Φίλιππος γὰρ ἄρχεται μὲν περὶ Ἁλοννήσου λέγων ὡς ὑμῖν δίδωσιν ἑαυτοῦ οὖσαν, ὑμᾶς δὲ οὔ φησι δικαίως αὐτὸν ἀπαιτεῖν· οὐ γὰρ ὑμετέραν οὖσαν οὔτε λαβεῖν οὔτε νῦν ἔχειν. Ἔλεγε δὲ καὶ πρὸς ἡμᾶς τοιούτους λόγους, ὅτε πρὸς αὐτὸν ἐπρεσβεύσαμεν, ὡς λῃστὰς ἀφελόμενος ταύτην τὴν νῆσον κτήσαιτο, καὶ προσήκειν αὐτὴν ἑαυτοῦ εἶναι. Τοῦτον δὲ τὸν λόγον, ὡς οὐκ ἔστι δίκαιος, οὐ χαλεπόν ἐστιν αὐτοῦ ἀφελέσθαι. Ἅπαντες γὰρ οἱ λῃσταὶ τοὺς ἀλλοτρίους τόπους καταλαμβάνοντες καὶ τούτους ἐχυροὺς ποιούμενοι, ἐντεῦθεν τοὺς ἄλλους κακῶς ποιοῦσιν. Ὁ δὴ τοὺς λῃστὰς τιμωρησάμενος καὶ κρατήσας οὐκ ἂν δήπου εἰκότα λέγοι, εἰ φαίη, ἃ ἐκεῖνοι ἀδίκως καὶ ἀλλότρια εἶχον, ταῦθ’ ἑαυτοῦ γίγνεσθαι.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
«Φίλιππος γὰρ ἄρχεται μὲν περὶ Ἁλοννήσου λέγων»: ἄρχομαι + γενική = κάνω αρχή ἄρχομαι + κατηγορηματική μετοχή = αρχίζω να, βρίσκομαι στην αρχή μιας ενέργειας «ὑμᾶς αὐτὸν ἀπαιτεῖν· (Ἁλόννησον)»: ἀπαιτῶ τινά τι = διεκδικώ από κάποιον κάτι, απαιτώ να μου επιστραφεί κάτι από κάποιον «ὡς λῃστὰς ἀφελόμενος ταύτην τὴν νῆσον κτήσαιτο»: ἀφαιροῦμαί τί τινα = αφαιρώ κάτι από κάποιον, αποστερώ, εμποδίζω «τοῦτον δὲ τὸν λόγον οὐ χαλεπόν ἐστιν αὐτοῦ ἀφελέσθαι»: ἀφαιροῦμαί τί τινος = παίρνω κάτι από κάποιον, στερώ, εμποδίζω, εδώ: αναιρώ (επιχείρημα) κακῶς ποιῶ = βλάπτω (κάποιον), λεηλατώ (κάτι) «τούτους ἐχυροὺς ποιούμενοι»: ἐχυρός, -ά, -ὸν = οχυρός, οχυρωμένος «ἃ ἐκεῖνοι ἀδίκως καὶ ἀλλότρια εἶχον»: ἀλλότριος, -α, -ον = ξένος, παράδοξος, αποξενωμένος ἀλλοτρίως = παραδόξως
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ο Φίλιππος λοιπόν κατ΄ αρχάς λέει για την Αλόννησο ότι σας τη δίνει ενώ είναι δική του, ισχυρίζεται όμως ότι εσείς δεν τη διεκδικείτε από αυτόν δίκαια. Δηλαδή (ισχυρίζεται) ότι ούτε κατέλαβε ούτε τώρα κατέχει νησί που είναι δικό σας. Έλεγε δε και σε μας, όταν πήγαμε σ΄ αυτόν ως πρέσβεις, τέτοια επιχειρήματα, ότι δηλαδή κατέκτησε αυτό το νησί αφού το αφαίρεσε από τους πειρατές, και ότι αρμόζει αυτό να είναι δικό του/ότι δικαιωματικά του ανήκει. Αυτό όμως το επιχείρημα, επειδή δεν είναι δίκαιο, δεν είναι δύσκολο να του το αναιρέσουμε/ανασκευάσουμε. Διότι όλοι οι πειρατές καταλαμβάνοντας τους ξένους τόπους και χρησιμοποιώντας τους ως οχυρά, από εκεί λεηλατούν τους άλλους. Αυτός λοιπόν που τιμωρεί τους πειρατές και τους υποτάσσει δεν θα μιλούσε βέβαια εύλογα αν ισχυριζόταν ότι γίνονται δικά του αυτά τα οποία εκείνοι κατείχαν άδικα και χωρίς να τους ανήκουν.