Η πνιγηρή μελαγχολία του Χαρούκι Μουρακάμι σε κατακλύζει από τις πρώτες σελίδες. Η χαλαρή αφήγηση σε παρασύρει και, χωρίς να το καταλάβεις, βρίσκεσαι βουτηγμένος σε έναν κόσμο λυτρωτικής ραστώνης. Ένα μνημειώδες έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα λογοτεχνικό ταξίδι χωρίς επιστροφή : ένα από τα βιβλία εκείνα που αλλάζουν διά παντός τους όρους της αναγνωστικής απόλαυσης.
Το κορυφαίο έργο του μεγάλου ιάπωνα συγγραφέα Χαρούκι Μουρακάμι, το βιβλίο- σταθμός της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Παραθέτουμε ένα συγκλονιστικό απόσπασμα :
Χαρούκι Μουρακάμι, «Το κουρδιστό πουλί», Εκδόσεις Ωκεανίδα, σελ 225 κ.ε.
“Κρατώντας το μαχαίρι του, ο Μογγόλος αξιωματικός που έμοιαζε κάπως με αρκούδα κοίταξε τον Γιαμαμότο και χαμογέλασε σαρδόνια. Μέχρι σήμερα θυμάμαι αυτό το χαμόγελο. Το βλέπω στα όνειρα μου. Δεν έχω καταφέρει ακόμα να το ξεχάσω, Και τη στιγμή που χαμογέλασε, άρχισε να δουλεύει. Οι άντρες του κρατούσαν καθηλωμένο τον Γιαμαμότο με τα χέρια τους και τα γόνατά τους την ώρα που εκείνος άρχισε να τον γδέρνει με αξιοθαύμαστη προσοχή. Πραγματικά ήταν σαν να καθάριζε γιαρμά. Δεν μπορούσα ν’ αντέξω το θέαμα. Έκλεισα τα μάτια μου. Μόλις το έκανα αυτό, ένας απ’ τους στρατιώτες άρχισε να με χτυπάει με τον υποκόπανο του όπλου του και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν τα ξανάνοιξα. Δεν είχε όμως καμιά σημασία: με τα μάτια ανοιχτά ή κλειστά, συνέχιζα ν’ ακούω τη φωνή του Γιαμαμότο. Στην αρχή άντεξε τον πόνο χωρίς να βγάλει κιχ. Σύντομα όμως άρχισε να ουρλιάζει. Ποτέ πριν δεν είχα ξανακούσει τέτοια ουρλιαχτά: έμοιαζαν φερμένα από άλλο κόσμο. Ο Μογγόλος άρχισε ανοίγοντας τον ώμο του Γιαμαμότο και συνέχισε ξηλώνοντας το δέρμα τού δεξιού του χεριού από πάνω προς τα κάτω αργά, προσεκτικά, σχεδόν ερωτικά. Όπως είχε πει ο Ρώσος αξιωματικός, ήταν κάτι σαν έργο τέχνης. Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι το θύμα πονούσε αν δεν άκουγε τις κραυγές. Κραυγές που μαρτυρούσαν τη φρίκη του πόνου που συνόδευε το μαρτύριο.
Πριν περάσει πολλή ώρα, ολόκληρο το δέρμα του δεξιού χεριού του Γιαμαμότο είχε βγει σαν ένα ενιαίο λεπτό φύλλο. Ο γδάρτης το έδωσε στον άντρα που στεκόταν δίπλα του κι εκείνος το άνοιξε με τα δάχτυλά του και το ‘δωσε στους υπόλοιπους να το κοιτάξουν και να το θαυμάσουν. Στο μεταξύ το αίμα έσταζε ακόμη απ’ το δέρμα. Ύστερα ο αξιωματικός έπιασε το αριστερό χέρι του Γιαμαμότο, επαναλαμβάνοντας την ίδια διαδικασία. Μετά απ’ αυτό έγδαρε και τα δύο πόδια, έκοψε το πέος και τους όρχεις και αφαίρεσε τ’ αυτιά. Ύστερα έγδαρε το κεφάλι και το πρόσωπο κι όλα τα υπόλοιπα, Ο Γιαμαμότο λιποθύμησε, συνήλθε και ξαναλιποθύμησε. Οι κραυγές σταματούσαν κάθε φορά που λιποθυμούσε και συνέχιζαν κάθε φορά που συνερχόταν. Όμως η φωνή του σιγά-σιγά αδυνάτισε, ώσπου τελικά χάθηκε εντελώς. Όλη αυτή την ώρα ο Ρώσος αξιωματικός σχεδίαζε τυχαία σχήματα στο έδαφος με τη φτέρνα του παπουτσιού του. Οι Μογγόλοι στρατιώτες παρακολουθούσαν τη διαδικασία σιωπηλοί Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα και δεν μαρτυρούσαν ούτε αηδία ούτε ενθουσιασμό ούτε σοκ. Παρακολουθούσαν το δέρμα του Γιαμαμότο ν’ αφαιρείται κομμάτι-κομμάτι με το ίδιο ύφος που θα είχαμε εμείς αν είχαμε βγει βολτούλα στην πόλη κι είχαμε σταματήσει να θαυμάσουμε ένα ωραίο κτίριο.
Στο μεταξύ εγώ άρχισα να κάνω εμετό ακατάσχετα. Ξανά και ξανά. Όταν πια δεν είχα τίποτ’ άλλο να βγάλω, συνέχισα να κάνω εμετό. Επιτέλους ο αρκουδόμορφος Μογγόλος αξιωματικός κράτησε ψηλά σαν τρόπαιο το δέρμα του κορμού του Γιαμαμότο, το οποίο είχε αφαιρέσει με απίστευτη δεξιοτεχνία. Ακόμα και οι ρώγες ήταν ανέπαφες. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχω δει κάτι τόσο τρομακτικό. Κάποιος πήρε το δέρμα απ’ τα χέρια του και το άπλωσε να στεγνώσει όπως στεγνώνουν τα σεντόνια. Αυτό που έμεινε στο έδαφος ήταν το πτώμα του Γιαμαμότο, ένας ματωμένος σάρκινος όγκος απ’ τον οποίο είχε αφαιρεθεί κάθε ίχνος δέρματος. Το πιο επώδυνο θέαμα ήταν το πρόσωπο. Δυο μεγάλα, λευκά κι ολοστρόγγυλα μάτια κοιτούσαν μέσ’ απ’ την κόκκινη σάρκινη μάζα. Τα δόντια γυμνά, το στόμα διάπλατα ανοιχτό σαν να ‘θελε να κραυγάσει. Δυο μικρές τρυπούλες ήταν ό,τι απέμεινε απ’ αυτό που ήταν κάποτε μύτη. Το έδαφος ήταν μια θάλασσα από αίμα.
Ο Ρώσος αξιωματικός έφτυσε στο έδαφος και με κοίταξε. Ύστερα πήρ’ ένα μαντίλι απ’ την τσέπη του και σκούπισε το στόμα του. «Ο τύπος πραγματικά δεν ήξερε τίποτα, έτσι;» είπε βάζοντας το μαντίλι πίσω στη θέση του. Η φωνή του ακουγόταν μάλλον mo επίπεδη απ’ ό,τι πριν. «Αν ήξερε, θα είχε μιλήσει. Κρίμα. Εν πάση περιπτώσει όμως, ήταν επαγγελματίας. Τι να κάνουμε, έτσι είν’ αυτά τα πράγματα. Και αν αυτός δεν ήξερε τίποτα, δεν υπάρχει περίπτωση να ξέρεις εσύ κάτι».
Έβαλ’ ένα τσιγάρο στα χείλη του κι άναψε ένα σπίρτο. «Πράγμα που σημαίνει ότι δεν σε χρειαζόμαστε άλλο. Δεν αξίζει τον κόπο να σε βασανίσουμε για πληροφορίες. Δεν αξίζει τον κόπο να σε κρατήσουμε ζωντανό σαν αιχμάλωτο. Θέλουμε να τελειώνουμε μ’ αυτή την υπόθεση με όσο το δυνατό μεγαλύτερη μυστικότητα, θα είχαμε προβλήματα αν σε παίρναμε μαζί μας στο Ουλάν Μπατόρ. Το καλύτερο φυσικά θα ήταν να σου φυτέψουμε μια σφαίρα στο μυαλό εδώ και τώρα, να σε θάψουμε ή να σε κάψουμε και να πετάξουμε τις στάχτες σου στον Χάλχα. Αυτό θα ήταν ένα απλό τέλος στην υπόθεση. Δεν συμφωνείς;» Κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό μου. Συνέχισα να προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα. «Δεν καταλαβαίνεις ρωσικά, υποθέτω. Μάταιος κόπος να στα λέω όλα αυτά. Τέλος πάντων όμως. Πες ότι μιλάω στον εαυτό μου. Γι1 αυτό δώσε βάση. Σε τελευταία ανάλυση, τα νέα είναι καλά για σένα. Αποφάσισα να μη σε σκοτώσω. Θεώρησέ το σαν μια πράξη εξιλέωσης για τον αδόκητο χαμό του φίλου σου. Σήμερα το πρωί μπουχτίσαμε όλοι από θάνατο. Μια φορά την ημέρα και πολύ είναι. Γι’ αυτό δεν θα σε σκοτώσω. Γι’ αυτό θα σου δώσω την ευκαιρία να ζήσεις. Αν όλα πάνε καλά, μπορεί και να βγεις ζωντανός απ’ αυτή την περιπέτεια. Ο πιθανότητες να συμβεί αυτό δεν είναι και πάρα πολλές, φυσικά. Μάλλον ανύπαρκτες, θα έλεγα. Όμως η ευκαιρία είναι ευκαιρία. Είναι τουλάχιστον πολύ καλύτερο απ’ το να σε γδέρνουν ζωντανό. Δεν συμφωνείς;»
Σήκωσε το χέρι του και φώναξε τον Μογγόλο αξιωματικό. Εκείνος είχε μόλις τελειώσει το ακόνισμα του μαχαιριού του και το έπλενε με νερό από ένα παγούρι. Οι στρατιώτες είχαν απλώσει τα κομμάτια απ’ το δέρμα του Γιαμαμότο και στέκονταν δίπλα συζητώντας κάτι. Έμοιαζαν ν’ ανταλλάσσουν απόψεις για τις λεπτομέρειες της τεχνικής του γδάρτη. Ο Μογγόλος αξιωματικός έβαλε το μαχαίρι στη θήκη του και τη θήκη στην τσέπη της χλαίνης του πριν μας πλησιάσει. Με κοίταξε για μια στιγμή κατάματα κι ύστερα γύρισε στο συνάδελφο του αξιωματικό. Ο Ρώσος πρόφερε μερικές κοφτές μογγολικές φράσεις και ο άλλος, εντελώς ανέκφραστος, κούνησε το κεφάλι. Ένας στρατιώτης τούς έφερε δύο άλογα.
«Τώρα θα γυρίσουμε στο Ουλάν Μπατόρ», είπε ο Ρώσος σ’ εμένα. «Δεν μου αρέσει να γυρνάω με άδεια χέρια, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου. Ελπίζω μέχρι το δείπνο να μου έχει ξανάρθει η όρεξη, αλλά μάλλον αμφιβάλλω».
Ανέβηκαν στ’ άλογά τους κι έφυγαν. Το αεροπλάνο απογειώθηκε, έγινε μια κουκκιδίτσα στο δυτικό ουρανό κι ύστερα εξαφανίστηκε εντελώς, αφήνοντάς με μόνο με τους Μογγόλους στρατιώτες και τ’ άλογά τους.
Μ’ έβαλαν σ’ ένα άλογο και μ’ έδεσαν στη σέλα. Ύστερα, σε σχηματισμό, αρχίσαμε να βαδίζουμε βόρεια. Ο στρατιώτης μπροστά μου άρχισε να τραγουδάει μια μονότονη μελωδία με φωνή υπόκωφη. Εκτός απ’ αυτόν, το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ξερός ήχος απ’ τις οπλές των αλόγων που έσκαβαν την άμμο. Δεν είχα ιδέα πού με πήγαιναν ή τι σκόπευαν να μου κάνουν. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι γι’ αυτούς ήμουν ένα περιττό ον χωρίς καμιά αξία. Ξανά και ξανά επαναλάμβανα στον εαυτό μου τα λόγια που είχε πει ο Ρώσος αξιωματικός. Είχε πει ότι δεν θα με σκότωναν. Δεν θα με σκότωναν, αλλά οι πιθανότητες να επιζήσω ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Τι μπορούσε να σημαίνει αυτό; Ήταν πολύ αόριστο για να μπορώ να το καταλάβω με οποιονδήποτε συγκεκριμένο τρόπο. Ίσως ήθελαν να με χρησιμοποιήσουν σε κάποιο απ’ τα φριχτά τους παιχνίδια. Δεν θα με ξαπόστελναν εύκολα, γιατί σχεδίαζαν ν’ απολαύσουν την τρομακτική τους έμπνευση με το πάσο τους.
Τουλάχιστον όμως δεν με είχαν σκοτώσει. Τουλάχιστον δεν με είχανε γδάρει ζωντανό όπως τον Γιαμαμότο. Μπορεί να μην κατάφερνα να γλιτώσω το θάνατο στο τέλος, αλλά όχι τέτοιο θάνατο. Προς το παρόν ήμουν ζωντανός* ανέπνεα ακόμα. Κι αν αυτό που είχε πει ο Ρώσος αξιωματικός ήταν αλήθεια, δεν θα με σκότωναν αμέσως. Όσο περισσότερος χρόνος παρεμβαλλόταν ανάμεσα σ’ εμένα και στο θάνατο, τόσο περισσότερες πιθανότητες είχα να επιβιώσω. Μπορεί βέβαια οι πιθανότητες να ήταν ελάχιστες, δεν μπορούσα όμως παρά να πιαστώ απ’ αυτές”.