.
Το ότι θα πεθάνω το ήξερα πολύ καλά, (πως μπορούσε να γίνει άλλωστε αλλιώς) πριν απ’ τις
προσταγές σου. Κι αφού είναι να πεθάνω, θα ‘χω κέρδος να πάω μια ώρα γρηγορότερα. Για όποιον ζει με τα δικά μου βάσανα όπως εγώ, καλύτερος είναι ο θάνατος. Μια τέτοια τύχη δε μου κακοφαίνεται. Αλλ’ άμα το νεκρό, αυτόν που μας γέννησε η ίδια μάνα, τον παράταγα άθαφτο, θα πονούσα. Για τ’ άλλα δε λυπάμαι πια. Κι αν μ’ ό,τι κάνω, εσύ με παίρνεις για τρελή κατά κάποιον τρόπο την τρέλα τη χρωστάω σ’ έναν τρελό.
ΧΟΡΟΣ
Παθιασμένο σαν τον πατέρα τούτο το παιδί. Δεν το βάζει κάτω μπρος στον κίνδυνο.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα ξέρε πως τα πείσματα τα πιο σκληρά λυγίζουν, ακόμα ως κι αυτό τ’ ατσάλι
που είναι ψημένο στη φωτιά μπορείς να το δεις να ραγίζει και να κόβεται στα δύο. Ξέρω πως και τα πιο άγρια άλογα μ’ ένα μικρό χαλινάρι μπορείς να τα δαμάσεις. Ποτέ δε μπορεί να σηκώνει κεφάλι εκείνος που είναι δούλος σε άλλους. Και το ήξερε καλά πως με περιφρονεί όταν τις διαταγές μου πήρε αψήφιστα και τώρα μας καυχιέται μ’ άλλη προσβολή και μας κοροϊδεύει κιόλας για την πράξη της. Δεν είμαι εγώ λοιπόν ο άντρας, αλλά αυτή θα είναι, αν την αφήσω να πατάει τους νόμους δίχως τιμωρία. Μα είτε είναι παιδί της αδερφής μου ή και δικό μου που προστατεύει ο Δίας, δε θα γλιτώσουν αυτή κι η αδερφή της απ’ το θάνατο. Κι εκείνην το ίδιο την κατηγορώ, πως πήρε μέρος στην ταφή. Φωνάξτε την εδώ. Την είδα μέσα πριν λίγο να δέρνεται και να χτυπιέται σαν τρελή. Γιατί η ταραχή προδίνει όλους αυτούς που στήνουνε συνωμοσίες στα κρυφά. Και εγώ μισώ όποιον πιαστεί να εγκληματεί και μετά πασχίζει να ομορφύνει το έγκλημά του.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Θες τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ το να με σκοτώσεις;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τίποτ’ άλλο, πράγματι. Αν έχω αυτό, τα έχω όλα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τι κάθεσαι λοιπόν; Όπως τα δικά σου λόγια δε μου αρέσουν, ούτε και θα μ’ αρέσουν, έτσι και σένα τα δικά μου σ’ ενοχλούν. Δόξα δεν περίμενα λαμπρότερη απ’ το να θάψω τον αγαπημένο μου. Το ίδιο θα’λεγαν και όλοι τούτοι εδώ αν δεν τους βούλωνε το στόμα ο φόβος. Μα η τυραννία γι’ αυτό το λόγο επικρατεί, γιατί μπορεί να λέει και να κάνει ό,τι θελήσει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μόνο εσύ, ανάμεσα σ’ όλους αυτούς, έχεις αυτή την άποψη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κι αυτοί την έχουν, μα κρύβονται μπροστά σου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και συ δεν ντρέπεσαι να σκέφτεσαι διαφορετικά απ’ όλους;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν είναι ντροπή να τιμάω τον αδερφό μου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δεν ήταν αίμα σου κι ο άλλος ο νεκρός;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αίμα μου, από την ίδια μάνα και τον ίδιο πατέρα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δεν τον ντροπιάζεις, αφού τιμάς τον άλλον;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δεν θα πει ο πεθαμένος κάτι τέτοιο.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ναι, αν τον τιμάς εξ ίσου με τον ασεβή!
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αδελφός μου χάθηκε όχι δούλος.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αυτός ήρθε για να καταστρέψει τη χώρα μας, ενώ ο άλλος σκοτώθηκε στη μάχη.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ωστόσο, ο Άδης θέλει τους ίδιους νόμους για όλους. ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Όχι όμως ο καλός ίσα με τον κακό.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ποιος ξέρει αν αυτό φαίνεται κακό στον κάτω κόσμο; ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και πεθαμένο τον εχθρό μου δεν τον συγχωρώ.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δε γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν’ αγαπώ.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πήγαινε τώρα στη χώρα των νεκρών κι εκεί αγάπα τους αν θέλεις να τους αγαπάς. Εγώ όσο ζω, γυναίκα δε θα με διατάξει.
ΧΟΡΟΣ
Μα να, η νεαρή Ισμήνη έρχεται βιαστικά, χύνοντας δάκρυα για την μοίρα της αδερφής της, ένα σύννεφο πανω από τα φρύδια της σκοτεινιάζει το ξαναμμένο πρόσωπο βρέχοντας τ’ όμορφο μάγουλό της.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Και συ που στο σπίτι τρύπωνες σαν οχιά, που μου ρούφαγες το αίμα και δεν καταλάβαινα πως τρέφω δυο κατάρες για το θρόνο μου, έλα και πες μου, ήσουν μαζί στον τάφο ή τώρα θα ορκιστείς πως τάχα δεν το ξέρεις;
ΙΣΜΗΝΗ
Αν το ‘κανε αυτή κι εγώ. Ομολογώ πως πήρα κι εγώ μέρος κι έχω φταίξιμο. ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Όχι, το δίκιο δεν το επιτρέπει αυτό. Ούτε θέλησες, ούτε κι εγώ σε πήρα μαζί μου.
ΙΣΜΗΝΗ
Όμως δεν ντρέπομαι σ’ αυτές τις συμφορές να ‘ρθω μαζί σου κι ας πάθουμε τα ίδια.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κάτω στον Άδη ξέρουνε ποιος το ‘κανε. Δεν αγαπώ όσους αγαπούν με λόγια.
ΙΣΜΗΝΗ
Μη μ’ εμποδίζεις, μαζί σου να πεθάνω. Και μαζί να τιμήσουμε το νεκρό.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μη θέλεις να φορτωθείς όσα δεν άγγιξες. Μη μου πεθαίνεις. Φτάνει που πεθαίνω εγώ.
ΙΣΜΗΝΗ
Και πως θα ζήσω άμα εσύ λείψεις;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τον Κρέοντα ρώτα. Αυτός σε νοιάζει μόνο.
ΙΣΜΗΝΗ
Και τι κερδίζεις, να με πικραίνεις έτσι;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ο μορφασμός μου είναι από πόνο, όχι γέλιο.
ΙΣΜΗΝΗ
Τι άλλο μπορώ να κάνω εγώ για σένα;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Να σωθείς. Δε με πειράζει που γλιτώνεις.
ΙΣΜΗΝΗ
Η έρμη, και να στερηθώ τη μοίρα σου;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Εσύ διάλεξες να ζεις, εγώ διάλεξα να πεθάνω.
ΙΣΜΗΝΗ
Όμως, ό,τι μου ‘ρχόταν στο μυαλό δε στο έκρυψα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Καλά έκανες. Κι εγώ έκανα ό,τι πίστευα σωστό.
ΙΣΜΗΝΗ
Να μοιραστούμε κι οι δυο το φταίξιμο.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κρατήσου, εσύ ζεις. Εμένα η ψυχή είναι δοσμένη στους νεκρούς από καιρό, γι’ αυτό και τους υπηρετώ.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πάει, τρελαθήκανε κι οι δυο, μόλις τώρα η μία, ενώ η άλλη από τη γέννησή της.
ΙΣΜΗΝΗ
Το χάνεις το μυαλό σου, βασιλιά, όταν βρεθείς μέσα σε τόσα βάσανα. ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Συ το έχασες, όταν διάλεξες τους κακούργους.
ΙΣΜΗΝΗ
Και πως θα ζούσα μόνη μου χωρίς αυτήν;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αυτή είναι ξεγραμμένη, μην τη μελετάς.
ΙΣΜΗΝΗ
Θέλεις να σκοτώσεις τη μνηστή του γιού σου; ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Υπάρχουν πολλά χωράφια γι’ αυτόν να οργώσει. ΙΣΜΗΝΗ
Ποιο ταιριαστό απ’ αυτούς τους δυο, κανένα. ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δε θέλω για το γιό μου τέτοια κακιά γυναίκα. ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αίμονα, καλέ μου, ο γονιός σου σε κακολογεί! ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πολύ με σκότισες και εσύ και ο γάμος σου.
ΧΟΡΟΣ
Ευτυχισμένος είναι αυτός που δε γεύτηκε τα βάσανα. Γιατί σαν τρανταχτεί από θεό ένα σπιτικό, η συμφορά περνά από τη μια γενιά στην άλλη όπως ορμάει το μαύρο πέλαγος και ξεσηκώνει από το σκοτεινό τον πάτο μαύρη άμμο και δυνατοί θρακικοί άνεμοι φέρνουν μεγάλα κύματα, έτσι και στα σπίτια των Λαβδακιδών, χρόνια τώρα, συμφορές σωριάζονται πάνω στα πάθη, και δεν μπορεί ν’ απαλλάξει η μια γενιά την άλλη, αλλά τους ο θεός τους ρίχνει κάτω πάντα και δε μπορούν να γλιτώσουν. Τώρα πάνω που άρχισε να φαίνεται μια χαραμάδα φως, το στερνό βλαστάρι απ’ τις ρίζες του Οιδίποδα το θέρισαν ξανά ασυλλόγιστα λόγια και σκοτεινά μυαλά, με το φονικό λεπίδι των θεών του κάτω κόσμου.
Κανείς τη δύναμή σου Δία δε θα μπορέσει να την ξεπεράσει, ούτε κι αυτός ο Ύπνος που όλα τα παραλύει, ούτε και να σε φθείρει μπορεί ο αγέραστος καιρός. Μα αιώνια παντοδύναμος θα κυβερνάς μέσα στην αστραφτερή δόξα του Ολύμπου. Στο μέλλον, στο παρόν, στο παρελθόν, ένας νόμος υπάρχει: Δε γίνεται κανένας άνθρωπος να κρατηθεί έξω απ’ τη συμφορά για πάντα. Γιατί η ελπίδα πλανεύει. Άλλους τους στέλνει στο σωστό δρόμο, κι άλλους τους τρέφει με λαχτάρες κούφιες. Γλιστράει μέσα σ’ αυτόν που δεν ξέρει και σέρνει το βήμα του στη φωτιά.
Έχει ειπωθεί ένας λόγος σοφός: Αν θέλει ένας θεός στη συμφορά να σπρώξει κάποιον, σκοτίζει το μυαλό του και το κακό το παίρνει για καλό. Όμως ελάχιστα το ευχαριστιέται.
Αλλά να, το μοναχοπαίδι σου, ο Αίμονας. Άραγε ν’ άκουσε για το χαμό της Αντιγόνης κι έρχεται αγανακτισμένος, και πονεμένος για τη χαμένη ελπίδα του γάμου του;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γρήγορα θα το μάθουμε, πολύ καλύτερα από μάντεις.
Παιδί μου, άκουσες την απόφασή μου για τη μνηστή σου και ήρθες θυμωμένος; Ή μ’ ό,τι και να κάνω, θα ‘μαστε φίλοι;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Δικός σου είμαι πατέρα. Και τις σωστές σου συμβουλές εγώ πάντα θ’ ακολουθήσω. Κανένα γάμο δε θα βάλω πιο πάνω από σένα, αν με καθοδηγείς καλά.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Με τέτοια αισθήματα, παιδί μου στην καρδιά ν’ ακολουθείς τη γνώμη του πατέρα σου, κάθε γονιός θέλει να ‘χει τέτοια παιδιά που και να πειθαρχούν μέσα στο σπίτι του, τον εχθρό του πάντα να τον πολεμούν και να τιμούν το φίλο του, σαν τον πατέρα. Ενώ αυτός που γεννάει άχρηστα παιδιά, φυτεύει για τον ίδιο πολλά βάσανα και στους εχθρούς δίνει αφορμές για να γελάνε μαζί του. Γι’ αυτό, παιδί μου ποτέ μην ξελογιαστείς απ’ τη λαχτάρα μιας γυναίκας. Να ξέρεις, θα πικραίνεσαι μέσα στο σπίτι σου αν βάλεις παντρευτείς δολερή νύφη. Χειρότερη πληγή απ’ τον κακό φίλο ακόμα, μεγαλύτερη δεν υπάρχει. Φτύσε την κι άστηνε λοιπόν να πάει να παντρευτεί στον Άδη με νεκρούς. Γιατί μέσα στην πόλη αυτή μονάχα απ’ όλους πιάστηκε να παρανομεί. Και δε θα βγω ψεύτης εγώ μπροστά στο λαό. Θα τη σκοτώσω. Ας πάει να λιβανίζει το Δία. Αν θρέψω αντάρτες μέσ’ στο σπίτι μου, σκέψου πόσοι θα ξεπεταχτούν απ’ έξω. Όποιος με τους δικούς του φέρνεται καλά, θα φερθεί μετά και στην πόλη σωστά και δίκαια. Αν κάποιος που πατάει τους νόμους, νομίζει πως θα υπερνικήσει αυτούς που κυβερνούν, μην περιμένεις να πάρει και τιμές για τα καμώματά του. Μα να υπακούμε πρέπει σ’ όποιον ψήφισ’ ο λαός και για μικρά και δίκια και για τ’ ανάποδα ακόμα. Πιστεύω πως αυτός που κυβερνά καλά μπορεί να θέλει να κυβερνηθεί καλά. Κι αν πρέπει αυτός να πάει να πολεμήσει, θα μείνει εκεί σύντροφος πιστός κι ανδρείος. Δεν υπάρχει κατάρα μεγαλύτερη από την αναρχία. Γκρεμίζει πόλεις, αναστατώνει σπίτια και σπέρνει φόβο μες στη μάχη και την ήττα στους δικούς μας. Ενώ η πειθαρχία, σώζει το στρατό. Πρέπει να υπερασπιζόμαστε το νόμο, την τάξη, κι όχι ό,τι θέλει μια γυναίκα. Καλύτερ’ από άντρα, αν είναι να πέσω παρά να πούνε πως μ’ έριξε γυναίκα.
ΧΟΡΟΣ
Εγώ, αν στέκομαι καλά στα πόδια μου, νομίζω πως όσα είπες, είναι σωστά. ΑΙΜΟΝΑΣ
Πατέρα, οι θεοί μας δώσαν το μυαλό, ό,τι καλύτερο αγαθό στον κόσμο. Κι εγώ δε θα ‘λεγα πως δεν τα λες σωστά, ούτε θα το ‘θελα, ούτε και το μπορώ. Αλλά μπορεί να υπάρχουν κι άλλες γνώμες. Εσύ από τη θέση σου, δε μπορείς να ξέρεις τι λένε, τι κάνουν ή τι κατηγορούν, γιατί φοβάται ο καθένας να σου πει τις γνώμες που δε θα σ’ άρεσε ν’ ακούσεις. Μα εγώ μπορώ ν’ ακούσω τι ψιθυρίζεται στην πόλη. Μοιρολογάνε το κορίτσι, το πιο δύστυχο απ’ όλες τις γυναίκες, που λιώνει γιατί τόλμησε να κάνει μια άγια πράξη: “Εκείνη που τον αδερφό της έθαψε και δεν τον άφησε παρατημένο εκεί τροφή για τα άγρια τα σκυλιά και τα όρνια, δεν της αξίζανε οι πιο μεγάλες τιμές;” Τέτοια κυκλοφορούν μουρμουριστά παντού.
Πατέρα, το να είσαι ευτυχισμένος, είναι για μένα, το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Τι άλλο θέλει ο γιός παρά τη δόξα του πατέρα κι ο πατέρας τη δόξα του παιδιού του; Μην έχεις την ιδέα, πως το δικό σου είναι μόνο το σωστό και τίποτ’ άλλο. Γιατί όσοι νομίζουν πως μονάχ’ αυτοί έχουνε γλώσσα και ψυχή και κανένας άλλος άμα τους ξεψαχνίσεις τους βρίσκεις κούφιους.
Και δεν είναι ντροπή ακόμα κι αν κάποιος είναι σοφός, όταν μαθαίνει κάτι καινούργιο να αλλάζει τη γνώμη του. Γιατί όσα απ’ τα δέντρα στην ορμή του χείμαρρου λυγίζουν τα κορμιά τους, δεν τσακίζονται. Όμως όσα αντιστέκονται, ξερριζώνονται. Έτσι και το καράβι μέσα στους ανέμους. Άμα δεν λασκάρεις τα πανιά, τουμπάρει, κι αναγκάζεσαι να σταματήσεις το ταξίδι σου νικημένος από τα κύματα. Σκέψου λοιπόν και δώσε τόπο στην οργή Κι άμα μετράει η γνώμη του νεώτερου, πιστεύω πως είν’ ωραίο κανένας να γεννηθεί σοφός και σ’ όλα γνωστικός. Μ’ αφού δε γίνεται, πότε πότε είναι καλό ν’ ακούμε κι εκεινούς που λένε το σωστό.
ΧΟΡΟΣ
Άκουσε, βασιλιά, αν λέει κάτι σωστό. Και συ. Γιατί καλά μιλήσατε κι οι δυό. ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Φτάσαμε σ’ αυτή την ηλικία για να μας μάθει γράμματα ένα παιδί; ΑΙΜΟΝΑΣ
Τίποτα το άδικο Κι αν είμαι νέος, εσύ τα έργα να κοιτάς, όχι την ηλικία.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Είναι έργο για σένα να τιμάς κακούργους;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Εγώ κακούργους ποτέ δε θα τιμούσα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μήπως δεν πιάστηκε σε τέτοιο κρίμα αυτή;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Σ’ όλη τη Θήβα δε λένε κάτι τέτοιο.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Η πόλη θα μας πει τι θα διατάζουμε;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Βλέπεις πως τώρα μίλησες σαν παιδάκι;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μαζί με άλλον θα κυβερνάω τη χώρα;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Δεν υπάρχει χώρα που να ‘ναι μόνο ενός.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δεν είναι η πόλη εκείνου που κυβερνάει;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Καλά θα κυβερνούσες κάποια έρημη χώρα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τούτος με τη γυναίκα συμμαχεί λοιπόν.
ΑΙΜΟΝΑΣ
Αν είσαι γυναίκα. Γιατί για σένα νοιάζομαι.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ντροπή σου που κρίνεις τον πατέρα σου;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Ούτε το δίκαιο κάνεις ούτε το σωστό.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Είναι λάθος που τιμάω τις αρχές μου;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Δεν τις τιμάς, αν ατιμάζεις τους θεούς.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Βρωμόπαιδο! Που υποχωρείς σε μια γυναίκα!
ΑΙΜΟΝΑΣ
Δε θα με δεις να τρέχω πίσω απ’ τη ντροπή!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κάθε κουβέντα που θα πεις, είναι γι’ αυτήν.
ΑΙΜΟΝΑΣ
Και για σένα και για μένα και για τους θεούς.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σκλάβε του θηλυκού, τι λες;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Εσύ όλο θες να λες και δεν ακούς.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ακούς εσύ; Ζωντανή δε θα την παντρευτείς.
ΑΙΜΟΝΑΣ
Άκου και συ: Αν πεθάνει αυτή θα καταστραφεί κι άλλος. ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έχεις το θράσος και να με φοβερίζεις;
ΑΙΜΟΝΑΣ
Πως μπορώ να φοβερίσω ανόητο;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Με πόνο και κλάμα θα βάλεις μυαλό, άμυαλε!
ΑΙΜΟΝΑΣ
Αν δεν σ’ είχα πατέρα, θα σ’ έλεγα τρελλό!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αλήθεια; Να ξέρεις, μα τον ίδιο τον Όλυμπο, δε θα χαρείς πολύ έτσι που βρίζεις.
Εμπρός! Φέρτε ‘δω το βδέλυγμα. Βάλτε την στο πλευρό του, να πεθάνει μπροστά στα μάτια του γαμπρού.
ΑΙΜΟΝΑΣ
Όχι! Αυτό να μην το φανταστείς ποτέ. Ούτε μπροστά μου θα πεθάνει αυτή και συ ποτέ δε θα με ξαναδείς στα μάτια σου. Και πήγαινε με τους φίλους σου που μπορούν να σε υποφέρουν.
ΧΟΡΟΣ
Έφυγ’ ο νέος εξοργισμένος, βασιλιά. Πόνεσε το καημένο το παιδί πολύ. ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ας κάνει ό,τι νομίζε, αν είν’ άντρας. Αυτές τις δυό, δεν θα τις σώσει απ’ το χαμό.
ΧΟΡΟΣ
Μα σκέφτεσαι αλήθεια να τις σκοτώσεις και τις δυό;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καλά λες, όχι αυτή που είναι αμέτοχη.
ΧΟΡΟΣ
Και πως σκοπεύεις να σκοτώσεις την άλλη;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Στην ερημιά! Θα την πάω έξω απ’ την πόλη και θα τη θάψω ζωντανή σε μια βαθιά σπηλιά. Θα της πετάξω κι ένα ξεροκόμματο, ίσα ίσα να μη μαγαριστεί η πόλη. Κι εκεί, ας κάνει μόνη της προσευχές στον Άδη της, που μόνο αυτόν πιστεύει κι ίσως να τη σώσει. Αλλιώς θα μάθει τουλάχιστον ότι είναι μάταιος κόπος να σέβεται κανείς μονάχα τους νεκρούς.
ΧΟΡΟΣ
Έρωτα, ανίκητε σε κάθε μάχη, εσύ που κεντάς όποιον κι αν σημαδέψεις με τα βέλη σου. Έρωτα συ, που ξαγρυπνάς στα τρυφερά τα μάγουλα των κοριτσιών που δρασκελάς πάνω απ’ τις θάλασσες και χώνεσαι στους κήπους των σπιτιών, κανείς δεν γλιτώνει από σένα, ούτε θεός, ούτε κοινός θνητός, μα όποιον τον αγγίξεις, τον τρελαίνεις. Εσύ, τον άνθρωπο το φρόνιμο τον σπρώχνεις στ’ άδικο και στο χαμό, εσύ άναψες φιλονικία ανάμεσα σε γιό και σε πατέρα και τους τάραξες. Νικάει ο πόθος κι η λαχτάρα για την ωραία νύφη, σε πείσμα όλων των μεγάλων νόμων, που αμέριμνη η θεά Αφροδίτη τους εμπαίζει.
Τώρα κιόλας κι εγώ παρανομώ με το να μη μπορώ τα δάκρυά μου να κρατήσω βλέποντας τη δύστυχη την Αντιγόνη να τη σέρνουνε στον τάφο που μέσα του μια μέρα όλοι θα μπούμε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Συμπολίτες, κοιτάξτε με, περπατάω το στερνό μου δρόμο, βλέπω το φως του ήλιου για τελευταία φορά, και πια ποτέ ξανά. Στο κοιμητήρι του με σέρνει ο Άδης, ζωντανή, για του Αχέροντα την όχθη. Νυφιάτικο τραγούδι δε μ’ αξίωσε ούτ’ επιτάφιους ύμνους έψαλλε, αλλά παντρεύομαι το σκοτεινό ποτάμι.
ΧΟΡΟΣ
Όμως με περηφάνεια και με δόξα πας στο σκοτεινό βασίλειο των νεκρών, δίχως να σε χτυπήσει αρρώστεια και να σ’ αγγίξει ξίφος κοφτερό. Το διάλεξες. Μόνη, απ’ όλους τους θνητούς να κατεβείς στον Άδη ζωντανή.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Άκουσα πόσο φριχτά χάθηκε η ξένη απ’ τη Φρυγία, κόρη του Ταντάλου, στην κορυφή του Σίπυλου Βράχινος βρόχος φύτρωσε και κισσός τριγύρω της την έπνιξε. Τη λιώνουν οι βροχές. Κι όπως το λέει ο κόσμος, ούτε τα χιόνια λείπουνε. Βρέχει κατ’ απ’ τα φρύδια και μουσκεύεται ο λαιμό της. Έτσι και μένα κάποιο πνεύμα με ναρκώνει.
ΧΟΡΟΣ
Ήταν όμως θεά, κόρη θεού και μεις άνθρωποι, είμαστε από θνητή γενιά. Μεγάλο πράγμα να γίνει γνωστό πως μια γυναίκα μοιράστηκε την τύχη θεάς στην ζωή της και μετά το θάνατό της.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Με κοροϊδεύουν! Γιατί για το θεό προτού να φύγω με περιγελάς μπροστά μου! Πόλη μου και της πόλης άρχοντες, πηγές της Δίρκης κι άλσος της Θήβας της πολυάρματης εσείς τουλάχιστον σταθείτε μάρτυρες πως άκλαυτη από δικούς μου, με τι νόμο, με χώνουν σε ταφοσπηλιά, φυλακή ανήκουστη. Έρημη. Ζωντανή, είμαι νεκρή γι’ αυτούς που ζουν και πεθαμένη, χώρια από τους νεκρούς.
ΧΟΡΟΣ
Το παρατέντωσες, παιδί μου το σκοινί και σκόνταψες στα σκαλοπάτια τα ψηλά της Δίκης. Θα ξεπληρώνεις κάποιο πατρικό αμάρτημα.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Άγγιξες την πιο βαθειά πληγή μου, την κακιά τριπλή μοίρα του πατέρα που ‘ναι για μένα η πιο σκληρή στους ξακουστούς τους Λαβδακίδες. Κρεβάτι μητρικό κι άνομα ζευγαρώματα με το παιδί σου, μάνα, με τον πατέρα μου τον κακογέννητο, με γεννήσατε και μένα να παιδεύομαι, καταραμένη κι άγαμη έρχομαι να σας συναντήσω.
Δύσμοιρε αδερφέ μου, για να σε θάψω και να σε νεκροστολίσω, και πεθαμένος, με σκοτώνεις.
ΧΟΡΟΣ
Καλό είναι να ‘χει σεβασμό κανείς, όμως σε κείνον που κρατάει την εξουσία δεν πρέπει ν’ αντιστέκεται. Και συ έκανες του κεφαλιού σου και πληρώνεις.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Άκλαυτη, χωρίς φίλους, χωρίς τραγούδι νυφικό βαδίζω το στερνό μου δρόμο. Είν’ άδικο να μην ξαναντικρύσω το φως του ήλιου η δύστυχη. Για τον καημό μου κανείς δεν κλαίει, κανένας φίλος δε στενάζει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αν γλίτωνε με θρήνους και με κλάματα δε θα πέθαινε ποτέ ένας καταδικασμένος σε θάνατο. Πάρτε την αμέσως από εδώ! Κι όπως σας διέταξα: Χτίστε την μεσ’ σε βαθύ λάκκο κι άστε την, μονάχη κι έρμη, είτε για να πεθάνει, είτε να ζήσει σ’ αυτό το σπιτικό της. Έτσι, χωρίς να βάψουμε τα χέρια μας αυτή θα φύγει απ’ τον απάνω κόσμο.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Τάφε, χτισμένο κάτω απ’ τη γη για πάντα σπίτι και κρεβάτι μου, έρχομαι τώρα να βρω τους νεκρούς μου, που η Περσεφόνη τους φιλοξενεί όλους μαζί κει κάτω.Και τώρα, τελευταία, πριν της ώρας μου έρχομαι κι εγώ, χειρότερ’ απ’ τους άλλους. Και τρέφω ελπίδα, γλυκιέ πατέρα μου κι εσένα αγαπημένη μάνα να σας βρω, όπως και σένα μυριάκριβε αδερφέ μου. Γιατί όλους εσάς σαν μου χαθήκατε εγώ σας έλουσα, σας νεκροστόλισα σας ράντισα και τώρα Πολυνίκη μου για ν’ αλαφρώσω το κορμί σου τι τραβάω.
Μα οι φρόνιμοι θα πουν πως έκανα καλά. Και με την εξουσία δε θα τα ‘βαζα αν ήταν να ‘χω τα παιδιά μου εγώ νεκρά ή κι αν ακόμα πέθαινε ο άντρας μου.
Λοιπόν, γιατί τα λέω τώρα όλ’ αυτά; Ο άντρας μου αν χανόταν θα ‘παιρν’ άλλον κι αν τα παιδιά μου, θα ‘κανα απ’ άλλον άντρα, μ’ αφού δε ζούνε μάνα και πατέρας πια δε γίνεται να κάνω άλλον αδερφό. Μ’ αυτό το νόμο σ’ έβαλ’ αδερφέ μου από του Κρέοντα το νόμο πιο ψηλά κι ας λέει πως εγκλημάτησα παράτολμα. Με σέρνει τώρα με δεμένα χέρια αυτός, παρθένα ανύπαντρη, ατραγούδητη, χωρίς ν’ αξιωθώ παιδί στην αγκαλιά, παρατημένη έρημη από φίλους στη φυλακή των πεθαμένων ζωντανή. Ενώ ποιο νόμο των θεών έχω πατήσει, και πώς να βασιστώ η έρμη στους θεούς; Ποιον να φωνάξω για βοήθεια; Και που; Αφού ατιμάστηκ’ άτιμα για να τιμήσω. Αν οι θεοί τα κρίνουνε αυτά σωστά, τότε να το παραδεχτώ πως έφταιξα. Μα αν άλλοι έχουν το κρίμα, ας μην πάθουν πιο πολλά απ’ όσα μου κάνουν άδικα.
ΧΟΡΟΣ
Ακόμα στην ίδια πάντα τρικυμία παραδέρνει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τούτοι εδώ οι φρουροί, πικρά θα κλάψουν που καθυστερούν.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αλίμονο, τούτος ο λόγος με πάει ξυστά στο θάνατο.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μην έχεις πια καμιά ελπίδα να γλιτώσεις. Είπα κι έγινε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πατρίδα των γονιών μου, Θήβα, θεοί πανάρχαιοι της γενιάς μου, πάει, τέλειωσε, με παίρνουν! Κοιτάτε με της Θήβας άρχοντες τη μόνη στερνή βασιλοπούλα, εμένα, τι παθαίνω κι από ποιους, για να τιμήσω την ευσέβεια.
ΧΟΡΟΣ
Το ‘παθε κι η Δανάη, να στερηθεί το φως σαν κλείστηκε σε σιδερένια φυλακή σαν νεκροθάλαμο, δεμένη μ’ αλυσίδες, με σπέρμα της χρυσής βροχής του Δία στην κοιλιά της, κι ας ήταν από ένδοξη γενιά, παιδί μου. Μα είν’ η δύναμη της μοίρας φοβερή και ούτε πλούτος, πόλεμος και κάστρα ούτε καράβια θαλασσοδαρμένα της ξεφεύγουν. Αλυσοδέθηκε κι ο γιός του Δρύαντα, ο αψύχολος, ο βασιλιάς των Ηδωνών της Θράκης, ο αλαζόνας. Τον έχτισ’ ο Διόνυσος σε πέτρινο πηγάδι να ξεθυμάνει η μανιασμένη λύσσα του. Και το μετάνοιωσε πικρά που μεσ’ στην τρέλα του χλεύαζε και περιγελούσε το θεό, όταν εμπόδιζε απ’ τη βακχεία τις μαινάδες σβήνοντας τους δαυλούς κι ερέθιζε τις μούσες. Στη μαύρη με τα δυό τα σκέλη θάλασσα, στο θρακικό Σαλμηδησσό του Βόσπορου, τον αφιλόξενο, ο Άρης ο προστάτης είδε τις άδειες κόγχες των τέκνων του Φινέα, μάτια τυφλά που τα ξερρίζωσε το λυσσασμένο χέρι της μητριάς τους της κακιάς, σαν έμπηγε τα νύχια της και τις σαΐτες τ’ αργαλειού στις κόρες. Λυώνανε τα καημένα τα παιδιά και κλαίγανε τη μάνα, γιατί τα γέννησε. Κι ήταν η μάνα τους εγγόνι του Ερεχθέα που ‘χε πατέρα της το φτερωτό Βοριά που τη μεγάλωσε μεσ’ στις ανεμοθύελλες, και δρασκελούσε πάνω απ’ τους γκρεμούς, πάνω στους πάγους σαν άτι φτερωτό. Κόρη θεών ήταν, μα τη γκρεμίσανε κι αυτήν, μοίρες αθάνατες, παιδί μου.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θηβαίοι, άρχοντες, έρχομαι οδηγούμενος από τον βοηθό μου, γιατί αυτόν τον δρόμο μπορεί να τον βλέπει μονάχα ένας από τους δυό μας.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γέροντα Τειρεσία, τι σε φέρνει εδώ;
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Δώσε στο μάντη προσοχή και θα το μάθεις.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εγώ πάντα σεβάστηκα τη γνώμη σου.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Γι’ αυτό κυβέρναγες καλά την πόλη ως τώρα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Έχω νιώσει και αναγνωρίσει το πόσο με βοήθησες.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Άκου λοιπόν ότι τώρα περπατάς σε ξυραφιού κόψη.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι σημαίνει αυτό; Γιατί με κάνεις κι ανατριχιάζω.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θα μάθεις, όταν ακούσεις τις προειδοποιήσεις της μαντείας μου.
Όπως καθόμουν λοιπόν στο μέρος που κάνω τις οιωνοσκοπήσεις, εκεί που μαζεύονται από πολύ παλιά τα πουλιά, τα άκουσα να βγάζουν πολύ παράξενες κρωξιές, τρομερές, λυσσασμένες, και δεν μπορούσα να καταλάβω τι μπορεί να ήθελαν να πουν. Τσιμπούσαν το άλλο και πετσοκόβονταν, με τα φτερά τους σηκώνοντας κρότο φριχτό και με τα νύχια ξέσκιζαν τις σάρκες τους.
Τρόμαξα τότε πολύ κι άρχισα τις θυσίες πάνω στις φλόγες του βωμού. Αλλά όταν έβαλα τα κομμάτια από το κρέας επάνω, έσβησε η φωτιά κι ο τόπος γέμισε καπνούς και λιώνανε τα ξύγκια απ’ τη μεριά κι έσταζαν στις στάχτες και κάπνιζαν και σφύριζαν και σκάζανε με κρότο οι χολές και πεταγόντουσαν. Τα γυμνωμένα τα μέρη τους δεν ψήνονταν! Αυτά, τα μάθαινα από αυτό εδώ το παιδί, ότι όλα ήταν σημάδια ανώφελης θυσίας. Τούτος εμένα οδηγεί κι άλλους εγώ. Για όλ’ αυτά φταίει η δική σου διαταγή. Γιατί οι βωμοί γέμισαν με τα κομμάτια από τις σάπιες σάρκες του νεκρού παιδιού που τις ξέρασαν τα σκυλιά και τα όρνια. Τώρα φαίνεται ότι οι θεοί δεν καταδέχονται από μας ούτε θυσίες, ούτε κνίσσα απ’ τις σάρκες, και τα πουλιά δεν κελαηδούν σημαδιακά γιατί μολύνθηκαν με ανθρώπινη σάρκα. Βάλτα καλά στο νου σου αυτά παιδί μου. Σαν άνθρωποι όλοι μας κάνουμε λάθη. Δε θα πεις κάποιον κουτό κι αναποφάσιστο όποιον μπορεί να διορθώσει το κακό και πάψει να επιμένει στην απόφασή του. Το πείσμα και η αυθάδεια πληρώνονται. Μα σύνελθε. Μην πολεμάς ένα νεκρό. Τι κέρδος έχεις να τον ξανασκοτώσεις; Το λέω για το καλό σου. Το να μαθαίνεις απ’ αυτόν που θέλει το καλό σου, είναι κέρδος για σένα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γέρο, με βάλατε όλοι στο σημάδι και μου ρίχνετε. Κι ούτε η δική σου μαντική τέχνη δε μ’ αφήνει. Ξέρω καλά τη φάρα σας από παλιά, όταν την πλήρωσα ακριβά. Πλουτείστε με το ασήμι των Σάρδεων και με όσο Ινδικό χρυσάφι θέλετε, όμως αυτόν εσείς δε θα τον θάψετε, ακόμα κι αν αρπάξουνε τις σάρκες του οι αετοί του Δία και τις πανε ψηλά στο θρόνο του. Ούτε κι αυτό θα το φοβηθώ. Και δεν τον θάβω. Κανείς δε θα μπορέσει, το ξέρω καλά, να μαγαρίσει τους θεούς. Ξεπέφτουν, γέρο-Τειρεσία, όλοι αυτοί, κι οι πονηρότεροι, όταν στολίζουνε τα αίσχη τους μ’ ωραία λόγια, για κέρδος.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Αλίμονο, να ξέρει, καταλαβαίνει άραγε τι τον περιμένει;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι ‘ναι πάλι, τι μουρμουρίζεις φωναχτά;
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Πόσο καλό πράγμα είναι η φρονιμάδα;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τόσο, όσο κακό είναι η αφροσύνη.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μάθε λοιπόν: Έχεις μολυνθεί με αυτή την αρρώστια.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δεν θα απαντήσω, γιατί δε θα ‘θελα εγώ να βρίζω έναν μάντη.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Όταν λες πως ψέματα μαντεύω, βρίζεις.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γιατί ‘ναι φιλοχρήματη όλη η φάρα σας.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Και η φάρα των τυράννων αγαπάει το κέρδος.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Το ξέρεις πως μιλάς μπροστά σε βασιλιά;
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Το ξέρω, γιατί χάρη σε μένα έσωσες την Θήβα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Είσαι σοφός μάντης, αλλά σου αρέσουν οι πονηριές.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μη μ’ αναγκάζεις να σου πως όλα τα φοβερά μυστικά που τα κρύβω βαθιά μέσα στην ψυχή μου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Εμπρός, πες τα! Φτάνει να μην τα λες για κέρδος.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Τα λέω μονάχα για το δικό σου κέρδος.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Όμως να ξέρεις, δεν πρόκειται να την αλλάξεις τη γνώμη μου.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Κι εσύ να ξέρεις, ότι δε θα κάνει ο ήλιος ακόμα πολλούς κύκλους, και εσύ θα πληρώσεις το κρίμα αυτό μ’ ένα νεκρό απ’ τα σπλάχνα σου. Γιατί έστειλες μια ψυχή απ’ τους ζωντανούς στους κάτω, αφού την έχτισες σε τάφο, κι απ’ τους θεούς τους κάτω στέρησες νεκρό και τον κρατάς αστόλιστο και άταφο, ενώ δεν τον εξουσιάζεις, ούτε συ ούτ’ οι θεοί μας, μα εσύ τους αναγκάζεις. Επειδή οι Ερινύες του κάτω κόσμου παραμονεύουν για να σε κυνηγήσουν και να σε κάνουν να δοκιμάσεις τις ίδιες συμφορές. Και πες μου τότε πως είμαι πληρωμένος. Δε θα περάσουν ώρες και θ’ ακουστούνε μοιρολόγια αντρών και γυναικών στο σπίτι σου. Τις κοινωνίες τις ταράζει η έχθρα και το μίσος, όταν αφήνουν τα σκυλιά, τα όρνια και τ’ αγρίμια να μαγαρίζουν τους νεκρούς και να μολύνουνε την πόλη.
Με πίκρανες και πάνω στο θυμό μου εγώ, έριξα ίσα στην καρδιά σου σαϊτιές που δε θα τις ξεφύγεις, ό,τι κι αν κάνεις. Πάμε, παιδί μου, τώρα για το σπίτι μας κι ας πάει αυτός να ξεθυμάνει σε νεώτερους ώσπου να μάθει να κρατάει τη γλώσσα του και ν’ ακονίσει το μυαλό του πιο καλά.
ΧΟΡΟΣ
Μαύρες μαντείες είπ’ ο γέρος, βασιλιά. Απ’ όταν ήταν μαύρα τ’ άσπρα μου μαλλιά, ξέρω καλά πως δεν προφήτεψε ποτέ ψέματα για την πόλη αυτός ο μάντης.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κι εγώ το ξέρω και ταράζεται το μυαλό μου. Γιατί και να υποχωρήσω τώρα θα είναι φοβερό, αλλά μ’ αν επιμείνω, θα με χτυπήσει συμφορά.
ΧΟΡΟΣ
Να το καλοσκεφτείς, γιε του Μενοικέα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τι λες να κάνω, πες μου και θα σ’ ακούσω.
ΧΟΡΟΣ
Να πας να βγάλεις απ’ τη σπηλιά την κοπέλα και ύστερα άνοιξε τάφο για το νεκρό.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Το βρίσκεις λοιπόν σωστό να υποχωρήσω;
ΧΟΡΟΣ
Και μάλιστα αμέσως, βασιλιά. Και τους αστόχαστους τους προλαβαίνει η τιμωρία των θεών.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αλίμονο, με κρύα καρδιά το κάνω. Μα πρέπει να υπακούσω στην ανάγκη. ΧΟΡΟΣ
Μη βάλεις άλλους, πρέπει να πας μονάχος.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πηγαίνω αμέσως. Ελάτε, ελάτε δούλοι, όλοι σας, πάρτε αξίνες και τρέξτε γρήγορα σ’ αυτό το μέρος. Και μιας κι άλλαξα γνώμη, εγώ ο ίδιος που την έδεσα θα την ελευθερώσω. Φοβάμαι πως είναι καλύτερα να ζεις, κρατώντας τις συνήθειες τις παλιές του τόπου.
ΧΟΡΟΣ
Βάκχε, καμάρι της Κάδμειας νύφης, παιδί του Δία με τους βροντερούς κεραυνούς, ευλογητή της δοξασμένης Ιταλίας, των κάμπων, βασιλιά, της Ελευσίνας στην αγκαλιά της Δήμητρας, Βάκχε, που υμνείσαι στην μητρόπολη των Βακχών, τη Θήβα, στις μουσκεμένες όχθες του Ισμηνού, στο χώμα το σπαρμένο με τα δόντια δράκου. Εσένα καλωσόρισε ο αστραφτερός καπνός, που ξεπηδάει από τις δυό κορφές του βουνού, όπου λικνίζονται στη σειρά οι Κωρύκιες νύφες, οι συνοδοί σου, και μετά ξεδιψάνε πιο κάτω, στης Κασταλίας την πηγή. Και σε ξεπροβοδάν οι καταπράσινες πλαγιές της Νύσας, με τους κισσούς και με τα καρπερά τ’ αμπέλια, πηδάς πάνω απ’ τους πράσινους γιαλούς, καθώς το όνομά σου υψώνεται με δύναμη μεγαλύτερη από τη θνητή δύναμη των ανθρώπων όταν επισκέπτεσαι τους δρόμους της Θήβας. Πόλη καμιά δεν αγαπάς πιο πολύ από τη Θήβα, κι εσύ όπως και τη χτυπημένη από τον κεραυνό μητέρα σου. Τώρα που μόλυνε την πόλη η συμφορά, κατέβα απ’ τις κορφές του Παρνασσού, ροβόλα πάνω απ’ τις πλαγιές να σαρώσεις την αρρώστια. Εσύ, πρωτοχορευτή, ανάμεσα στα λαμπυρίζοντα αστέρια, που σπιθοβολάνε, πρωτοτραγουδιστή στα ξεφαντώματα της νύχτας, του Δία το κρυφό καμάρι, φανερώσου, βασιλιά, παρέα με τη συντροφιά σου, τις βακχίδες, που αναστατώνουν με χορούς τη νύχτα για να λατρέψουν το θεό τους, Βάκχε, Ίακχε.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Γείτονες του Κάδμου και του Αμφίονα, δε θα επαινέσω ή θα κατηγορήσω κανέναν άνθρωπο, όσο είναι ζωντανός. Αν έχεις τύχη, στέκεσαι στα πόδια σου, άμα δεν έχεις, πέφτεις και πας χαμένος. Κανένας μάντης δεν ξέρει το γραφτό σου. Για μένα, ο Κρέοντας ήταν ζηλευτός, γλίτωσε την πατρίδα απ’ τους εχθρούς της, πήρε στα χέρια τις εξουσίες όλες, βασίλευε κι έκανε και καλά παιδιά. Τώρα, σωριάστηκαν τα πάντα. Για μένα, άμα πετάξει απ’ το κορμί σου η χαρά δεν είσαι ζωντανός, μα ζωντανός νεκρός. Τι να το κάνεις να ‘χεις τα πλούτη όλου του κόσμου και να περνάς βασιλικά, αν δεν μπορείς να τα χαρείς! Δε δίνω ούτε τον ίσκιο του καπνού για να τα πάρω, αντί για τη χαρά.
ΧΟΡΟΣ
Τι άλλη συμφορά φέρνεις στο βασιλιά;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Πεθάνανε! Και φταινε οι ζωντανοί γι’ αυτό.
ΧΟΡΟΣ
Ποιος σκότωσε; Ποιος είναι ο σκοτωμένος; Λέγε.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Χάθηκε ο Αίμονας! Σφάχτηκε με το χέρι…
ΧΟΡΟΣ
Ποιο χέρι, του πατέρα ή το δικό του;
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Το δικό του! Για του γονιού του το φονικό.
ΧΟΡΟΣ
Αχ, μάντη! Βγήκε αλήθεια ο λόγος σου!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Έτσι είν’ αυτά. Και τώρα τι θα κάνουμε; ΧΟΡΟΣ
Να, βλέπω τη δύστυχη την Ευρυδίκη, τη γυναίκα του Κρέοντα. Λες ν’ άκουσε για το παιδί της, ή έρχεται στην τύχη;
ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Ε! σείς πολίτες, άκουσα τα λόγια σας σαν έβγαινα πριν λίγο από την πόλη να πάω να κάνω στην Παλλάδα προσευχή. Καθώς σήκωνα το μάνταλο της πόρτας χτυπάει τ’ αυτιά μου η συμφορά του σπιτιού μου και χάνομαι στης σκλάβας μου την αγκαλιά. Όποιο κι αν είναι το κακό πες το ξανά. Δεν είμ’ αμάθητη ν’ ακούω συμφορές.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ήμουν παρών, καλή κυρά μου, και θα πω σου όλα όσα είδα. Δε θα κρύψω τίποτα. Τι να στα λέω μασημένα, κι ύστερα να ‘βγω ψεύτης; Καλύτερα η αλήθεια. Πήγα σαν ίσκιος πίσω από τον άντρα σου, στο ξάγναντο που ‘ταν πεσμένος ο νεκρός ο Πολυνείκης, κομματιασμένος απ’ τα σκυλιά. Κι αφού παρακαλέσαμε τον Πλούτωνα και τη θεά την Περσεφόνη, να πάψουν την οργή τους, λούσαμε εκείνον με αγιασμό, κάψαμε τ’ απομεινάρια με ελιόκλαδα, τα σκεπάσαμε με χώμα κι ύστερα τρέξαμε στη σπηλιά που είχαμε βάλει την κοπέλα για να πεθάνει. Εκεί ακούγονταν φωνές και μοιρολόγια απ’ τον αστόλιστο τον τάφο κι έρχεται κάποιος τρεχάτος και το λέει στον Κρέοντα. Κι όπως πλησιάζει με βαριά βήματα αυτός, ακούει μια δυνατή κραυγή και βόγκους κι ο ίδιος μετά βάζει τις φωνές κι αρχίζει να μοιρολογά: Καλά το προμαντεύω ο μαύρος: Σέρνομαι στον πιο πικρό απ’ τους δρόμους της ζωής μου. Παίρνει τ’ αυτί μου του παιδιού μου τη φωνή; Γρήγορα τρέξτε δούλοι, σύρτε το βράχο απ’ το στόμιο της σπηλιάς, μπείτε μέσα και δείτε αν είναι η κραυγή αυτή που ακούω του Αίμονα, ή μήπως ξεγελιέμαι απ’ τους θεούς.
Κι όπως μας διάταξε ο δύστυχος, κάναμε: Γλιστράμε μεσα στον τάφο και τι βλέπουμε! Εκείνη, να ‘ναι κρεμασμένη απ’ το λαιμό, με βρόγχο που ‘χε πλέξει από το πέπλο της, και κείνον, να την έχει αγκαλιασμένη απ’ τη μέση, να κλαίει και να δέρνεται για της αγαπημένης νύφης το χαμό, και ν’ αναθεματίζει τον πατέρα του.
Τον βλέπει ο Κρέοντας και σπάραξε. Πάει κοντά, φωνάζει, ικετεύει. Ταλαίπωρε τι πας να κάνεις, τι έχεις στο μυαλό σου; Ποια συμφορά σε χτύπησε; Παιδί μου, βγες, γονατιστός σε παρακαλώ. Το παιδί τον κοιτάζει τότε με άγρια λύσσα,
χωρίς μιλιά γυρνά και τον φτύνει καταπρόσωπο, μετά τραβάει το δίκοπο σπαθί και του χιμάει. Πρόλαβε κι όρμησ’ έξω ο πατέρας του. Και θυμωμένος που ξαστόχησε ο δύστυχος, τεντώνει πίσω το κορμί του και μπήγει πέρα ως πέρα το ξίφος στα πλευρά του. Μ’ άνευρο μπράτσο αγκάλιασε τη νύφη και η βαριά του ανάσα μύριζε αίμα στο μαρμαρένιο μάγουλο του κοριτσιού.
Τώρα, νεκρός στην αγκαλιά της κρεμασμένης, κάνει στον Άδη τις γαμήλιες χαρές, δίνοντας έτσι μάθημα στον άνθρωπο, τι μαύρες συμφορές φέρνει η άδικη κρίση.
ΧΟΡΟΣ
Τι λες για τούτο που έγινε τώρα; Έφυγε πάλι βιαστική η γυναίκα αυτή, δίχως να πει μια κουβέντα!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Κι εγώ απορώ. Παρηγοριέμαι μόνο με τη σκέψη ότι μήπως δεν καταδέχεται να θρηνήσει μπροστά σε κόσμο για τη συμφορά του γιού της γι’ αυτό μπήκε μέσα να κλάψει με τις δούλες. Σα φρόνιμη γυναίκα, έχε υπερηφάνεια.
ΧΟΡΟΣ
Δεν ξέρω. Νομίζω πως κι η βαριά σιωπή, κι η φασαρία, είναι κακό σημάδι. ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Τώρα μπαίνω μέσα να παραφυλάξω σαν τι να κρύβει στη βαριά της την καρδιά. Γιατί καλά το λες, πως η βουβή σιωπή μπορεί να κρύβει το χειρότερο κακό.
ΧΟΡΟΣ
Μα να που φτάνει ο βασιλιάς ο ίδιος και απόδειξη κρατάει στην αγκαλιά, το ίδιο κρίμα το δικό του. Σ’ αυτόν πρέπει να το πω κι όχι σε άλλον.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αχ! Κρίματα ασυλλόγιστου μυαλού και ξεροκεφαλιά που οδήγησες στο θάνατο, βλέπετε τους σκοτωμένους και τους φονιάδες απ’ το ίδιο αίμα; Ανάθεμα την κακοκεφαλιά μου πέθανες παιδί μου πάνω στον ανθό σου, έφυγες και πας χαμένος από δικό μου φταίξιμο, όχι δικό σου.
ΧΟΡΟΣ
Αλίμονο, πόσο αργά είδες το δίκιο!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Στερνή μου γνώση! Όχι, δε μπορεί, κάποιος θεός με χτύπησε αλύπητα, σκότισε το μυαλό μου, έδιωξε απ’ την ψυχή μου τη χαρά, με πέταξε σε μαύρους δρόμους. Αχ! Πόνοι αβάσταχτοι!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Δε φτάνει αφέντη, η συμφορά σου, αυτή που κρατάς στα χέρια. Έχεις να δεις, χειρότερες ακόμα μεσ’ στο σπίτι.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Είναι κακό χειρότερο απ’ αυτό; ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Πέθανε η μάνα τούτου του παιδιού, η γυναίκα σου, αυτοκτόνησε η δύστυχη. ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Λιμάνι του Άδη σκοτεινό, πως με ξεκάνεις; Γιατί μ’ αποτελειώνεις, άνθρωπε. Τι μουρμουρίζεις; Τον σκοτωμένο, τι με χτυπάς απανωτά; Τι είπες παιδί, τι μου είπες πάλι για φονικό; Για ποια γυναίκα μου μιλάς;
ΧΟΡΟΣ
Μονάχος θα το δεις, δε μένει κρυφό.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δύο συμφορές απανωτές, ο κακομοίρης! Πως θα τριτώσει το κακό, ποιος ξέρει
τι με περιμένει. Ακόμα καίει στα χέρια το παιδί κι άλλο νεκρό αντικρύζω. Καημένη μάνα, άμοιρο παιδί!
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Με κοφτερό μαχαίρι μπρος απ’ το βωμό, έσβησ’ ο κόσμος γύρω από τα μάτια της. Έκλαψε τα παιδιά της. Το Μεγαρέα, που πήγε δοξασμένος, κι ύστερα τούτον, και έλεγε για τον παιδοκτόνο, φριχτές κατάρες.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αχ! Αχ! Ο φόβος με παγώνει. Γιατί κάποιος δεν τρυπάει και μένα με δίκοπο σπαθί; Άθλιος, ο πανάθλιος εγώ, εγώ, κυλίστηκα σε μαύρο βούρκο.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ένοχο για των δυο παιδιών της το χαμό σε καταριόταν την ώρα που χανόταν.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Για πες μου, με ποιο τρόπο έδωσε τέλος; ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Με σπαραγμό σαν άκουσε το θάνατο του γιού, τρύπησ’ η ίδια το συκώτι της.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Κανένας άλλος, μόνο εγώ θα φορτωθώ το κρίμα αυτό. Γιατί εγώ σε σκότωσα εγώ, αλήθεια. Πάρτε με δούλοι, γρήγορα, διώξτε με από δω, σύρτε με μακριά… Τώρα εγώ πια τίποτα δεν είμαι.
ΧΟΡΟΣ
Λύτρωση θες. Μα ο τωρινός ο πόνος είν’ αλαφρότερος απ’ άλλους που θα ‘ρθούν.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Ας έρθει, να ‘ρθει. Είναι για μένα πιο καλός ο θάνατος, να βάλει τέλος στη στερνή μου μέρα, ας έρθει, ας φανεί, ποτέ στα μάτια μου μην ξαναδώ το φως.
ΧΟΡΟΣ
Κι αυτό θα γίνει. Για τούτο λοιπόν ας νοιαστούμε εμείς. Τ’ άλλα θα τα φροντίσουν αυτοί που πρέπει.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μα εγώ μιλάω, για κείνο που παρακαλώ να μου συμβεί.
ΧΟΡΟΣ
Να μην παρακαλάς για τίποτα. Γιατί κανείς θνητός δε θα γλιτώσει απ’ το γραφτό του.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πάρτε με, διώξτε με τον άχρηστο από δω, που δίχως να θέλω σε σκότωσα παιδί μου, κι αυτήν εδώ. Δεν ξέρω ποιον να πρωτοκοιτάξω, που να κρατηθώ το κάθε τι γλιστράει μεσ’ απ’ τα χέρια μου και τριγυρίζει ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι μου.
ΧΟΡΟΣ
Την ευτυχία την κρατάει η φρονιμάδα, ποτέ δεν πρέπει ν’ ασεβούμε στους θεούς. Του φαντασμένου η ξιπασιά πληρώνεται ακριβά, μέχρι να βάλει στα γεράματα μυαλό.