Τι να σκεφτόταν άραγε ο Αθηναίος του 430 περίπου π.Χ. παρακολουθώντας τον “Οιδίποδα Τύραννο” του Σοφοκλή ; Τον έβλεπε μπροστά του να βγάζει τα μάτια του, να παραιτείται από τη βασιλεία της Θήβας και να αυτοεξορίζεται για εγκλήματα (πατροκτονία και αιμομιξία) που διέπραξε, χωρίς καν να γνωρίζει, ούτε ποιον σκότωνε, ούτε με ποια κοιμόταν. Και όμως, παρά τον οίκτο που ένιωθε για τα πάθη του Οιδίποδα, ουδέποτε θα μπορούσε να διανοηθεί ότι η παραίτηση, η αυτοεξορία, η σκληρή τιμωρία που επέβαλε στον εαυτό του ο αγαπητός κατά τ’ άλλα βασιλιάς, δεν του άξιζαν, δεν ήταν οι πρέπουσες και οι ηθικά ορθές. Για τον Αθηναίο της Κλασικής Εποχής μια μιαρή πράξη έπρεπε με κάθε τρόπο να τιμωρηθεί, γιατί αλλιώς το μίασμα βάραινε όχι μόνο τον δράστη, αλλά και την ίδια την πόλη στο σύνολό της…
Αλλά βέβαια, όλα αυτά είναι μακρινά και ξεχασμένα ! Μια τέτοια ηθική είναι πια ξεπερασμένη, ντεμοντέ.
Άλλωστε, όπως θα έλεγε σήμερα ο μέγας Καβάφης στους “Αλεξανδρινούς βασιλείς” του :
[…] “η μέρα είναι ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·
κι οι Αλεξανδρινοί τρέχουν πια στην εορτή,
κι ενθουσιάζονται, κι επευφημούν
ελληνικά, κι αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα –
μόλο που βέβαια ξεύρουν τι αξίζουν αυτά,
τι κούφια λόγια είναι αυτές οι βασιλείες”.