• 21 Δεκεμβρίου 2024

Stratilio

Απόψεις / Σημειώσεις / Δοκίμια

LUDWIG WITTGENSTEIN : ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

  • Home
  • LUDWIG WITTGENSTEIN : ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

1. Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

Η ύστερη περίοδος της φιλοσοφίας του Βιτγκενστάιν αρχίζει γύρω στα 1930 και ολοκληρώνεται με τις Φιλοσοφικές Έρευνες (1951) που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του. Οι Φιλοσοφικές Έρευνες σηματοδοτούν μία αλλαγή παραδείγματος στην αναλυτική φιλοσοφία της γλώσσας, αν και εμμένει στη θέση του Τρακτάτους ότι η φιλοσοφία είναι κριτική της γλώσσας. Ωστόσο, η κριτική αυτή έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα στην πρώην συγκεκριμένα φάση της φιλοσοφίας του. Η κριτική έχει τη μορφή της λογικής ανάλυσης που στοχεύει μέσα από την ανάδειξη της ζωικής μορφής της γλώσσας στην οριοθέτηση του ρητού από το άρρητο, στον προσδιορισμό δηλαδή των ορίων της γλώσσας, πέρα από την οποία η γλώσσα παύει να έχει νόημα.

Ο ύστερος Βιτγκενστάιν προσφεύγει σε μιαν άλλη μορφή γλωσσανάλυσης, της οποίας οι βασικές  κατηγορίες όπως θα δούμε είναι η έννοια της γλωσσικής χρήσης και η έννοια της μορφής ζωής.

Κατά το Τρακτάτους ο κόσμος έχει μία σταθερή δομή που η γλώσσα καλείται να περιγράψει. Η θεωρία του νοήματος έχει εδώ μία οντολογική βάση, προϋποθέτει την ύπαρξη ανεξάρτητων από τη γλώσσα απλών αντικειμένων, που προσδίδουν νόημα στα γλωσσικά σημεία.  Ο Βιτγκενστάιν αναγνωρίζει τώρα ότι δεν υπάρχει μία σταθερή δομή του κόσμου και μία μοναδική ανάλυση της δομής αυτής.  Η ιδέα ότι υπάρχουν καταστάσεις πραγμάτων ανεξάρτητες από τη γλώσσα είναι μεταφυσικό πλάσμα. Όσοι τρόποι περιγραφής του κόσμου υπάρχουν,  άλλοι τόσοι είναι οι τρόποι ανάλυσης του σε επιμέρους καταστάσεις πραγμάτων.  Το αίτημα της ιδέας της γλώσσας, που θα έπρεπε να απεικονίζει τη δομή της πραγματικότητας χάνει από τη σκοπιά αυτή το νόημα του. Είναι πλάνη να νομίζουμε ότι οι ιδεατές τεχνητές γλώσσες είναι τελειότερες από την κοινή γλώσσα. Το έργο της φιλοσοφίας δεν είναι να κατασκευάσει μία καινούργια ιδεώδη γλώσσα, αλλά να διασαφηνίσει τη χρήση της δικής μας, της υφιστάμενης γλώσσας.

            Μιλάμε για το φαινόμενο της γλώσσας στον χώρο και στο χρόνο, όχι για ένα ανύπαρκτο κατασκεύασμα έξω από το χώρο και το χρόνο. Το ερώτημα τί είναι στην πραγματικότητα μία λέξη, είναι ανάλογο με το ερώτημα τι είναι ένα πιόνι.

            Η φιλοσοφία γίνεται τώρα γραμματική έρευνα.  Η έννοια της γραμματικής έρευνας είναι κεντρική στο ύστερο έργο του Βιτγκενστάιν και αποτελεί κλειδί για την κατανόηση του. Ο Βιτγκενστάιν επισημαίνει ότι είναι δύσκολο να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα, γιατί μας εμποδίζουν οι προκαταλήψεις μας.  Θα έπρεπε αντί να κατασκευάζουμε θεωρίες, να περιγράφουμε πρακτικές γλωσσικής χρήσης. Δεν μπορεί κανείς να μαντέψει πώς λειτουργεί μία λέξη:  πρέπει να κοιτάξει τη χρήση της και από αυτή να μάθει. 

Ωστόσο, εμμένει στην αρχική θέση του Τρακτάτους, ότι δηλαδή δεν μπορούμε να υπερβούμε τα όρια της γλώσσας μέσω της γλώσσας. Στο Τρακτάτους η λογική πρέπει να φροντίσει η ίδια για τον εαυτό της, στην ύστερη φιλοσοφία η γλώσσα πρέπει να μιλήσει η ίδια για τον εαυτό της. Στο Τρακτάτους η λογική είναι πριν από την εμπειρία. Η γραμματική αναλαμβάνει τώρα το έργο της διαμεσολάβησης ανάμεσα στη γλώσσα και στην πραγματικότητα. Η γραμματική είναι όπως τα δίοπτρα που δεν μπορούμε να βγάλουμε. Η γραμματική δεν ορίζει μόνο πώς πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι γλωσσικές εκφράσεις, ορίζει και τον τρόπο που μιλούμε για την πραγματικότητα .Πρόκειται για μία γραμματική του γλωσσικού νοήματος.

            Ο τρόπος που διατυπώνουμε τα ερωτήματα μας οδηγεί σε εσφαλμένη κατεύθυνση. Αναζητούμε εξηγήσεις εκεί που δεν υπάρχουν εξηγήσεις και αυτό είναι που μας μπερδεύει : είναι σαν να έπρεπε να επισκευάσουμε με τα δάχτυλά μας έναν ξεφτισμένο ιστό αράχνης, και αντί για εξηγήσεις, να ζητούμε την περιγραφή.

            Επιδίωξη της φιλοσοφίας είναι η σαφήνεια μέσω της περιγραφής της γλωσσικής χρήσης ή καλύτερα της γραμματικής της γλωσσικής χρήσης. Ο  Βιτγκενστάιν δεν αναγγέλλει το τέλος της φιλοσοφίας. Απλώς θέλει να βάλει τέλος στις παρανοήσεις της γλώσσας, από τις οποίες πηγάζουν τα φιλοσοφικά προβλήματα. Αποτέλεσμα της φιλοσοφίας είναι το ξεσκέπασμα της νέας ή της άλλης καθαρής α-νοησίας. Τα φιλοσοφικά προβλήματα δημιουργούνται από μας τους ίδιους, αν και όχι συνειδητά. Είναι δημιουργήματα της μυωπίας μας. Για να λύσει κανείς τα προβλήματα αυτά, πρέπει να οδηγήσει τις λέξεις πίσω από τη μεταφυσική, στην καθημερινή τους χρήση. Για το λόγο αυτό, κεντρικό ρόλο παίζει στις Φιλοσοφικές Έρευνες η έννοια της εποπτικής παράστασης, η οποία δηλώνει τη μορφή, με την οποία παρατηρούμε τα πράγματα, τον τρόπο μας να τα βλέπουμε.

Η φιλοσοφία καλείται να μας θεραπεύσει από τη φιλοσοφία, καλύτερα από ένα είδος φιλοσοφίας που καλλιεργήθηκε στη Βιέννη και στην Αγγλία, η φιλοσοφία δηλαδή ως επιστημονική έρευνα (Λογικός/ Επιστημονικός Θετικισμός). Η ριζική αλλαγή στον τρόπο θεώρησης των πραγμάτων στηρίζεται στην υπόδειξη : μη σκέφτεσαι, αλλά κοίτα. Ο φιλόσοφος δεν είναι πολίτης κάποιας κοινότητας. Αυτό τον κάνει φιλόσοφο.

2.Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ

Ενώ στο Τρακτάτους ο Βιτγκενστάιν εκκινεί από την αντίληψη της ισομορφίας ανάμεσα στη γλώσσα και στην πραγματικότητα της ισομορφίας, την οποία μπορεί να αποκαλύψει η λογική ανάλυση, στην ύστερη φιλοσοφία του παραιτείται από τη θεμελίωση της γραμματικής, διότι τώρα αναγνωρίζει ότι η γραμματική δεν επιδέχεται ,αλλά και δεν χρειάζεται θεμελίωση. Το επιχείρημα έχει ως εξής: για να θεμελιώσουμε τη γραμματική, θα έπρεπε να αποδείξουμε ότι η λογική μορφή της γλώσσας αντιστοιχεί στη μορφή της πραγματικότητας, αλλά κάθε περιγραφή της μορφής της πραγματικότητας προϋποθέτει ήδη τους κανόνες της γραμματικής. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα, για να βγω έξω από τη γλώσσα. Όλα όσα διαδραματίζονται μέσα στη γλώσσα, ανήκουν στη γραμματική.

Με βάση τον πίνακα του Μαγκρίτ «Η ανθρώπινη κατάσταση», στο επίπεδο της γλώσσας την αλήθεια των προτάσεων μπορούμε να την αποτιμήσουμε συγκρίνοντας μια πρόταση με μια κατάσταση πραγμάτων που η ίδια περιγράφει. Ακριβώς κατά τούτο παραμένει ο κόσμος της γλώσσας κλειστός και δεν βγαίνουμε έξω από τη γλώσσα μέσω της γλώσσας. Ο πίνακας του Μαγκρίτ, η εικόνα μέσα στην εικόνα, καθιστά σαφή αυτή την αμηχανία της αυτοαναφορικότητας.

 Η γραμματική έχει διπλή σημασία : σημαίνει την επιστήμη των κανόνων της γλωσσικής χρήσης, καθώς επίσης και τους ίδιους τους κανόνες. Το σύστημα περιγραφής δεν το επιβάλλει η πραγματικότητα, αλλά επιβάλλεται στην πραγματικότητα από τη χρήση της γλώσσας. Η γραμματική δε λογοδοτεί σε καμιά πραγματικότητα. Οι γραμματικές μας νόρμες δεν είναι αληθείς ή ψευδείς, αλλά χρήσιμες ή άχρηστες. Δεν υπάρχει μία αληθής ή ορθή γραμματική, αλλά πολλές, οι οποίες διαρθρώνουν διαφορετικά τον κόσμο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με μία αντίστοιχη μορφή ζωής. Είναι εδώ προφανής ο προοπτικισμός του ύστερου Βιτγκενστάιν : η γραμματική είναι ένας τρόπος να βλέπουμε τα πράγματα, ένα σύστημα περιγραφής.

Ο Βιτγκενστάιν ονομάζει “γραμματικές προτάσεις” τις προτάσεις, οι οποίες περιγράφουν τους κανόνες και τα κριτήρια χρήσης των στοιχείων ενός συστήματος. Η τιμή αλήθεια της πρότασης “κάθε ράβδος έχει μήκος” δεν επιδέχεται διάψευση από κανένα εμπειρικό δεδομένο.  Η τιμή αλήθειας της θα άλλαζε μόνο αν άλλαζε η χρήση των λέξεων “ράβδος” και “μήκος”, αν θα ονομάζαμε “ράβδο” ένα αντικείμενο που δεν έχει μήκος. Όπως και οι a priori προτάσεις, οι γραμματικές προτάσεις δεν εξαρτώνται ως προς την τιμή αλήθειας τους από κανένα εμπειρικό δεδομένο. Σε γενικές γραμμές οι γραμματικές προτάσεις αντιστοιχούν στις συνθετικές a priori προτάσεις του Καντ, με την έννοια ότι το βασικό ερώτημα που τίθεται και για τους δύο έχει ως εξής:  Πώς είναι δυνατόν μία πρόταση να αποφαίνεται για αντικείμενα δίχως να εξαρτάται ως προς την τιμή αλήθειας της από αυτά ;

Όταν μιλούμε για αυτονομία της γραμματικής εννοούμε ότι η γραμματική είναι ανεξάρτητη από την πραγματικότητα, με την έννοια ότι κανένα γεγονός δεν μας αναγκάζει να τη  χαρακτηρίσουμε ως εσφαλμένη, αλλά υπό μία έννοια η γραμματική είναι εξαρτημένη από την πραγματικότητα. Η σχέση ανάμεσα στη γραμματική και την πραγματικότητα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής,  όταν προσπαθήσει κανείς- όσο αυτό είναι δυνατό- να περιγράψει τον κόσμο από τη σκοπιά μιας άλλης γραμματικής. Αν θεωρήσουμε, για παράδειγμα, τη σχιζοφρένεια ως άλλη γραμματική, για τον σχιζοφρενή ο κόσμος βρίθει επικυρώσεων της γραμματικής του.

Η πραγματικότητα είναι ανεξάρτητη από τη γλώσσα αλλά η πρόσβαση σε αυτήν είναι εφικτή μόνο μέσω της γλώσσας.  Ο Βιτγκενστάιν επισημαίνει ότι δεν υπάρχει εξωτερικό κριτήριο συμφωνίας της γλώσσας με την πραγματικότητα: η σύνδεση γλώσσας και πραγματικότητας βρίσκεται ήδη μέσα στη γραμματική, “όλα κυοφορούνται μέσα στη γλώσσα”. Αν η πραγματικότητα ήταν διαφορετική θα είχαμε μία άλλη γραμματική. Ο Wittgenstein εγκαταλείπει το ιδεώδες της τέλειας, συμβολικής γλώσσας και αναγνωρίζει τώρα ότι η γλώσσα δεν έχει μία ρίζα, αλλά πολλές, ότι το φαινόμενο της γλώσσας είναι πολύμορφο.

3. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

            Στο Τρακτάτους η γλώσσα είναι μία εικόνα που απεικονίζει τον κόσμο σύμφωνα με έναν  ορισμένο νόμο προβολής.  Η φιλοσοφία της γλώσσας στις Φιλοσοφικές Έρευνες ξεκινάει από διαφορετική αφετηρία:  τη γλώσσα μπορεί να τη θεωρήσει κανείς σαν μία παλιά πόλη, είναι ένας λαβύρινθος από δρομάκια και πλατείες, παλιά και νέα σπίτια και σπίτια με προσθήκες που έγιναν σε διάφορες εποχές, και όλα αυτά  περιτριγυρισμένα από ένα πλήθος καινούργια προάστια με ίσιους και κανονικούς δρόμους και με ομοιόμορφα σπίτια. Η γλώσσα μας δεν είναι προϊόν σχεδιασμού, αλλά προϊόν μιας φυσικό-ιστορικής εξέλιξης. Το πλήθος των λέξεων και των γραμματικών τύπων που μας παραδόθηκε ανά τους αιώνες, μοιάζει με ένα λαβύρινθο από δρομάκια και πλατείες της παλιάς πόλης. Τις τεχνητές γλώσσες των μαθηματικών και της λογικής μπορούμε να τις παρομοιάσουμε με τα μοντέρνα τμήματα της πόλης που οικοδομούνται σύμφωνα με ένα ενιαίο σχέδιο.

Η γλώσσα μας είναι μία πολλαπλότητα, όπου δεν υπάρχει τίποτα το σταθερό το δοσμένο μία για πάντα. Αντίθετα, γεννιούνται καινούργιοι τύποι γλώσσας, καινούργια γλωσσικά παιχνίδια, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, και άλλοι παλιώνουν και ξεχνιούνται.

 Στο Τρακτάτους ο Βιτγκενστάιν τονίζει ότι εκείνο που μετατρέπει το σημείο σε σύμβολο είναι η χρήση του .Τη χρήση ωστόσο την αντιλαμβάνονταν  σαν ένα είδος προβολής κατά το μαθηματικό πρότυπο. Ο συσχετισμός του ονόματος με το αντικείμενο που υποσημαίνει είναι μονοσήμαντος άκαμπτος και ανεξάρτητος από τις περιστάσεις.

            Στις Φιλοσοφικές Έρευνες αλλάζει ο τρόπος θεώρησης της γλώσσας. Το ερώτημα ποιο είναι το νόημα της λέξης, ένα ερώτημα που μας δημιουργεί ένα είδος νοητικής αγκύλωσης, γίνεται τώρα : πώς χρησιμοποιείται η λέξη Χ ;  Έτσι το νόημα ταυτίζεται με τη χρήση ή καλύτερα με τις χρήσεις των λέξεων και οι χρήσεις αυτές είναι αμέτρητες, απροσδιόριστες, αφού εντάσσονται σε δραστηριότητες που συνεπάγονται και εξωγλωσσικά στοιχεία και εξαρτώνται σε τελική ανάλυση από τις συμβάσεις που διέπουν τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Αντί για τη λέξη χρήση συχνά ο Βιτγκενστάιν χρησιμοποιήσει ως ισοδύναμή της μία από τις ακόλουθες : ρόλος, σκοπός, λειτουργία, εφαρμογή, γραμματική μιας λέξης ή μιας έκφρασης και λοιπά.

            Θα ονομάσουμε γλωσσικά παιχνίδια τα συστήματα συνεννόησης. Είναι μία πλήρης γλώσσα ως ένα μέσο συνεννόησης ανάμεσα στους ανθρώπους. Το να μιλάμε μία γλώσσα είναι μέρος μιας δραστηριότητας ή μιας μορφής ζωής. Υπάρχουν τόσα γλωσσικά παιχνίδια όσες και μορφές ζωής. Η γλώσσα χρησιμοποιείται για να διατυπώσουμε μία προσταγή, μία ερώτηση, μία απόφαση, μία επιθυμία, και λοιπά.

Η χρήση λέξεων στα γλωσσικά παιχνίδια είναι η εκτέλεση πράξεων με λέξεις. Τι κάνουν οι άνθρωποι, όταν χρησιμοποιούν λέξεις σε συγκεκριμένα γλωσσικά παιχνίδια ; Εκτελούν πράξεις με λέξεις : οι λέξεις είναι και πράξεις. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη θεωρία των ομιλιακών ενεργημάτων, αλλά διατύπωσε και το πρόγραμμα της.

Η γραμματική είναι κανόνες του γλωσσικού παιχνιδιού, όπως το σκάκι έχει δικούς του κανόνες για την κίνηση των πιονιών του. Η ομιλία είναι πράξη βάσει συγκεκριμένων κανόνων. Οι Κανόνες του παιχνιδιού συνιστούν τη λογική του εκάστοτε παιχνιδιού και αυτή την τοπική λογική ονομάζει ο Βιτγκενστάιν γραμματική η λογική αυτή περιέχει τις δυνατότητες των κινήσεων που επιτρέπονται στο παιχνίδι και έτσι τα όρια του παιχνιδιού αν το μεταφέρουμε αυτό στη γλώσσα σημαίνει ότι η γραμματική μας λέει τι έχει νόημα και τι δεν έχει. Όπως καταλαβαίνει κανείς τη σημασία που έχουν τα διάφορα πιόνια, όταν ξέρει τους κανόνες του παιχνιδιού, έτσι συλλαμβάνει και το νόημα των γλωσσικών εκφράσεων, μόλις μάθει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να ενεργεί στα γλωσσικά παιχνίδια.

Το να μιλούμε μία γλώσσα είναι μία ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως το να παίζουμε ένα παιχνίδι .  Με άλλα λόγια το ομιλείν είναι πράττειν που ρυθμίζεται από κανόνες.

Ωστόσο υπάρχουν διαφορές :

●       Οι κανόνες ενός παιχνιδιού είναι κωδικοποιημένοι, ενώ οι κανόνες των γλωσσικών παιχνιδιών δεν είναι.

●        οι κανόνες ενός παιχνιδιού μπορούν καταρχήν να διατυπωθούν με απόλυτη ακρίβεια, αντίθετα με τους κανόνες της γραμματικής, οι οποίοι δεν επιδέχονται ακριβή διατύπωση.

●        τα τεχνητά παιχνίδια δεν επικαλύπτονται αμοιβαία, ενώ μία λέξη και μία πρόταση μπορεί να εμφανιστεί σε διαφορετικά γλωσσικά παιχνίδια.

●        τα τεχνητά παιχνίδια είναι καθαρά παιχνίδια, ενώ τα γλωσσικά παιχνίδια είναι καθώς είδαμε μορφές ζωής. Για αυτό και οι κανόνες της γραμματικής είναι πιο περίπλοκοι.

●        τέλος, τα γλωσσικά παιχνίδια έχουν ένα δυναμικό χαρακτήρα, βρίσκονται δηλαδή σε μία διαρκή ροή, αντίθετα με τους κανόνες των τεχνητών παιχνιδιών που είναι σταθεροί.

Ο Βιτγκενστάιν δεν μας δίνει έναν ορισμό της έννοιας ή της ουσίας του γλωσσικού παιχνιδιού στη βάση του σχήματος προσεχές γένος -ειδοποιός διαφορά, αλλά παραδείγματα γλωσσικών παιχνιδιών. Η λέξη γλωσσικό παιχνίδι, όπως και άλλες λέξεις της γλώσσας, δηλώνει ένα σύνολο οικογενειακών ομοιοτήτων χάρη στη συγγενή αυτή ομοιοτήτων τα ονομάζουμε όλα κλασικά παιχνίδια.

Τα γλωσσικά παιχνίδια είναι συγκεκριμένα υποσυστήματα της γλώσσας που συναντούμε στη γλωσσική μας επικοινωνία. Μιλάμε για το φαινόμενο της γλώσσας στον χώρο και στον χρόνο, όχι για ένα ανύπαρκτο κατασκεύασμα έξω από τον χώρο και τον χρόνο.

  1. Η γλώσσα είναι μία δραστηριότητα
  2.  Η γλώσσα είναι ένα  όργανο
  3.  Η γλώσσα είναι ένα σύνθετο μόρφωμα που αποτελείται από πολλές διαφορετικές λειτουργικές ενότητες.

Η γλώσσα είναι μία δραστηριότητα που διαπερνά όλες τις μορφές της ζωής, συνδέεται άρρηκτα με άλλες δραστηριότητες και με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να διαχωρίζεται από τις μορφές αυτές της ζωής και τις δραστηριότητες και να εξετάζεται ως μεμονωμένο μόρφωμα.

Η γλώσσα συνυφαίνεται με την κοινωνική δραστηριότητα. Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο. Κατά την χρήση των γλωσσικών σημείων ακολουθούμε ορισμένους κανόνες που συνάπτονται με τη μορφή ζωής της γλωσσικής κοινότητας. Τα ζώα ακόμα και αν μιλούσαν, δεν θα μπορούσαμε να τα καταλάβουμε, που σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαμε να εναρμονίσουμε τη συμπεριφορά τους με τις λέξεις τους. Αν ένα λιοντάρι μπορούσε να μιλήσει, εμείς δεν θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε.

Από τις αρχές της φιλοσοφικής θεώρησης της γλώσσας αναζητήθηκαν οι ενότητες εκείνες από τις οποίες συντίθεται η γλώσσα. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, στους οποίους χρωστούμε τις πρώτες έρευνες στο θέμα αυτό, πίστευαν ότι οι ενότητες αυτές είναι οι φθόγγοι, οι συλλαβές, οι λέξεις και οι προτάσεις.

Τα γλωσσικά παιχνίδια στις Φιλοσοφικές Έρευνες είναι λειτουργικές ενότητες, οι οποίες διαφέρουν από εκείνες του Αριστοτέλη και του Τρακτάτους. Αν θεωρήσουμε τη γλώσσα ως οργανισμό, στο Τρακτάτους συναντάμε μία θεωρία, όπου τα κύτταρα αποτελούν τις ενότητες που συγκροτούν τον οργανισμό. Στις Φιλοσοφικές Έρευνες τα λειτουργικά συστήματα (αναπνοή, κυκλοφοριακό και άλλα) του οργανισμού αντιστοιχούν στα γλωσσικά παιχνίδια, είναι διακριτά, αλλά δεν μπορούν να υπάρξουν μόνα τους χωρίς τον οργανισμό.

Η σημασία μιας πρότασης εξαρτάται από το ευρύτερο πλαίσιο των συνθηκών έκφρασης. Η πρόταση, για παράδειγμα, “θα φύγεις αύριο” θα μπορούσε σε μία ορισμένη περίσταση- ανάλογα και με τον τόνο της φωνής- να είναι μία προσταγή, ενώ σε μία άλλη μία ερώτηση, μία εικασία, μία επιθυμία.

4.ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΕΚΜΑΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

Ο Αυγουστίνος περιγράφει στο κείμενο αυτό πώς το παιδί μαθαίνει τη γλώσσα.  Η διδασκαλία και η εκμάθηση της γλώσσας είναι ζήτημα αντιστοίχισης λέξεων στα πράγματα.  Το πρώτο που σκέφτεται κανείς είναι πώς στο νου του παιδιού, όταν αυτό ακούει μία λέξη, παρουσιάζεται η εικόνα του πράγματος.

Ο Βιτγκενστάιν προτείνει να αλλάξουμε τρόπο θεώρησης θέτοντας στη θέση του ερωτήματος “Τι είναι το νόημα μιας λέξης;” το ερώτημα “τι είναι η εξήγηση του νοήματος μιας λέξης;” Για να αποφύγουμε την παγίδα που μας στήνει η ίδια η γλώσσα, θα πρέπει καλύτερα να ρωτάμε για την εξήγηση του νοήματος μιας λέξης Γιατί εκείνο που αυτή εξηγεί θα είναι το νόημα.

Προβαίνει σε μία χονδρική διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη εξηγήσεων: τους λεκτικούς και τους καταδεικτικούς ορισμούς. Ο λεκτικοί ορισμοί είναι εξηγήσεις της σημασίας των λέξεων με τη βοήθεια άλλων λέξεων, όπως τους βρίσκουμε στα λεξικά. Οι εξηγήσεις όμως αυτές δεν μας οδηγούν έξω από τη γλώσσα, ενώ οι καταδεικτικοί ορισμοί φαίνεται να σφυρηλατούν ένα δεσμό ανάμεσα στη γλώσσα και την πραγματικότητα. Ο καταδεικτικός ορισμος είναι το βασικό εργαλείο εκμάθησης της γλώσσας κατά τον Αυγουστίνο. Ο Βιτγκενστάιν διερευνά τις προϋποθέσεις του κριτηρίου κατανόησης των λέξεων : δεν είναι η συνειρμική σύνδεση τους με αντίστοιχες παραστάσεις, αλλά η ορθή χρήση τους.

Ο Αυγουστίνος περιγράφει την εκμάθηση της ανθρώπινης γλώσσας, σαν να έχει έρθει το παιδί σε ξένο τόπο και να μην καταλάβαινε τη γλώσσα του τόπου, με άλλα λόγια σαν να είχε κιόλας μία γλώσσα αλλά όχι αυτήν εδώ ή ακόμη σαν να μπορούσε το παιδί να σκέφτεται κιόλας, αλλά όχι και να μιλάει εδώ. Σκέφτομαι θα σήμαινε κάτι σαν να μιλώ στον εαυτό μου. Το παιδί δηλαδή, ξέρει ήδη τη λειτουργία των διαφόρων ειδών των λέξεων και μπορεί για αυτό το λόγο να καταλάβει τους καταδεικτικούς ορισμούς.

Αν θέλουμε να μάθουμε τι υποσημαίνει μία λέξη, θα πρέπει να διερευνήσουμε πώς χρησιμοποιείται κάθε φορά μέσα στο γλωσσικό παιχνίδι. Όλα τα είδη των λέξεων υποσημαίνουν βέβαια κάτι, ωστόσο η εκάστοτε σημασιολογική λειτουργία τους είναι εντελώς διαφορετική και εξαρτάται από τη χρήση τους μέσα στον γλωσσικό παιχνίδι. Όταν λέμε κάθε λέξη της γλώσσας υποσημαίνει κάτι, δεν έχουμε ακόμη πει τίποτε απολύτως, εκτός αν έχουμε εξηγήσει ακριβώς ποια διάκριση επιθυμούμε να κάνουμε.

5. ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ

5.1 Κριτική της ψυχολογικής θεωρίας του νοήματος

Αυτό που βλέπουμε από ένα σημείο είναι μονάχα η εξωτερική πλευρά ενός πράγματος, μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι πραγματικές διαστάσεις του νοήματος και της σημασίας. Όταν σκέφτομαι μέσα στη γλώσσα, δεν περνούν από το νου μου εκτός από τις γλωσσικές εκφράσεις και οι σημασίες, αλλά η ίδια η γλώσσα είναι το όχημα της σκέψης.

Η αντίληψη του Πλάτωνα και του Λοκ πως η κατανόηση είναι σαν να βλέπεις μία εικόνα ,είναι παραπλανητική, Γιατί η εικόνα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακόμα σημείο που χρειάζεται ερμηνεία. Αντίθετα προς τις παραδοσιακές θεωρίες, ο Βιτγκενστάιν τονίζει ότι αν έπρεπε να ονομάσουμε κάτι ζωή του σημείου, αυτό θα ήταν η χρήση του. Το σημείο αποκτά τη σημασία του από το σύστημα των σημείων, από τη γλώσσα στην οποία ανήκει. Κοντολογίς, καταλαβαίνω μία πρόταση, σημαίνει καταλαβαίνω μία γλώσσα. “Μία ζωγραφιά παριστάνει ένα γέρο που ανεβαίνει μιαν απότομη ανηφόρα ακουμπώντας στο ραβδί του. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα μπορούσε η ίδια ζωγραφιά να παριστάνει έναν γέρο που σε αυτή τη θέση γλιστράει προς τα πίσω;”  Οι λέξεις είναι σημασιολογικά αδρανείς, η χρήση δίνει ζωή στα σημεία, γιατί τα ίδια τα σημεία είναι νεκρά, όπως και οι νοητικές εικόνες. Καμία νοητική εικόνα δεν μπορεί να χτίσει γέφυρες ανάμεσα στα σημεία και τα πράγματα .

Η άποψη ότι η συμπεριφορά (συμπεριφορισμός) παίζει θεμελιώδη ρόλο στην κατανόηση των γλωσσικών εκφράσεων είναι διαμετρικά αντίθετη προς τον τρόπο θεώρησης της γλώσσας από τον Βιτγκενστάιν. Ο Βιτγκενστάιν συνδέει ασφαλώς τη γλωσσική κατανόηση με τη συμπεριφορά, αλλά δεν εννοεί τη συμπεριφορά ως επιφαινόμενο νευρολογικών διεργασιών, αλλά ως επιλογή διεπόμενη από κανόνες : το συμπεριφοριστικό σχήμα ερέθισμα -αντίδρασή του Skinner, δεν μπορούμε να πούμε ότι ισχύει στην περίπτωση του  Βιτγκενστάιν.

5.2 Το “παράδοξο” των κανόνων

Τα γλωσσικά σημεία προϋποθέτουν κανόνες τους οποίους πρέπει να εφαρμόζουμε κατά τη χρήση τους. Ήδη στη φιλοσοφική γραμματική ο Βιτγκενστάιν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι Οι Κανόνες αφήνουν ανοιχτές πολλές δυνατότητες εφαρμογής τους και ότι κάθε εφαρμογή είναι τελικά συμβιβασμοί με τον κανονα.

Με άλλα λόγια, η αντιστοίχιση- ο καταδεικτικός ορισμός- χρειάζεται μία ερμηνεία ακόμη, για να εκληφθεί ως έκφραση ενός κανόνα.

Το “παράδοξο” προκύπτει αν θεωρήσουμε ότι στην αντιστοίχιση της λέξης προς το αντικείμενό, αντιστοίχιση που καθορίζει τη σημασία της, πρέπει να εμπεριέχεται ήδη και ο κανόνας χρήσης στις λέξεις. Επειδή όμως η αντιστοίχιση η ίδια δεν ερμηνεύει  εαυτήν, πρέπει να της δώσουμε μία ερμηνεία. Έτσι κάθε νέα χρήση της λέξης εμπεριέχει μία ερμηνεία της αρχικής αντιστοίχισης της προς το αντικείμενο, της μέχρι τώρα δηλαδή χρήσης της. Καταλαβαίνω τη σημασία της λέξης κόκκινο, αν γνωρίζω τον κανόνα της χρήσης της.  Οι κανόνες στον ιδιωτικό χώρο της συνείδησης μπορεί να συνοδεύουν την εφαρμογή ενός κανόνα, αλλά δεν συνιστούν κριτήρια της ορθής χρήσης του.

Η κατανόηση του κανόνα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία μετάφραση του, μία ερμηνεία δηλαδή που κάνει χρήση άλλων σημείων, καθορίζει την εφαρμογή του κανόνα. Δεν υπάρχει άλλο κριτήριο εφαρμογής του κανόνα πέρα από την ίδια την πρακτική εφαρμογής του. Για τον Βιτγκενστάιν το να καταλαβαίνεις μία πρόταση, σημαίνει σε τελευταία ανάλυση να καταλαβαίνεις μία γλώσσα. Το να καταλαβαίνεις μία γλώσσα, σημαίνει να είσαι κάτοχος μιας τεχνικής.

Ένας κανόνας είναι σαν ένας οδοδείκτης που τον ακολουθούμε τυφλά, δίχως αιτιολογήσεις και ερμηνείες, διότι στην πολιτισμική μας κοινότητα από παιδιά μάθαμε να αντιδρούμε με έναν ορισμένο τρόπο. Έτσι, όλα τα μέλη της γλωσσικής κοινότητας μαθαίνουν να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες, μία ιδιωτική εφαρμογή του κανόνα δεν είναι δυνατή. Το κριτήριο, συνεπώς, εφαρμογής ενός κανόνα είναι η πράξη που έχει κοινωνική διάσταση, αντανακλά έναν τρόπο ζωής η μία μορφή ζωής.

Όταν λέμε ακολουθώ έναν κανόνα, δεν εφαρμόζω τον κανόνα.

5.3 Το επιχείρημα της ιδιωτικής γλώσσας

Η χρήση των γλωσσικών σημείων διέπεται από κανόνες. Τα κριτήρια για την ορθή εφαρμογή τους είναι δημόσια. Για αυτό και δεν μπορεί να υπάρξει μία ιδιωτική γλώσσα, μία γλώσσα δηλαδή που καταλαβαίνει μόνον αυτός που τη μιλάει. Δεν υπάρχει ιδιωτική γλώσσα, γιατί αν υπήρχε, η επικοινωνία με τους άλλους θα ήταν αδύνατη.

Κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι οι ιδέες στο νου των συνομιλητών είναι ίδιες, και κατά συνέπεια και οι σημασίες των λέξεων. Υπό την έννοια αυτή ο καθένας μιλάει μία γλώσσα που καταλαβαίνει μόνο ο ίδιος, έχει δηλαδή μία ιδιωτική γλώσσα. Σε αυτό το μοντέλο γλώσσας ασκεί κριτική ο Βιτγκενστάιν : είναι δυνατή μία ιδιωτική γλώσσα, στην οποία οι λέξεις αναφέρονται στα άμεσα ιδιωτικά αισθήματα ;

Ο Βιτγκενστάιν επισημαίνει εδώ ότι οι λέξεις για τα αισθήματα μπορούν να συνδεθούν με κάτι μη ιδιωτικό, δημόσιο. Για παράδειγμα με τη συμπεριφορά του πόνου, με τη φυσική δηλαδή έκφραση του πόνου, αλλά και με την αιτία του. Δεν αρνείται βέβαια ότι έχουμε εσωτερικά, ιδιωτικά αισθήματα, προτείνει όμως ένα νέο τρόπο περιγραφής τους. Όταν λέμε πως κάποιος ονομάζει έναν πόνο, εκείνο που προϋποτίθεται είναι η γραμματική της λέξης “πόνος”. Αυτή μας υποδεικνύει τη θέση, την έδρα, της νέας λέξης.

Δεν έχω εκτός από τη μνήμη μου άλλο κριτήριο, στη βάση του οποίου να μπορώ να κρίνω αν συνδέω σωστά το αίσθημα με τον πόνο. Αν ο υποθετικός οπαδός της ιδιωτικής γλώσσας προτίθεται να χρησιμοποιήσει τη λέξη αίσθημα, για να ονομάσει κάτι στο οποίο έχει πρόσβαση μόνον ο ίδιος, τότε η λέξη αυτή δεν θα είχε καμία δημόσια χρήση και συνεπώς δεν θα του χρησίμευε σε τίποτε. Το αίσθημα είναι “κατιτί”, στον βαθμό που μπορούμε να πούμε κάτι για αυτό, στον βαθμό δηλαδή που έχει ένα ρόλο στο γλωσσικό παιχνίδι, διαφορετικά είναι περιττό.

5.4 Γλωσσικά παιχνίδια και Μορφές ζωής

 Θεμέλιο της γλώσσας είναι η πράξη.  Το να φανταζόμαστε μία γλώσσα σημαίνει να φανταζόμαστε μία μορφή ζωής. Η έκφραση “γλωσσικό παιχνίδι” έχει προορισμό να τονίσει ότι το να μιλάμε μία γλώσσα είναι μέρος μιας δραστηριότητας ή μιας μορφής ζωής. Οι άνθρωποι ομοφωνούν μέσα στη γλώσσα. Τα όρια της γλώσσας δεν τα βάζει πια η λογική μορφή, αλλά η μορφή της ζωής.

Η μορφή ζωής, ως η κοινή συμπεριφορά των ανθρώπων, είναι το σύστημα αναφοράς χάρη στο οποίο ερμηνεύουμε μιαν άγνωστη γλώσσα. Μπορούμε να καταλάβουμε μία γλώσσα στο μέτρο που μπορούμε να συμμετέχουμε σε έναν τρόπο ή σε μία μορφή ζωής.

Γλώσσα και γλωσσική χρήση είναι κοινωνικά φαινόμενα, η γλώσσα είναι ένα κοινωνικό, πνευματικό και φυσικό μόρφωμα. Ο άνθρωπος ως πεπερασμένο ον μπορεί να θεωρήσει τον κόσμο από μία ορισμένη σκοπιά, από τη σκοπιά μιας μορφής ζωής. Η θέα από το πουθενά- η οπτική του Θεού- δεν είναι για τον άνθρωπο δυνατή. Αν ένα λιοντάρι μπορούσε να μιλήσει, δεν θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε, γιατί δεν θα μπορούσαμε να εναρμονίσουμε τις γλωσσικές εκφράσεις του με τη συμπεριφορά του. Με την εικόνα αυτή του λιονταριού θέλει να τονίσει τον άρρητο δεσμό ανάμεσα στη γλώσσα και τη μορφή ζωής.