από Γιάννης Κτενάς
Τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο το ουσιαστικό φαντασιακό, όπως και το επίθετο φαντασιακός-ή-ό, δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι όλοι εννοούμε το ίδιο πράγμα όταν αναφερόμαστε σε αυτή την έννοια. Συνήθως, στις περισσότερες καθημερινές κουβέντες, η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει το φανταστικό, δηλαδή το μη πραγματικό, το υποθετικό, αυτό που δεν ισχύει παρά μόνο στη φαντασία κάποιου. Μέχρι εδώ καλά, καθώς φαντασιακός, σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη, είναι αυτός που αναφέρεται ή αναπτύσσεται στη φαντασία.
Το πρόβλημα όμως αναφύεται από τη στιγμή που δύο στοχαστές του εικοστού αιώνα που μελετιούνται και συζητιούνται όλο και πιο πολύ, χρησιμοποιούν τον όρο φαντασιακό με μια πολύ ειδική, αλλά και πολύ διαφορετική ο ένας από τον άλλο, σημασία. Πρόκειται για τους Κορνήλιο Καστοριάδη και Ζακ Λακάν, στο έργο των οποίων βασικότατο ρόλο παίζει η γαλλική λέξη imaginaire, που στα ελληνικά αποδίδεται ως φαντασιακό.
Θέσμιση είναι όχι μόνο οι επί μέρους θεσμοί, όπως το χρήμα, τα δικαστήρια ή το Champions League, αλλά επίσης και ό,τι μέσα στην Ιστορία δεν είναι φυσικό, αλλά προέρχεται από την κοινωνία. Θέσμιση είναι τα εργαλεία, θέσμιση είναι η γλώσσα, θέσμιση οι αξίες και οι κοινωνικές νόρμες, θέσμιση είναι το περιεχόμενο του φαγητού μας, θέσμιση είναι όλα όσα, με ή χωρίς τυπική κύρωση, επιβάλλουν τρόπους του δραν και του σκέπτεσθαι
Ας δούμε πολύ συνοπτικά τη διαφορά τους, για να προχωρήσουμε στη συνέχεια στην πιο ενδελεχή προσέγγιση της καστοριαδικής έννοιας του όρου, πράγμα που αποτελεί και τον στόχο αυτού του κειμένου. Για τον Λακάν, το Φαντασιακό είναι μία από τις τρεις τάξεις της ανθρώπινης πραγματικότητας, πλάι στο Συμβολικό και το Πραγματικό, και σημαίνει, για να το πούμε πολύ γενικά, τη συγκρότηση του Εγώ μέσα από την ταύτισή του με έναν άλλο. Το φαντασιακό έχει σχέση με το περίφημο στάδιο του καθρέφτη, κατά το οποίο το παιδί, που νιώθει το σώμα του ασυντόνιστο λόγω της βιολογικής πρωιμότητάς του, ταυτιζόμενο με την εικόνα του στον καθρέφτη, αποκτά μια ενότητα, μια φαινομενική πληρότητα. Έχει λοιπόν το φαντασιακό στον Λακάν να κάνει με την εικόνα του σώματός μου και με την αλλοτρίωσή μου μέσα σε αυτή. Αλλοτρίωση, στον βαθμό που ταυτίζομαι με μια εικόνα που είναι άλλη από εμένα, έξω από μένα.
Αντιθέτως, για τον Καστοριάδη, όπως θα φανεί παρακάτω, το φαντασιακό είναι ένα πλέγμα σημασιών που προέρχονται από τη φαντασία και δίνουν στον κόσμο και την κοινωνία το νόημά τους και την αξία τους. Θα λέγαμε, δηλαδή, σε σχέση με τον γαλλικό όρο Imaginaire, ότι ο Λακάν παίζει κυρίως με το image*, ενώ ο Καστοριάδης με το imagination.
Ας επιμείνουμε λίγο στην καστοριαδική έννοια του φαντασιακού, για να προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε όσο μπορούμε τη σημαντική αυτή διάσταση του έργου του φιλοσόφου. Όπως είναι γνωστό, το βασικότερο και σημαντικότερο έργο του Καστοριάδη ονομάζεται Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας (L’ institution imaginaire de la société). Πρώτα απ’ όλα, λοιπόν, τι είναι η θέσμιση; Θέσμιση είναι όχι μόνο οι επί μέρους θεσμοί, όπως το χρήμα, τα δικαστήρια ή το Champions League, αλλά επίσης και ό,τι μέσα στην Ιστορία δεν είναι φυσικό, αλλά προέρχεται από την κοινωνία. Θέσμιση είναι τα εργαλεία, θέσμιση είναι η γλώσσα, θέσμιση οι αξίες και οι κοινωνικές νόρμες, θέσμιση είναι το περιεχόμενο του φαγητού μας (όχι οι θερμίδες που πρέπει να πάρει ένας άνθρωπος για να ζήσει, αλλά το από πού θα τις πάρει). Η λέξη θέσμιση λοιπόν χρησιμοποιείται με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου, για να συμπεριλάβει “όλα όσα, με ή χωρίς τυπική κύρωση, επιβάλλουν τρόπους του δραν και του σκέπτεσθαι”.
Ε λοιπόν, ο Καστοριάδης ισχυρίζεται πως αυτό που κάνει την εκάστοτε θέσμιση να είναι τέτοια που είναι, είναι το φαντασιακό της κάθε κοινωνίας. Το φαντασιακό: ένα πλέγμα (μάλλον θα έπρεπε να πούμε “ένα μάγμα”, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση) σημασιών που δημιουργεί κάθε κοινωνία, σημασιών που δίνουν στην κοινωνία και στον κόσμο ένα νόημα. Αυτές οι σημασίες διέπουν όλη τη ζωή της κοινωνίας, ενσαρκώνονται μέσα στους επιμέρους θεσμούς της, προσανατολίζουν τα μέλη της κοινωνίας προς ορισμένους στόχους, θέτουν ορισμένες βασικές αξίες για χάρη των οποίων αξίζει να ζει και να πεθαίνει κανείς. Γενικότερα, δίνουν στην κοινωνία έναν προσανατολισμό και καθορίζουν τι αξίζει και τι ισχύει μέσα σε αυτήν την κοινωνία και τι όχι. Επίσης, σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, δίνουν τις βάσεις αυτού που η εκάστοτε κοινωνία θεωρεί ορθολογικό, όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε αλλού.
Όσοι είδαν το πρόσφατο Αλάτι της γης των Βιμ Βέντερς και Ζουλιάνο Σαλγάδο, θα παρατήρησαν ίσως το εξής ακραίο παράδοξο: λαοί που υποφέρουν από την λειψυδρία, να σπαταλάνε πάρα πολύ νερό στην πλύση των νεκρών, επειδή αυτοί πρέπει, σύμφωνα με τους μύθους της φυλής, να εισέλθουν καθαροί στο βασίλειο του κάτω κόσμου. Ή, όσοι γνωρίζουν τον Τζόναθαν Φόερ και το Τρώγοντας Ζώα, θα θυμούνται ίσως τις ιστορίες για τη γιαγιά του στον πόλεμο, η οποία, ενώ λιμοκτονούσε και μόλις που επιβίωνε τρώγοντας από τα σκουπίδια, αρνήθηκε το χοιρινό που της προσέφερε ένας Ρώσος, γιατί δεν ήταν κόσερ
Κάπου εδώ μπορεί να αρθρωθεί μια ένσταση λειτουργιστικής χροιάς: μα οι θεσμοί έχουν μια πρακτική χρησιμότητα, διαμορφώνονται υπό το κράτος μιας λειτουργικής αναγκαιότητας. Ο Καστοριάδης δεν δυσκολεύεται καθόλου να απαντήσει σε αυτή την αντίρρηση: πράγματι, ένα κομμάτι της θέσμισης οφείλει να είναι λειτουργικό και πάντα είναι. Αυτή όμως η λειτουργικότητα δεν μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Μπορεί να εξηγήσει γιατί πρέπει να τρώμε, αλλά όχι το τι θα τρώμε. Μπορεί να εξηγήσει γιατί πρέπει να έχουμε ένα σύστημα της μέτρησης του χρόνου, αλλά όχι γιατί έχουμε εβδομάδες με επτά ημέρες η μία εκ των οποίων είναι Κυριακή, δηλαδή μέρα Κυρίου. Άλλωστε, υπάρχουν και αμέτρητα παραδείγματα που αυτή η λειτουργιστική χροιά δεν επαληθεύεται καθόλου, πάει περίπατο. Ας δούμε μια τέτοια περίπτωση: όπως αναφέρει ο Jacob Burckhardt, οι αρχαίοι έλληνες θυσίαζαν άλογα στον Ποσειδώνα οδηγώντας μέσα στα κύματα και πνίγοντάς τα. Αυτό το γεγονός, όπως και τόσα άλλα από την ιστορία όλων των λαών, δεν εξυπηρετεί καμία λειτουργικού τύπου ανάγκη. Αντιθέτως, αν δεν γνωρίζαμε με τι νόημα έντυναν οι αρχαίοι Έλληνες τη θάλασσα, αν δεν γνωρίζαμε κάτι από το φαντασιακό τους, δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τίποτα από αυτόν τον θεσμό.
Μάλιστα, αν θέλουμε να προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν και πάμπολλες περιπτώσεις που οι θεσμοί έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με τη λειτουργικότητα, της αντιτίθενται πλήρως: λόγου χάρη, όσοι είδαν το πρόσφατο Αλάτι της γης των Βιμ Βέντερς και Ζουλιάνο Σαλγάδο, θα παρατήρησαν ίσως το εξής ακραίο παράδοξο: λαοί που υποφέρουν από την λειψυδρία, να σπαταλάνε πάρα πολύ νερό στην πλύση των νεκρών, επειδή αυτοί πρέπει, σύμφωνα με τους μύθους της φυλής, να εισέλθουν καθαροί στο βασίλειο του κάτω κόσμου. Ή, όσοι γνωρίζουν τον Τζόναθαν Φόερ και το Τρώγοντας Ζώα, θα θυμούνται ίσως τις ιστορίες για τη γιαγιά του στον πόλεμο, η οποία, ενώ λιμοκτονούσε και μόλις που επιβίωνε τρώγοντας από τα σκουπίδια, αρνήθηκε το χοιρινό που της προσέφερε ένας Ρώσος, γιατί δεν ήταν κόσερ.
Ας μείνουμε όμως λίγο ακόμη στο παράδειγμα με τη θυσία των αλόγων γιατί μας βοηθάει να φωτίσουμε, σε πολύ γενικές γραμμές, την κεφαλαιώδη ιδέα του Καστοριάδη. Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας είναι η σχετικά αυθαίρετη επένδυση με νόημα (βλέπε Ποσειδώνα, θεότητα) του φυσικού κόσμου (θάλασσα) που η κάθε κοινωνία συναντά και δεν μπορεί να αγνοήσει. Είναι η μετατροπή αυτού του φυσικού κόσμου σε έναν κόσμο που σημαίνει κάτι για αυτή την κοινωνία. Φυσικά, στη συνέχεια, η φαντασιακή θέσμιση επεκτείνεται και μέσα στον κοινωνικό κόσμο, καθώς νοηματοδοτούνται και οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, η συνάρθρωσή τους σε ομάδες και ούτω καθεξής. Λέμε ότι η επένδυση αυτή είναι σχετικά αυθαίρετη και όχι εντελώς, γιατί, ενώ η κοινωνία μπορεί να δώσει στη ζωή και στον κόσμο τα πιο διαφορετικά και τρελά νοήματα, όπως διαπιστώνει κανείς αν ρίξει μια ματιά στην Ιστορία, δεν μπορεί εντούτοις να παραβλέψει κάποια στοιχεία της φύσης. Γι’ αυτό και ο Καστοριάδης λέει πως η θέσμιση στηρίζεται πάνω στην πρώτη φυσική στιβάδα, πάνω στον φυσικό κόσμο. Παραδείγματος χάρη, το γεγονός ότι υπάρχουν ανατομικά δύο φύλα και ότι για την αναπαραγωγή χρειάζεται η μεταξύ τους ερωτική συνεύρεση, είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί από καμία κοινωνία. Το τι θα σημαίνει όμως να είσαι άνδρας ή γυναίκα σε κάθε κοινωνία, το αν θα επιτρέπεται να έχεις σεξουαλικές σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου ή όχι, το ποια επαγγέλματα θα μπορείς να ασκήσεις, δεν υπόκειται σε κάποια φυσική ή βιολογική αναγκαιότητα και επομένως θεσμίζεται φαντασιακά.
Γιατί όμως ονομάζουμε τις σημασίες που δίνουν νόημα στη ζωή και στον κόσμο φαντασιακές; Επειδή δεν μπορούν να παραχθούν λογικά, ούτε μπορούν να συναχθούν από τα πράγματα. Δεν είναι ούτε ορθολογικές ούτε πραγματικές, αντιθέτως προέρχονται από τη δημιουργική φαντασία των ανθρώπων και μάλιστα εν προκειμένω από τη δημιουργική φαντασία των κοινωνιών, το κοινωνικό φαντασιακό. Ακόμη κι αν εξετάσουμε τη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία, η οποία είναι, από μία σκοπιά, αρκετά ορθολογική ή έστω εξορθολογισμένη και απομαγεμένη, όπως θα έλεγε ο Μαξ Βέμπερ, θα δούμε ότι στον πυρήνα της, ως καθοδηγητήριο νόημα της κοινωνικής ζωής, έχει τη σημασία διηνεκούς ανάπτυξης της παραγωγής για χάρη της ίδιας της παραγωγής και της διαρκούς επέκτασης της κυριαρχίας επί της φύσης. Αν όμως ρωτήσουμε γιατί πρέπει η παραγωγή να αυξάνεται διαρκώς, δεν θα λάβουμε φυσικά κάποια ορθολογική απάντηση, γιατί δεν υπάρχει τέτοια απάντηση.
Θα ήθελα, τέλος, να περάσουμε σε ένα τελευταίο, αρκετά λεπτό σημείο: οι φαντασιακές σημασίες δεν είναι κατ’ ανάγκη φανταστικές, με την έννοια του ψεύτικου ή του εξωπραγματικού. Μάλιστα, υπό μία έννοια, οι φαντασιακές σημασίες προϋποτίθενται για να πούμε ότι κάτι είναι αληθινό ή ψεύτικο. Στον Μεσαίωνα, παραδείγματος χάρη, τους θιασώτες της “αντικειμενικής” αλήθειας, τους επιστήμονες, όχι μόνο τους θεωρούσαν ψεύτες, αλλά τους κυνηγούσαν κιόλας, γιατί κυριαρχούσε η φαντασιακή σημασία ότι ο κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού. Κι από την αντίστροφη, όπως έλεγε ο Μαρξ, ο θεός Απόλλων ήταν αληθινός για τους Έλληνες.
δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια κοινωνία στην οποία όλες οι φαντασιακές της σημασίες θα αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, μια κοινωνία στην οποία η δημιουργικότητα της φαντασίας θα έχει εξαλειφθεί, μια κοινωνία χωρίς φαντασιακό
Υπό μία άλλη έννοια όμως, γνωρίζουμε σήμερα ότι κάποια πράγματα ισχύουν και κάποια όχι, λόγου χάρη ξέρουμε ότι μέσα στη θάλασσα δεν κατοικεί ο Ποσειδώνας. Άλλωστε ο ίδιος ο Καστοριάδης, στη διάλεξή του με τίτλο Εξουσία, Πολιτική, Αυτονομία, σημειώνει επί λέξει, μιλώντας για τη δημιουργία της δημοκρατίας από τους Αθηναίους: “και χρειαζόταν φυσικά αυτή η φαντασιακή σημασία, η οποία τυγχάνει να είναι αληθινή, δηλ. ότι όλοι οι θεσμοί είναι ανθρώπινα δημιουργήματα”. Δηλαδή έχουμε να κάνουμε με μια σημασία φαντασιακή, γιατί δίνει νόημα στη ζωή και τον κόσμο των αρχαίων Ελλήνων, δηλαδή ανήκει στο φαντασιακό τους, όμως παράλληλα αληθινή γιατί αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Επομένως, πρέπει να αποφύγουμε τη σύγχυση του φαντασιακού με το φανταστικό.
Προσοχή όμως: δεν πρέπει να πιστέψουμε, από την άλλη μεριά, ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια κοινωνία στην οποία όλες οι φαντασιακές της σημασίες θα αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, μια κοινωνία στην οποία η δημιουργικότητα της φαντασίας θα έχει εξαλειφθεί, μια κοινωνία χωρίς φαντασιακό. Ο λόγος είναι, κυρίως, ότι δεν τίθενται όλες οι φαντασιακές σημασίες στο επίπεδο της επαληθευσιμότητας σε σχέση με τη γνώση. Παραδείγματος χάρη, αν ξέρουμε, όπως το ξέρουμε σήμερα, ότι το νερό δεν είναι το σπίτι του Ποσειδώνα, αλλά ένα κράμα μορίων υδρογόνου και οξυγόνου σε συγκεκριμένη αναλογία, τι συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε για το πώς πρέπει να ζήσουμε τη ζωή μας ή προς ποιους στόχους πρέπει να στραφεί η κοινωνία μας; Κανένα. Τι συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε για αυτό το ίδιο το νερό, για το αν θα πρέπει να το χρησιμοποιούμε για να πλύνουμε τα αυτοκίνητά μας ή αν θα το διαφυλάξουμε ή αν θα το κάνουμε πίστα για θαλάσσια αθλήματα; Ή, για να περάσουμε στο αμιγώς πολιτικό επίπεδο, σήμερα που γνωρίζουμε ότι οι νόμοι φτιάχνονται από τους ανθρώπους κι όχι από τους θεούς, γιατί άραγε δεν έχουμε δημοκρατία, με την αληθινή έννοια του όρου;
Γιατί στο φαντασιακό των δυτικών κοινωνιών κυριάρχησε μια άλλη φαντασιακή σημασία. Θέλω να πω ότι τα πράγματα δεν μιλάνε από μόνα τους, ότι δεν μπορούμε από το είναι να περάσουμε στο δέον και ότι πάντα θα υπάρχει μια φαντασιακή επένδυση των σκοπών μιας κοινωνίας, πάντα θα υπάρχει ένα αυθαίρετο νόημα που δίνουμε στη ζωή και στον κόσμο. Ίσως, στην πιο άμεση δημοκρατία του κόσμου, με τους πιο αυθεντικά αυτόνομους ανθρώπους, αν ρωτούσαμε τους πολίτες “γιατί δίνετε αυτό το νόημα στη ζωή σας και όχι ένα άλλο;” να μας απαντούσαν “γιατί έτσι επιθυμούμε, αφού αυτό είναι κατά τη γνώμη μας σωστό”. Πράγμα που θα σήμαινε, φυσικά, ότι θα είχαν επίγνωση του μη “ορθολογικού” και μη “πραγματικού” χαρακτήρα των σκοπών τους.
*γι’ αυτό και οι έλληνες μεταφραστές του Λεξικού των Laplanche και Pontalis θέτουν το λήμμα ως εξής: Φαντασιακό ή Εικονικό
Πηγή : https://kaboomzine.gr