του Στράτου Τσαγκαρή
Οι νεοέλληνες γαλουχήθηκαν μετά τη μεταπολίτευση, το 1974, με έναν ιδιότυπο ατομικισμό. Η επιφανειακή, όπως αποδείχτηκε, ευημερία των προηγούμενων δεκαετιών οδήγησε αυτόν τον ατομικισμό σε δυσθεώρητα ύψη με οδυνηρά αποτελέσματα για το σύνολο της κοινωνίας. Το βάρος έπεσε σε έναν αγώνα δρόμου για την απόκτηση υλικών αγαθών που θα έδιναν σε όποιον τα αποκτούσε, όχι μόνο την αίσθηση μιας υλικής υπεροχής, αλλά θα άμβλυνε παράλληλα και το αίσθημα της μειονεξίας που είχε συνδεθεί με την υλική ευημερία τα προηγούμενα χρόνια και είχε γίνει πρότυπο ευτυχίας από τα ιδιωτικά κυρίως έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ένα ολόκληρο σύστημα αξιών υιοθετήθηκε με σκοπό να επιβληθεί στη νεοελληνική κοινωνία ως το μοναδικό που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επίπλαστη ευημερία της.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο αστικός τρόπος ζωής επέβαλε την ανάκτηση ξεχασμένων ελευθεριών, που θεωρητικά μόνον υπήρχαν, αλλά ουδέποτε ως τότε δεν είχαν εφαρμοστεί και τον επαναπροσδιορισμό των στόχων που έθετε η κοινωνία στο σύνολό της. Κατά τη δεκαετία του 1980 οι πολιτικές ελευθερίες που δόθηκαν και σήμερα θεωρούνται περίπου αυτονόητες, οι αγώνες που έγιναν για την ισότητα των δυο φύλων, η κατακόρυφη αύξηση των εισοδημάτων, η γιγάντωση του κοινωνικού κράτους- πρόνοιας και αρκετές άλλες μεταρρυθμίσεις προοιωνίζονταν τη δημιουργία μιας «καλομαθημένης» γενιάς που χωρίς κόπο αποκτούσε περίπου όσα της διαβεβαίωναν οι λαϊκιστές πολιτικοί και οι πατερναλιστές ότι δικαιούνταν. Ο «φόβος του αστυφύλακα» που υπήρχε τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες εξαλείφθηκε, ενώ την ίδια στιγμή οι πελατειακές σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε πολίτες και πολιτικούς αντικατέστησαν το φόβο από ένα αίσθημα ασυδοσίας και υπεροχής, που εξέθρεψε μια αλαζονική συμπεριφορά και έναν υπερτροφικό ατομικισμό.
Πολλοί έσπευσαν να υποστηρίξουν τότε πως αυτή ήταν μια αναγκαία μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας, γιατί για πρώτη φορά οι Έλληνες ένιωθαν πραγματικά ελεύθεροι να εκφραστούν και να ασκήσουν έλεγχο στην εξουσία χωρίς φόβο, να διεκδικήσουν τα πολιτικά και επαγγελματικά δικαιώματά τους, χωρίς το φόβο των αντιποίνων, είτε από μέρους της εξουσίας, είτε από μέρους των εργοδοτών τους, να αποκτήσουν ένα ικανοποιητικό εισόδημα που τους επέτρεπε να έχουν ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο και να αισθανθούν για πρώτη φορά ότι είναι κυρίαρχοι στη χώρα τους και ανεξάρτητοι από μεγάλες δυνάμεις, που ως τότε καθόριζαν το παρόν και το μέλλον τους. Όλα αυτά όμως, γίνονταν μέσα από τις πελατειακές σχέσεις, τα ρουσφέτια των πολιτικών, το διεφθαρμένο πολιτικό και διοικητικό προσωπικό, που ικανοποιούσε ένα μέρος των λαϊκών αιτημάτων και ταυτόχρονα το ίδιο απολάμβανε πολύ περισσότερα υλικά προνόμια και αποκτούσε ηθικές βάσεις στην κοινωνία. Η οικονομία της χώρας παρουσίαζε μια επιφανειακή άνθηση, που οφειλόταν κυρίως στα ευρωπαϊκά δάνεια. Τα σκυλάδικα και τα στριπτιζάδικα έγιναν οι σύγχρονοι ναοί επίδειξης ενός χυδαίου νεοπλουτισμού. Στους δρόμους των επαρχιακών πόλεων κυκλοφορούσαν υπερπολυτελή αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού από αγρότες που δεν είχαν ούτε ένα στρέμμα από καλλιεργημένο χωράφι και από κτηνοτρόφους που δεν είχαν ούτε μια κατσίκα. Ο λαϊκισμός που καλλιεργούσαν τα ΜΜΕ, σε αγαστή συνεργασία με την πολιτική ηγεσία, δημιουργούσαν την αίσθηση στον απλό πολίτη ότι όλα έβαιναν καλώς και ο ίδιος είχε επιτέλους πάρει τη θέση που του άξιζε στην ιστορία. Τα πανάκριβα και χλιδάτα τηλεοπτικά σόου αντικαθρέφτιζαν μια κοινωνία που ήταν φτιασιδωμένη, για να κρύψει την κενότητα και την πνευματική φτώχεια της.
Αυτή η αμοιβαία σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στον πολίτη και στον πολιτευτή συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες. Με την κάλυψη του ταγών της εξουσίας, αλλά και των τοπικών αρχόντων στη μικροκλίμακα των δήμων και των κοινοτήτων, ο «ευυπόληπτος» κατά τ’ άλλα πολίτης, μπορούσε ανενόχλητος να φοροδιαφεύγει, να κτίζει το σπίτι ή το εξοχικό του καταπατώντας δημόσιες ή δασικές εκτάσεις γης, να εξασφαλίζει την παραγραφή των χρεών του, να διορίζει τον ίδιο και τα παιδιά του σε δημόσιες υπηρεσίες και δημόσιους οργανισμούς, να έχει υψηλότατες απολαβές και να μπορεί να βγαίνει στη σύνταξη από τα πενήντα του χρόνια, παρόλο που δεν ασκούσε ένα βαρύ και ανθυγιεινό επάγγελμα, να δωροδοκεί πολιτικούς, υπαλλήλους, δικηγόρους, γιατρούς και γενικά όποιον θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του ατιμώρητος και με την κάλυψη του «γνωστού» και «φίλου» που γνώριζε έναν «υψηλά ιστάμενο» στο κόμμα ή στην κυβέρνηση ή έστω στο δημοτικό συμβούλιο και στη δημοτική αρχή.
Το ιδεολόγημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 έγινε εφάμιλλο του ιδεολογήματος της «Μεγάλης Ιδέας» των αρχών του 20ου αιώνα. Ένας ολόκληρο έθνος αφοσιώθηκε στην επιτυχία των αγώνων, αν και γνώριζε καλά το μεγαλύτερο ποσοστό του ότι οι αγώνες ήταν ιδιαιτέρως κοστοβόροι και θα δημιουργούσαν ένα δυσβάσταχτο χρέος για τις επόμενες γενιές. Ωστόσο, ήταν τέτοια η προβολή του γεγονότος από τα ΜΜΕ που ήταν στην πραγματικότητα η βιτρίνα των εργολάβων που ανέλαβαν κυρίως την κατασκευή των πολυδάπανων εγκαταστάσεων, ήταν τέτοια τα πολιτικά συμφέροντα των κομμάτων για την ισχυροποίηση της εξουσίας τους, ώστε ήταν αδύνατον να ειπωθεί η αλήθεια και να αναδειχθεί η πραγματική παγίδα, στην οποία έπεσε ένας ολόκληρος λαός. «Μεθυσμένοι» οι περισσότεροι από την εθνική υπερηφάνεια που κατέκλυζε τους λόγους των πολιτικών και τις εκπομπές των τηλεοπτικών σταθμών και «ζαλισμένοι» από τη μικροαστική στα όρια του αρχοντοχωριατισμού επιδειξιμανία, δεν μπορούσαν να διακρίνουν τον όλεθρο που ερχόταν. Για ένα διάστημα οι Έλληνες ένιωθαν ότι όλος ο κόσμος είχε στραμμένα τα μάτια του πάνω τους, όχι για τα επιτεύγματα του πολιτισμού τους, αλλά για τη διοργάνωση αγώνων που βασικό στόχο είχαν τον πλουτισμό εργολάβων και τραπεζιτών και την προβολή και διαφήμιση πολιτικών και παρατρεχάμενων.
Κι ενώ θα περίμενε κανείς όλο αυτό το κλίμα ευφορίας και εθνικής υπερηφάνειας να τονώσει και τελικά να εδραιώσει τη συλλογική συνείδηση του ελληνικού λαού και να εδραιώσει την αυτοπεποίθησή του προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής οικονομικής και πολιτισμικής προόδου, απεναντίας ο ατομικισμός εξαπλώθηκε σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας κι έγινε ο κανόνας. Το παράδοξο αυτό φαινόμενο έχει βέβαια, τις εξηγήσεις του και δεν είναι άλλες από τις παθογένειες των πρώτων δεκαετιών της μεταπολίτευσης, που όχι μόνο δεν περιορίστηκαν, αλλά αντιθέτως δημιούργησαν ένα αίσθημα υπεροχής, μια φιλαυτία και ένα καθεστώς ασυδοσίας, ατιμωρησίας και χυδαίας επίδειξης πλουτισμού, που όμοιό του δεν είχε γνωρίσει η ελληνική κοινωνία. Το χρηματιστήριο εξάλλου, έδινε την πεποίθηση στην πλειονότητα των Ελλήνων ότι μπορούσαν να ανταγωνιστούν τον… Τζορτζ Σόρος. Το πελατειακό κράτος όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά σχεδόν νομιμοποιήθηκε στις συνειδήσεις των περισσοτέρων και η βεβαιότητα ότι οι εποχές των παχιών αγελάδων θα συνεχιστούν επ’ άπειρον διατυπωνόταν με άμεσο και έμμεσο τρόπο, τόσο από πολιτικούς ηγέτες, όσο και από Μ.Μ.Ε που απέκρυπταν επιμελώς την επικείμενη κρίση που ερχόταν καλπάζοντας. Το ρουσφέτι, η φοροδιαφυγή και η παρανομία ανθούσαν με την ανοχή της εξουσίας και την απουσία της δικαιοσύνης. Ο σπόρος του λαϊκισμού είχε αποδώσει καρπούς. Η παιδεία, η αισθητική και η γενικότερη κουλτούρα υποβαθμίζονταν και η γαλούχηση μιας ολόκληρης γενιάς με το «ελληνικό όνειρο», που σήμαινε σπίτι, αυτοκίνητο, εξοχικό- (έστω και αυθαίρετο), μπουζούκια, διακοπές και πιστωτικές κάρτες χωρίς πιστοληπτικό όριο, έβρισκε επιτέλους την έκφρασή της με την αμέριστη συμβολή της πολιτικής εξουσίας, που απολάμβανε τα οφέλη από την αποχαύνωση ενός ολόκληρου λαού, που είχε μάθει να ζει με την ελάσσονα προσπάθεια, τα ρουσφέτια και τις… διευκολύνσεις. Ένας λαός απαίδευτος, ακαλλιέργητος, επαναπαυμένος στις δάφνες της ευδαιμονίας που του προσέφεραν όσοι με τα δάνεια και την παροχή προνομίων στην πραγματικότητα τον δέσμευαν για τα επόμενα πολλά χρόνια.
Οι αδύναμες φωνές των λίγων που προσπαθούσαν να αφυπνίσουν μια κοιμώμενη κοινωνία από τον ύπνο του δικαίου, σκεπάζονταν από την προπαγάνδα της υλικής ευδαιμονίας που δημιουργούσε παράλληλα την υπεροψία ότι είχαμε καταφέρει να πετύχουμε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο που θα διαρκούσε για πάντα. Οι πνευματικοί ηγέτες που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου λοιδορούνταν, χαρακτηρίζονταν «ύποπτοι» και υστερόβουλοι και κατηγορούνταν ότι έπασχαν από συμπλέγματα κατωτερότητας. Και όσοι κατάφερναν προς στιγμή να ακουστούν, αποκτούσαν λίγους υποστηρικτές και κάποια στιγμή αποσύρονταν ξεχασμένοι και απογοητευμένοι.
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε στις αρχές του 2009 δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Τα σύννεφα της κρίσης είχαν αρχίσει να μαζεύονται αρκετά χρόνια πριν, αλλά ουδείς έδινε επαρκή σημασία. Ήταν φυσικό επακόλουθο λοιπόν, οι περισσότεροι να βρεθούν ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν τη βιαιότητα, με την οποία υποχώρησε το βιοτικό τους επίπεδο. Ο ατομικισμός που είχε καλλιεργηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες όχι μόνο δεν υποχώρησε, αλλά εξαχρείωσε τους ανθρώπους και τους έκλεισε ακόμη περισσότερο στον εαυτό τους. Άνθρωποι που έχασαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τις περιουσίες τους, που έχασαν τις δουλειές τους, που κλήθηκαν να ζήσουν μια λιτή ζωή, ενώ είχαν μάθει στην πολυτέλεια, άνθρωποι που πέρασαν στη μακροχρόνια ανεργία και από νεόπλουτοι έγιναν νεόπτωχοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν εκτός από την ανέχεια και τις υλικές στερήσεις και το ψυχολογικό βάρος της προσωπικής αποτυχίας και της απαξίωσης από τους άλλους. Κοντά σ’ αυτούς κι εκείνοι που ζούσαν με αξιοπρέπεια τα προηγούμενα χρόνια και διατηρούσαν τις μικρές επιχειρήσεις τους αποδίδοντας τους φόρους τους, οι συνταξιούχοι και οι μισθωτοί που έβλεπαν τη ραγδαία μείωση των εισοδημάτων τους και τη σταδιακή φτωχοποίησή τους.
Και μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό των δραματικών και επίπονων αλλαγών πολιτικοί διακήρυτταν ότι «μαζί τα φάγαμε» και έπρεπε τώρα να πληρώσουμε το τίμημα της αλαζονείας και του ευδαιμονισμού μας και ότι «φταίγαμε κι εμείς που τους πιστεύαμε και τους ψηφίζαμε» και ότι «τώρα πια πρέπει να μάθουμε να ζούμε λιτά και συνετά» ή ότι «το πάρτι τελείωσε». Από κοντά και τα κυρίαρχα Μ.Μ.Ε. που καθημερινά από τα δελτία ειδήσεων με τους δημοσιογράφους- μισθοφόρους στην υπηρεσία της μαύρης προπαγάνδας προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι το φταίξιμο για την οικονομική κρίση ήταν η ευμάρεια των απλών ανθρώπων και όχι το σάπιο πολιτικό σύστημα που με τα ρουσφέτια, τις πελατειακές σχέσεις και την ανοχή της παρανομίας «χάιδευε» τους απλούς πολίτες και τους χάριζε μια επιφανειακή ευημερία με ημερομηνία λήξης.
Έτσι λοιπόν, σήμερα που η απόκτηση συλλογικής συνείδησης για την αναχαίτιση των προβλημάτων που γεννά η οικονομική κρίση είναι μάλλον επιβεβλημένη, σήμερα που απαιτείται μια επανεκκίνηση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά κυρίως μιας κουλτούρας συνεννόησης, αλληλεγγύης και συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα, ο ατομικισμός που καλλιεργήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες αποτελεί το μεγαλύτερο ανάχωμα. Και αν δεν ξεπεράσουμε το ψυχολογικό πρόβλημα που δημιουργεί η αποδοχή ότι ο ατομικισμός λειτουργεί παρελκυστικά και διογκώνει την κρίση, θα αργήσουμε πολύ να την υπερβούμε, παρόλο που είναι πλέον επιβεβλημένο.
25/9-26/9/2015