Οι φορητές καταναλωτικές ηλεκτρονικές συσκευές- κινητά τηλέφωνα, tablets κ.α.- έχουν εισχωρήσει σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής. Ο ύπνος δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς είναι πολλοί αυτοί οι οποίοι κοιμούνται με τα κινητά δίπλα τους, είτε για λόγους ευκολίας χρήσης (ώστε να μπορούν να το σηκώσουν γρήγορα εάν χτυπήσει), είτε επειδή τα χρησιμοποιούν ως ξυπνητήρια, είτε επειδή, πολύ απλά, πριν κοιμηθούν, ασχολούνται για ένα χρονικό διάστημα μαζί τους στο κρεβάτι.
Η επίδραση της χρήσης κινητών στην υγεία γενικότερα αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένων ερευνών και συζητήσεων, εντός και εκτός του επιστημονικού κόσμου. Ειδικότερα, ο ύπνος και η σχέση του με τα κινητά και τα tablets φαίνεται να αποτελεί μια ιδιαίτερη «εξίσωση», προσελκύοντας έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με κάποιους ειδικούς, η παρουσία κινητών κοντά στο κρεβάτι κατά τον ύπνο επηρεάζει αρνητικά τόσο από πλευράς ψυχολογίας (καθώς ο χρήστης υποσυνείδητα δηλώνει ότι δεν «θέλει να ξεκουραστεί αμέριμνος» αλλά να είναι σε ένα επίπεδο ετοιμότητας), όσο και από άποψης ηλεκτρικού φωτός, το οποίο φέρεται – όπως υποστηρίζει πρόσφατη μελέτη– να προκαλεί παρεμβολές στον φυσικό ρυθμό λειτουργίας του σώματος, «ξεγελώντας» το έτσι ώστε να «νομίζει» ότι είναι μέρα- ωστόσο η συγκεκριμένη έρευνα και τα πορίσματά της έχουν αμφισβητηθεί από άλλους επιστήμονες. Σε παρεμφερές «πνεύμα» κινείται και ο Dr. Τσαρλς Τσάισλερ, ερευνητής του Χάρβαρντ, , ο οποίος επίσης υποδεικνύει το ηλεκτρικό φως μιας οθόνης ως αρνητική επιρροή για τον ύπνο (αξίζει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω ερευνητής έχει δουλέψει πολύ πάνω στο θέμα της επιρροής που ασκεί στην υγεία το τεχνητό φως)
Ανάλογες μελέτες με παρεμφερή συμπεράσματα έχουν πραγματοποιήσει και ερευνητές του Πανεπιστημίου του Bergen στη Νορβηγία, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι φοιτητές που ασχολούνταν με το κινητό στο κρεβάτι πριν κοιμηθούν και στη συνέχεια το άφηναν ενεργοποιημένο δίπλα τους διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο αϋπνίας, καθώς και επιστήμονες του Πολιτειακού Πανεπιστημίου Wayne, του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Καρολίνσκα στη Σουηδία και του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ.
Σε κάθε περίπτωση, η Ναταλία Κουτρούλη, ψυχολόγος Υγείας, υπογραμμίζει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει ένας άνθρωπος να ηρεμήσει και να αποκοιμηθεί χρειάζεται πρώτα μία «ρουτίνα» χαλάρωσης πριν τον ύπνο. «Πολλοί έχουν συνηθίσει να χαλαρώνουν παρακολουθώντας τηλεόραση, σερφάροντας στο Ίντερνετ κ.ο.κ. Εφόσον αυτό τους βοηθάει όντως να χαλαρώνουν, τότε δεν επηρεάζεται αρνητικά η ποιότητα του ύπνου τους» διευκρινίζει.
Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν εάν αυτό που κάνει κάποιος είναι να χρησιμοποιεί την τεχνολογία ως συνέχεια της δουλειάς του, για παράδειγμα βλέποντας και απαντώντας στα email του και προβαίνοντας σε ανάλογες δραστηριότητες. Σε αυτή την περίπτωση, πρόκειται για «αγχωτική διαδικασία, η οποία δεν θα τον βοηθήσει να χαλαρώσει, να ηρεμήσει και να πέσουν οι ρυθμοί, κάτι που απαιτείται για να μπορέσει να αποκοιμηθεί. Άρα το θέμα είναι και το πώς χρησιμοποιεί κανείς το κινητό- όπως άλλωστε ισχύει και για οποιοδήποτε άλλο τεχνολογικό μέσο».
«Πολλοί άνθρωποι έχουν ιδιαίτερο άγχος και έγνοια, είτε για τις εργασιακές τους υποχρεώσεις, είτε για τις κοινωνικές τους συναναστροφές, οπότε χρησιμοποιούν υπερβολικά το κινητό και τον υπολογιστή τους για να ελέγχουν διαρκώς μηνύματα, email, κοινωνικά δίκτυα κλπ. Αυτό τους προκαλεί υπερένταση και υπερενασχόληση – κάτι που ενδεχομένως να παραπέμπει και σε εξάρτηση- οπότε και δεν διακόπτουν την ενασχόλησή τους για να κοιμηθούν, με αρνητικά αποτελέσματα».