“Τι συμβαίνει με τα νέα παιδιά”,
“τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία” αναρωτιούνται πολλοί μετά τη στυγερή δολοφονία του Άλκη στη Θεσσαλονίκη.
Έχω την τύχη λόγω επαγγέλματος να συναναστρέφομαι με εφήβους κυρίως ηλικίας 15-18 ετών και μάλιστα σε καθημερινή βάση. Μπορώ λοιπόν, να διαβεβαιώσω όλους τους απορούντες, τους “δεν το πιστεύω” και τους “πέφτω από τα σύννεφα” ότι το συγκεκριμένο περιστατικό ακραίας και πέρα ως πέρα καταδικαστέας βίας είναι η κορυφή ενός παγόβουνου βίας, που το ύψος του δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί.
Μέσα στα περισσότερα αυτά παιδιά υπάρχει μεγάλος θυμός, συσσωρευμένη οργή, απογοήτευση, βαρεμάρα, έλλειψη οράματος, απουσία προοπτικής για το μέλλον και ένα ανείπωτο παράπονο, γιατί είναι και αισθάνονται παρατημένα από γονείς, εκπαιδευτικούς και πολιτεία.
Η βία γίνεται το όχημα επίδειξης της ύπαρξής τους, η δήλωση της παρουσίας τους, μια ακραία και κακόηχη στριγκιά κραυγή ότι είναι εδώ, ότι υπάρχουν, ότι δεν είναι αόρατες σκιές στον κόσμο των μεγάλων.
Η βία είναι η έκφραση της απογοήτευσης και της αηδίας που αισθάνονται για τον κόσμο που καλούνται να κληρονομήσουν με το ζόρι.
Η βία είναι -όπως δυστυχώς πιστεύουν πολλοί νέοι- το παράσημο που απέκτησαν στα νεανικά τους χρόνια. (Όταν πριν λίγες μέρες ο διευθυντής του σχολείου μου ρώτησε κάποιους μαθητές γιατί προβαίνουν σε υλικές ζημιές, η απάντηση τους ήταν αφοπλιστική : “γιατί θέλουμε να θυμόμαστε κάτι από τα σχολικά μας χρόνια, αφού δεν θα έχουμε να θυμόμαστε ούτε μαθήματα, ούτε εκδρομές”).
Τα περισσότερα παιδιά αυτών των ηλικιών μεγαλώνουν μόνα τους, χωρίς τη συμπαράσταση πρωτίστως των γονιών τους, αλλά καταλαβαίνουν πλήρως τα ψέματα και την υποκρισία των μεγάλων. Είναι πιο έξυπνα από τα παιδιά των προηγούμενων γενιών, αλλά πιο δυστυχισμένα. Δεν έχουν φίλους, δεν παίζουν, δεν ερωτεύονται,δεν ασχολούνται με την πολιτική, δεν ενδιαφέρονται για τα κοινωνικά προβλήματα στο βαθμό που το έκαναν οι προηγούμενες γενιές. Και δεν ευθύνονται αυτά τα παιδιά για την αδιαφορία, την αηδία, τον κυνισμό τους και την αποστροφή τους για όλα εκείνα που καλούνται να αντιμετωπίσουν σε έναν έτσι και αλλιώς βίαιο κόσμο υποβαθμισμένης παιδείας, προτύπων για εύκολο πλουτισμό, ανεργίας, διαφθοράς και αβεβαιότητας. Μεγαλώνουν και ενηλικιώνονται, αλλά αργούν να ωριμάσουν, γιατί ο κόσμος τους είναι ήδη βουτηγμένος στη βία, στο άγχος, στην αγωνία για το μέλλον. Και δεν ξέρουν να διαχειριστούν τη φυσική τους παρόρμηση και ανάγκη να εκφραστούν, για αυτό και φτάνουν ακόμη και στο έγκλημα. Μέσα τους σιγοβράζει η φράση : “ας θυμάμαι τουλάχιστον από τη μίζερη ζωή μου μια επίθεση σε “αντιπάλους”, μια “μαγκιά” σε μια παρέα, μια ατιμώρητη ζημιά στο σχολείο”.
Και αργότερα αυτή η συσσωρευμένη βία, γίνεται έγκλημα και δολοφονία.
Με όλα αυτά δεν θέλω σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσω τον εγκληματία που στέρησε τη ζωή ενός δεκαεννιάχρονου παιδιού. Δεν με νοιάζουν εξάλλου οι λόγοι. Οι οπαδικές “διαφορές”είναι οι αφορμές, δεν είναι οι βαθιές αιτίες. Ο δολοφόνος πήγε αποφασισμένος να σκοτώσει : όχι για να κλέψει ή να εκδικηθεί η έστω να διεκδικήσει μερίδιο εξουσίας, αλλά γιατί… “έτσι”, για να σκοτώσει την ανία του, για να έχει να καυχιέται για κάτι στη μίζερη ζωή του.
Τόσο επικίνδυνη έχει γίνει -νομίζω- η σκέψη πολλών ανθρώπων γύρω μας.
Τόσο εξωφρενική έχει γίνει η αιτιολόγηση της βίας ως συμπτώματος μιας χαλασμένης κοινωνίας, που ανέκαθεν αναζητεί εξιλαστήρια θύματα, αντί να κοιτάξει τα άσχημα μούτρα της στον καθρέφτη…