Η θεωρία του «δίκαιου πολέμου» παραδοσιακά έχει την αφετηρία της στον Άγιο Αυγουστίνο (354-430) ο οποίος εξαρτά τον πόλεμο από το θεϊκό σχέδιο, αποδίδοντας ακόμη και τη διάρκειά του στη βούληση του Θεού (De civitate Dei contra paganos, V, 22). Ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα της θεϊκής κρίσης, απομακρύνει από την αμαρτία και τιμωρεί τους ηττημένους. Ο πόλεμος υπό αυτή την έννοια (όταν διατάσσεται από τον Θεό) μπορεί να είναι δίκαιος. Ωστόσο, ήδη ο Πλάτων (στον οποίο ο Αυγουστίνος παραπέμπει) έχει ασχοληθεί με το ζήτημα του πολέμου. Σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο, για τον Πλάτωνα ο άνθρωπος ευθύνεται για τον πόλεμο: «Το σώμα, οι επιθυμίες του και όχι κάτι άλλο είναι αυτά που προκαλούν πολέμους, εξεγέρσεις και μάχες. Όλοι οι πόλεμοι γίνονται για την απόκτηση χρημάτων, τα χρήματα μάς επιβάλλεται να τα αποκτήσουμε για το σώμα μας, καθώς τα υπηρετούμε ως δούλοι.» (Πλάτωνος, Φαίδων 66c-d)
Ο Πλάτων δεν θα μπορούσε να θέσει με πιο ξεκάθαρους όρους την αιτία των πολέμων, που δεν ήταν (είναι) άλλη από την ανθρώπινη απληστία. Το ζήτημα του πολέμου και των αιτιών του επανέρχεται συχνά στη σκέψη του Αθηναίου φιλοσόφου. Ζώντας ο ίδιος εν μέσω του Πελοποννησιακού πολέμου αναζητά την ηθική του, ακόμη και στην περίπτωση εμφύλιων πολέμων (ανάμεσα σε ελληνικές πόλεις). Ο Πλάτων δεν έχει αφιερώσει βιβλίο στον πόλεμο, αλλά σε αρκετά έργα του έχει αναφορές. Στην Πολιτεία, η συζήτηση για τη δικαιοσύνη περνάει με προτροπή του Σωκράτη από το άτομο στην πόλη.
Πώς είναι η ιδανική πόλη; Κατ’ αρχάς, η δημιουργία της στηρίζεται στις ανάγκες των ατόμων, οι οποίες, καθώς απαριθμούνται, ολοένα και αυξάνονται. Στην τροφή και την ενδυμασία προστίθεται το χρυσάφι και το ελεφαντόδοντο. Ανάλογα αυξάνεται και η πόλη, καθώς τώρα χρειάζεται περισσότερους ανθρώπους που να υπηρετούν τους πρώτους. Ποιητές, χορευτές, μάγειρες κομμώτριες και «κατασκευαστές κάθε λογής πραγμάτων και προπάντων του γυναικείου στολισμού» γίνονται κάτοικοι της «υγιούς» πόλης (373a-d). Η πόλη πρέπει να μεγαλώσει. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γίνει αυτό:
«- Και ο τόπος επίσης, που τότε έφτανε για να θρέψει τους ανθρώπους του, θα πάψει να επαρκεί και θα είναι πιο λίγος. Τι λες;
– Έτσι είναι.
– Επομένως πρέπει να αποσπάσουμε ένα κομμάτι από τον τόπο των γειτόνων μας, αν είναι να έχουμε αρκετή γη για βοσκή και καλλιέργεια, κι εκείνοι με τη σειρά τους να πάρουν από τον δικό μας τόπο, αν και εκείνοι παρασυρθούν σε μια δίχως τέλος επιδίωξη των υλικών πραγμάτων, ξεπερνώντας το όριο του αναγκαίου. Έτσι;
– Αναπόφευκτα, είπε, Σωκράτη
– Το επόμενο βήμα, Γλαύκων, θα είναι λοιπόν ο πόλεμος; Ή μήπως μένει τίποτε άλλο;
– Αυτό θα είναι, είπε.» (373d-e) Η πόλη τώρα θα πρέπει να μεγαλώσει κι άλλο κατά ένα ολόκληρο στράτευμα για να πολεμήσει τους επιδρομείς. Η συζήτηση στρέφεται στη φύλαξη της πόλης που θα ανατεθεί στους ειδικούς. Οι φύλακες παρομοιάζονται με σκυλιά καλής ράτσας «που ξεχωρίζουν ό,τι βλέπουν ως φιλικό ή εχθρικό αποκλειστικά με βάση το γεγονός ότι το ένα είναι γνωστό και το άλλο άγνωστο» (376b).
Το ζήτημα της ιδανικής Πολιτείας έχει ξεχαστεί, καθώς η συζήτηση μεταφέρεται στους φύλακες και την παιδεία που θα πρέπει να έχουν. Ο Σωκράτης ακόμη μια φορά δεν δίνει απαντήσεις, αφήνοντας τον συνομιλητή του να συλλογιστεί, αν τελικά είναι επιθυμητή μια «υγιής» πόλη, που νομιμοποιεί τον πόλεμο για να επιβιώσει η οικονομία της.
Ο Πλάτων, θέτοντας την αιτία του πολέμου, προσφέρει και τη λύση. Η ιδέα της δικαιοσύνης για τον Πλάτωνα δεν είναι σχετική, δεν εξαρτάται από τα συμφέροντα θεών, ηγετών και επιχειρήσεων. Όπως επίσης δεν είναι «υγιής» η πόλη που περιγράφει. Περιγράφει όμως τη δική μας «πόλη». Τον κόσμο του 21ου αιώνα.
* Η δρ ‘Ελσα Νικολαΐδου διδάσκει Φιλοσοφία στο σχολείο Med High.
Πηγή : http://www.philenews.com/