
Του Στράτου Τσαγκαρή
Ο θάνατος είναι το οριστικό τέλος της ζωής, η πλήρης παύση των διαδικασιών που επιτρέπουν σε έναν οργανισμό να επιβιώνει. Η αρχαία ελληνική θρησκεία τον θεοποίησε, η λαϊκή παράδοση του έδωσε διάφορες μορφές και ιδιότητες, και όλοι οι λαοί του κόσμου από τα πανάρχαια χρόνια ως σήμερα έχουν τους δικούς τους μύθους, τις δικές τους δοξασίες για τον θάνατο, το πιο συγκλονιστικό φαινόμενο της… ζωής.
Τίποτα δεν προκαλεί μεγαλύτερη λύπη, μεγαλύτερο σοκ, μεγαλύτερη οργή και μεγαλύτερο θυμό από τον θάνατο, είτε πρόκειται για αγαπημένα και οικεία πρόσωπα, είτε για ξένα και άγνωστα. Η είδηση ενός θανάτου, και μάλιστα η θέα του, είναι, άλλοτε αποκρουστική και άλλοτε μπορεί να είναι ανακουφιστική, όταν πρόκειται για μισητό πρόσωπο ή πρόσωπο που υποφέρει από κάποια ανίατη ασθένεια. Ο θάνατος είναι η ανώτερη μορφή τιμωρίας που μπορεί να επιβληθεί σε έναν άνθρωπο από ένα δικαστήριο ή έναν φορέα θεσμισμένης ή αυθαίρετης εξουσίας, αφού η παύση της ζωής του είναι οριστική και αμετάκλητη. Όταν επίσης, ο θάνατος προέρχεται για λόγους εκδίκησης, τα πάθη στους οικείους του θανόντος δυναμώνουν και εντείνονται. Ακόμη και ο θάνατος για έναν “ιερό” σκοπό, για χάρη της πατρίδας, για την τιμή και την υπόληψη, για την αξιοπρέπεια ενός ατόμου, μιας οικογένειας, μιας ομάδας, μιας θρησκείας, ενός λαού ή μιας φυλής, ενέχει το στοιχείο της θλίψης και της ματαίωσης της ζωής.
Στην αρχαία ελληνική παράδοση, ο άνθρωπος πιστεύεται ότι αποτελείται από την ένωση της άυλης ψυχής και του υλικού σώματος. Οι έννοιες της μετενσάρκωσης και της μετεμψύχωσης ήταν πολύ διαδεδομένες και αποδεκτές. Ο Όμηρος αφιερώνει μια ολόκληρη ραψωδία, τη λ της Οδύσσειας, για την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, στον σκοτεινό, θλιβερό τόπο, όπου οδηγούνται οι ανθρώπινες ψυχές, για να “ζήσουν” αιώνια μετά τον θάνατό τους. Οι ψυχές περιφέρονται εκεί ως σκιές, αναπολώντας τα όσα έζησαν στην πραγματική τους ζωή, θρηνώντας για όσα έχασαν, χωρίς να συμβιβάζονται με την αιώνια καταδίκη τους σε έναν τόπο στενάχωρο. Αργότερα, τον 6ο αιώνα π.Χ., ο Πυθαγόρας πίστευε ότι ο άνθρωπος μετά τον θάνατό του μετενσαρκώνεται σε κάποιο άλλο ζώο, άνθρωπο ή φυτό. Ακόμη και ο Πλάτωνας, ο μεγαλύτερος κατά πολλούς φιλόσοφος, πίστευε στην μετεμψύχωση, στον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα και στη μεταφορά σε τόπο, όπου γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στους δίκαιους εν ζωή και στους άδικους. Ο δυισμός του Πλάτωνα δεν υπάρχει στον Αριστοτέλη : η ψυχή και το σώμα, αποτελούν δύο διαφορετικούς τρόπους έκφρασης της ανθρώπινης ύπαρξης. Όταν χάνεται το σώμα, χάνεται και η ψυχή. Το ίδιο πίστευαν και οι επικούρειοι φιλόσοφοι, οι οποίοι προσέδιδαν υλικά χαρακτηριστικά στην ψυχή και συνεπώς μετά τον θάνατο του σώματος ερχόταν αναπόφευκτα και ο θάνατος της ψυχής και η οριστική παύση κάθε ανθρώπινης λειτουργίας. Αργότερα, τον δυισμό του Πλάτωνα τον υιοθέτησαν οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, οι οποίοι επηρέασαν πολύ τις μονοθεϊστικές θρησκείες και ιδιαίτερα τον Χριστιανισμό. Το σώμα είναι για τους Νεοπλατωνιστές το φθαρτό μέρος της ψυχής, η πηγή των αμαρτημάτων, ο τάφος της ψυχής, από τον οποίο πρέπει να αναστηθεί και να πάρει ξανά τη θέση της στην αιώνια μεταθανάτια ζωή. Η ψυχή είναι αθάνατη, σε αντίθεση με το σώμα που πεθαίνει.
Όλα αυτά βέβαια και πολλά άλλα ανά τον κόσμο και σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, αφορούν θρησκευτικές δοξασίες, που ως συνήθως, προσπαθούν να ανακουφίσουν τον ανθρώπινο πόνο από την απώλεια των οικείων τους, αλλά και τον φόβο του θανάτου του ίδιου τους του εαυτού. Οι πιστοί μιας θρησκείας είναι βέβαιοι ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής τους. Είναι το τέρμα της εγκόσμιας ζωής τους, η οποία συνεχίζεται σε έναν άλλο κόσμο, είτε επίγειο, είτε επουράνιο, ο οποίος σε κάθε περίπτωση διαθέτει τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε να συνεχιστεί η ζωή τους και μάλιστα αιώνια, χωρίς πια την ύπαρξη και τον φόβο του θανάτου. Οι πιστοί οπαδοί μιας θρησκείας είναι ανακουφισμένοι με την ιδέα ότι ο θεός τους θα τους παράσχει μετά τον θάνατο μιαν άλλη, καινούρια ζωή, χωρίς πόνο, χωρίς βάσανα και κυρίως χωρίς θάνατο.
Η σκέψη ότι μετά τη ζωή δεν ακολουθεί τίποτα είναι αδιανόητη για τους περισσότερους ανθρώπους, παρά τις προόδους της επιστήμης και την υποχώρηση της πίστης σε θεούς και υπερβατικές δυνάμεις. Ο άνθρωπος δυσκολεύεται να παραδεχτεί ότι το τέλος της ζωής του είναι οριστικό και αμετάκλητο, αρνείται να δεχτεί ότι ο θάνατος είναι η οριστική παύση κάθε δραστηριότητας, λειτουργίας, συνείδησης της πραγματικότητας, αρνείται να δεχθεί ότι δεν θα μπορεί πλέον να αντιλαμβάνεται ό,τι συμβαίνει γύρω του, να έχει αισθήσεις, να σκέφτεται και να αισθάνεται, γιατί απλώς δεν θα υπάρχει, τουλάχιστον με τη μορφή και τη μοριακή δομή που έχει ως άνθρωπος. Αρνείται να δεχτεί ότι όλος αυτός ο όγκος γνώσεων, πληροφοριών, συναισθημάτων και εμπειριών, που συσσωρεύτηκε με την πάροδο των χρόνων της ζωής του μέσα του, θα πάψει να υπάρχει, θα διαγραφεί, όπως τα δεδομένα ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η άρνηση αυτή δημιουργεί ψυχολογικές άμυνες, οι οποίες παίρνουν διάφορες μορφές και οι οποίες τις περισσότερες φορές συνδέονται με τις υποσχέσεις για τη μετά θάνατον αιώνια ζωή κάποιας θρησκείας. Άλλωστε, ο ρόλος των θρησκειών είναι αυτός : εκτός από την πρόταση για έναν ηθικό τρόπο ζωής, προσφέρουν ανακούφιση στους πιστούς τους από την προσδοκία της ματαθανάτιας αιώνιας ζωής.
Ο θάνατος όμως, είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας στη ζωή του ανθρώπου. Είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής του και ορίζει το τέλος της. Όλα εξαρτώνται και καθορίζονται από τον θάνατο, τη σκέψη του, τον φόβο και την αναμονή του. Δεν υπάρχει τίποτα στη σύντομη ζωή μας που να μην επηρεάζεται από τον θάνατο, τη σκέψη και τον φόβο του. Όλη η ζωή μας, από τη στιγμή που αποκτούμε αντίληψη και συνείδηση του είναι μας, από τη στιγμή που ο νους μας αποκτά την ικανότητα να κάνει συλλογισμούς και να αναπτύσσει λογική σκέψη, από τη στιγμή που αντιλαμβάνεται τη θέση του στον κόσμο που τον περιβάλλει, ως τη στιγμή που πεθαίνουμε, περιστρέφεται γύρω από την ιδέα του θανάτου.
Ακόμη και όταν ο άνθρωπος είναι σε πολύ μικρή ηλικία, και ο φυσικός θάνατος που όλοι εύχονται, φαντάζει μακρινός και αδιανόητος, ακόμη και τότε η ζωή του καθορίζεται από την ιδέα του θανάτου. Ας δούμε την πορεία μιας τυπικής ανθρώπινης ζωής, ανεμπόδιστης από εξωτερικούς παράγοντες, ασθένειες και πρόωρο θάνατο.
Ας εξετάσουμε ένα ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα μιας ανθρώπινης ζωής διάρκειας 80 χρόνων, όσο περίπου είναι το προσδόκιμο όριο της ζωής στον σύγχρονο Δυτικό Κόσμο. Ο μέσος άνθρωπος -αν είναι τυχερός- μεγαλώνει μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, όπου αποκτά τα πρώτα εφόδια, τη γλώσσα, τις αξίες, τις αρχές, τη θρησκεία συνήθως. Έπειτα πηγαίνει στο σχολείο με σκοπό να αποκτήσει όλα εκείνα τα εφόδια που θα του επιτρέψουν να ζήσει μια καλή ζωή. Η διάρκεια αυτής της διαδικασίας είναι μερικών δεκαετιών, συνήθως δύο περίπου. Στη συνέχεια αναζητεί μια εργασία, ώστε να διασφαλίσει τα βιοποριστικά μέσα με τον πιο άνετο, επικερδή και ποιοτικό τρόπο, όσο είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Παράλληλα, δημιουργεί ενδεχομένως οικογένεια, διευρύνει τον κοινωνικό του περίγυρο, αποκτά απογόνους, εφόσον το επιθυμεί και είναι δυνατόν, και γενικά κτίζει τη ζωή του με βάση τα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα της χώρας και της εποχής του. Και όλα αυτά τα επιδιώκει με έναν και μοναδικό σκοπό : να προλάβει να ζήσει μερικές δεκαετίες ποιοτικής ζωής, διότι από νωρίς αντιλαμβάνεται και συνειδητοποιεί ότι η ζωή του έχει ημερομηνία λήξης, ότι όλα κάποτε τελειώνουν οριστικά και αμετάκλητα και συνεπώς πρέπει να προλάβει να ζήσει όσο το δυνατόν καλύτερα και ποιοτικότερα τα χρόνια που του αναλογούν. Η σκέψη αυτή μοιάζει να είναι τρομακτική, αν αναλογιστεί κανείς πως η ζωή μας είναι πεπερασμένη, ότι όσο και αν επιδιώκουμε να την παρατείνουμε με τον υγιεινό τρόπο ζωής, με την τύχη και τη βοήθεια του θεού, δηλαδή με τις μεταφυσικές δυνάμεις στις οποίες ενδεχομένως πιστεύουμε, το τέλος κάποια στιγμή θα έρθει, ο θάνατος είναι η μοναδική απόλυτη βεβαιότητα της ζωής μας. Για τίποτε άλλο δεν είμαστε τόσο βέβαιοι, όσο ζούμε, τίποτε άλλο δεν μπορούμε να προβλέψουμε για το μέλλον μας, παρά μόνο τον θάνατό μας. Ό,τι κάνουμε, ό,τι ζούμε, ό,τι επιδιώκουμε, ό,τι επιθυμούμε, είναι γιατί ο θάνατος παραφυλάει κάπου στο βάθος του τούνελ της ζωής και θέλουμε να προλάβουμε να το ζήσουμε, να το χαρούμε, να το απολαύσουμε.
Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), έλεγε ότι ο θάνατος δεν πρέπει να μας φοβίζει, γιατί, όσο ζούμε, ο θάνατος δεν είναι εδώ και όταν πεθάνουμε, εμείς δεν μπορούμε να αισθανθούμε τον θάνατο, γιατί δεν θα είμαστε εδώ να δούμε τι θα γίνει μετέπειτα. Και πράγματι, όσο ζούμε δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τον θάνατο, γιατί δεν είναι εδώ, και για αυτό ζούμε. Παρ’ όλα αυτά, κάνουμε ό,τι μπορούμε και ό,τι περνάει από το χέρι μας, για να μην τον “συναντήσουμε”, για να μη νιώσουμε την ανάσα του, για να καθυστερήσουμε την αναπότρεπτη έλευσή του. Προσέχουμε τη διατροφή μας, γυμναζόμαστε, κάνουμε υγιεινή ζωή, δίαιτα, τζόκινγκ, περιπάτους, αθλητισμό, αποφεύγουμε το αλκοόλ, το κάπνισμα, τα ναρκωτικά και τόσα άλλα, με μοναδικό στόχο στην πραγματικότητα να κερδίσουμε λίγα χρόνια, λίγους μήνες, λίγες επιπλέον μέρες ζωής. Αγωνιζόμαστε να έχουμε μια καλή ποιότητα ζωής, χωρίς στερήσεις, χωρίς άγχος, χωρίς ασθένειες, χωρίς αναπηρίες, χωρίς στεναχώριες, για να βελτιώσουμε ή να διατηρήσουμε τη σωματική και ψυχική υγεία μας, που θα μας επιτρέψει να ζήσουμε λίγο περισσότερο, να ξεπεράσουμε ίσως το προσδόκιμο όριο της ζωής. Στο μυαλό μας, στο πίσω μέρος του μυαλού μας, είναι πάντα ο εφιάλτης του θανάτου. Αυτόν φοβόμαστε, αυτόν θέλουμε να νικήσουμε, αυτόν θέλουμε να κρατήσουμε μακριά μας.
Ο θάνατος είναι ο ρυθμιστής των σχεδίων μας, είναι ο παράγοντας που καθορίζει τα πλάνα μας για το μέλλον. Όλα όσα σχεδιάζουμε, όλα όσα ονειρευόμαστε, προσδοκούμε και ευχόμαστε να γίνουν έχουν τον χρονικό ορίζοντα που ευελπιστούμε να ζήσουμε, έχουν ως κανονιστικό πλαίσιο την άγνωστη ώρα και στιγμή του θανάτου μας. Επειγόμαστε να υλοποιήσουμε τα σχέδιά μας, για να προλάβουμε να τα δούμε να ευοδώνονται, για να προλάβουμε να νιώσουμε την πρόσκαιρη ή έστω μικρής διάρκειας ικανοποίηση ότι τελικά πραγματοποιήθηκαν. Και αν αποτύχουν, και αν όλα αποδειχθούν φρούδες ελπίδες, πάλι η απουσία του θανάτου, η σκέψη και η ελπίδα ότι αργεί ακόμη είναι που θα μας επιτρέψουν να κάνουμε καινούρια όνειρα και σχέδια ή να ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή, να κάνουμε μια νέα αρχή. Το περιθώριο που έχουμε, το περιθώριο που μας απομένει ορίζεται από το πόσο κοντά είναι ο θάνατος, είτε ο φυσικός, όσο μπορούμε βέβαια να προϋπολογίσουμε την έλευσή του, είτε ο απρόσμενος από κάποια ασθένεια ή από κάποιο τυχαίο περιστατικό.
Ο άνθρωπος είναι το μόνο θνητό ον, είναι το μόνο ον δηλαδή που έχει επίγνωση του θανάτου του. Μετράει τη ζωή του, υπολογίζει τον χρόνο της και γνωρίζει ότι κάποια στιγμή νομοτελειακά θα πεθάνει . Η θνητότητα είναι ένα από τα μοναδικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, μια τραγική ιδιότητα. Γνωρίζει ότι θα πεθάνει και κάνει ο,τι μπορεί, αγωνίζεται να αποφύγει τον θάνατο. Και όταν πια συνειδητοποιεί ότι είναι αδύνατο να τον αποφύγει, προσπαθεί να τον καθυστερήσει. Η επίγνωση της θνητότητάς του δίνει νόημα στη ζωή του. Αν δεν ανήκει μάλιστα στην εκκλησία κάποιας μονοθεϊστικής θρησκείας που υπόσχεται μεταθανάτια ζωή, συνειδητοποιεί σύντομα ότι ο χρόνος της ζωής του είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος, ότι τα γεγονότα της ζωής του δεν πρόκειται να επαναληφθούν σε κάποια άλλη ζωή και ότι αυτή που ζει είναι μοναδική και δεν υπάρχει άλλη.
Αυτή η συγκλονιστική συνειδητοποίηση θα πρέπει να του δίνει μεγάλη χαρά και να μην του προκαλεί θλίψη. Θα πρέπει να αποτελεί τον παράγοντα εκείνον που θα γεννά συνεχώς, ιδέες, κίνητρα, σχέδια, στόχους. Θα πρέπει να του δίνει τη δύναμη να κάνει κάθε μέρα ξεχωριστή και μοναδική, να μην αφήνει ούτε μια στιγμή να πηγαίνει χαμένη, εφόσον γνωρίζει και είναι βέβαιος ότι δεν θα έχει άλλη ευκαιρία να ξαναζήσει ό,τι πέρασε ή έστω δεν θα έχει απεριόριστο χρόνο να διορθώσει τα λάθη του ή να σχεδιάσει ξανά το μέλλον του. Η προοπτική του θανάτου μετατρέπει τη ζωή του σε μια μοναδική και ευφάνταστη περιπέτεια, την οποία καλείται να ζήσει χωρίς αύριο, χωρίς προσμονή για κάτι άλλο.
Ναι, αλλά η προοπτική του οριστικού τέλους της ζωής, ενδεχομένως να κάνει τον άνθρωπο σκληρό και άδικο, να μην σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνο πώς θα διαθέσει τον ορισμένο χρόνο της ζωής του για το δικό του όφελος, για τη δική του απόλαυση. Ενδεχομένως να τον κάνει έναν άκρατο ηδονιστή, έναν άκαρδο και αναίσθητο άνθρωπο, που δεν θα νοιάζεται, δεν θα έχει συναίσθηση, δεν θα διαθέτει την ελάχιστη ενσυναίσθηση, ώστε να κατανοήσει τον πόνο του συνανθρώπου του, να συνδράμει στο πρόβλημά του, να συνεισφέρει στο κοινό όφελος. Ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι ο θάνατος θα τον απαλλάξει από την τιμωρία για τα αμαρτήματα και τις αδικίες του από κάποιον θεό, ίσως τον κάνει πιο ανεξέλεγκτο, ασύδοτο και απάνθρωπο. Ο Ντοστογιέφσκι εξάλλου έλεγε : «αν δεν υπάρχει θεός, τα πάντα επιτρέπονται» («Αδελφοί Καραμαζώφ»). Την απάντηση τη δίνει ο Ιμμάνουελ Καντ : ο άνθρωπος οφείλει να αναζητήσει την ευτυχία στη ζωή του, όχι για να την κατακτήσει, αλλά για να γίνει άξιος για αυτήν.
Όλες οι απολαύσεις της ζωής είναι μετρήσιμες και πεπερασμένες. Τα ηλιοβασιλέματα, οι αναμνήσεις με αγαπημένα πρόσωπα, οι όμορφες εμπειρίες από ταξίδια, οι κοινωνικές συναναστροφές, οι επαγγελματικές ή ατομικές επιτυχίες, οι χαρές, οι νίκες, όλα όσα μας προκαλούν ψυχική ευφορία, είναι μετρήσιμα και πεπερασμένα, έχουν χρονικό ορίζοντα συγκεκριμένο, ο οποίος διακόπτεται από τον θάνατο. Συνεπώς, όλα όσα μας προσφέρουν ικανοποίηση, χαρά, ηδονή και απόλαυση, αποκτούν αξία, επειδή δεν είναι αιώνια, δεν είναι αμέτρητα και άπειρα, αλλά έχουν πέρας, το τέλος που ορίζει ο θάνατος. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο έχουν τόσο μεγάλη αξία και για αυτό νοηματοδοτούμε την παραμικρή καθημερινή ευχάριστη στιγμή και απόλαυση.
Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και ανεπανάληπτος. Ανεπανάληπτη είναι και η ζωή που προηγείται του θανάτου. Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία επιστροφής από τον θάνατο, με εξαίρεση μια πριν από… δύο χιλιάδες περίπου χρόνια. Δεν υπάρχει καμία άλλη καταγεγραμμένη και αποδεδειγμένη εμπειρία θανάτου. Το ζήτημα συνεπώς, δεν είναι τί θα κάνουμε με τον θάνατο, αλλά τι θα κάνουμε με τη ζωή ως τον θάνατο…
Καλοκαίρι 2024 [Τελευταία αναθεώρηση : Τρίτη 15 Απριλίου 2024]