Απλές σκέψεις για να διώξετε τους φόβους σας και να ελέγξετε τις επιθυμίες σας

Σκεπτόμενος τις συγκεκριμένες συνθήκες της ανθρώπινης ζωής, βασισμένος στην αμεσότητα των αισθήσεων και σε εμπειρικές παρατηρήσεις, ξεκίνησε ο Επίκουρος για να φτιάξει τη φιλοσοφική θεραπευτική του πρόταση.

Όσο κι αν δεν του άρεσε η λογική, οι σκέψεις του μπορούν να μπουν σε μια λογική σειρά, περίπου όπως θα τις δίδασκε σε μια φιλοσοφική σχολή, τότε ή τώρα:

1. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή και το θεωρούν αυτό υπέρτατο στόχο τους (αυτό το ονομάζουμε σήμερα ψυχολογικό ηδονισμό).

2. Για να επιτύχουν αυτό τον στόχο, όλοι οι άνθρωποι επιλέγουν πράγματα που πιστεύουν ότι οδηγούν σε μια ευτυχισμένη ζωή, δηλαδή είτε ενστικτωδώς είτε συνειδητά κάνουν ό,τι προξενεί ευχαρίστηση (που είναι το καλό) και αποφεύγουν ό,τι προκαλεί πόνο (που είναι το κακό).

3. Όμως, εφόσον οι άνθρωποι δεν νιώθουν μόνο ευχαρίστηση αλλά και πόνο, υπάρχουν πράγματα που προξενούν πόνο.

4. Αυτά τα πράγματα είναι εμπόδια για την επίτευξη της ευτυχίας, και όσο μεγαλύτερο πόνο προξενούν, τόσο μεγαλύτερα εμπόδια είναι.

5. Για να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια (και να φτάσουμε στην «αταραξία» της ψυχής και την «απονία» του σώματος), πρέπει είτε να εξαλειφθούν, οπότε δεν θα προξενούν πόνο, είτε να καταλάβουμε εμείς ότι δεν χρειάζεται να νιώθουμε πόνο από αυτά.

6. Νιώθουμε πόνο (α) όταν δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες μας, και (β) όταν δεν απολαμβάνουμε την ευχαρίστηση.

7. Άρα, για να μη νιώθουμε πόνο, πρέπει: (α) να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας, να εκπληρώνουμε τις επιθυμίες μας, και (β) να μην επιτρέπουμε άλλους παράγοντες να μας ενοχλούν στην απόλαυση της ηδονής.

8. Όμως νιώθουμε πόνο κυρίως όταν προσπαθούμε να εκπληρώσουμε όλες τις επιθυμίες μας και δεν μπορούμε. Μήπως, λοιπόν, δεν είναι αναγκαίο να εκπληρώνουμε όλες τις επιθυμίες μας;

9. Ποιοι είναι οι παράγοντες που δεν μας επιτρέπουν να απολαύσουμε μια ευχάριστη κατάσταση; Ποιες σκέψεις, ποιοι φόβοι δεν μας αφήνουν να χαρούμε; Μήπως, λοιπόν, είναι απαραίτητο να διώξουμε από μέσα μας όλους τους φόβους μας;

10. Αν, λοιπόν, βρούμε ποιες επιθυμίες χρειάζεται να ικανοποιούμε και ποιους φόβους πρέπει να απομακρύνουμε, και αν γνωρίζουμε τον τρόπο να το κάνουμε, τότε μπορούμε να πετύχουμε και τον τελικό στόχο μας, δηλαδή να ζήσουμε μια ευτυχισμένη ζωή.

 

Επιθυμίες και ηδονές: τι να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε

Ο Επίκουρος πίστευε ότι οι σκέψεις αυτές είναι σωστές, γιατί επαληθεύονται από την εμπειρία κάθε ανθρώπου. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, από μωρά, κάνουμε οτιδήποτε για να μην πονάμε: όταν πεινάμε, κλαίμε για να μας ταΐσουν· όταν κρυώνουμε, για να μας ντύσουν. Και μόλις μας δίνουν τις πρώτες μπουκιές, ο πόνος της πείνας αρχίζει να υποχωρεί και δίνει τη θέση του στην ευχαρίστηση του φαγητού. Αυτές οι επιθυμίες μας είναι φυσικές και αναγκαίες για την επιβίωσή μας και για την ευεξία του σώματος, και δεν μπορούμε παρά να τις εκπληρώνουμε. Λογικά, τότε θα έπρεπε να νιώθαμε ευτυχισμένοι και να μην ζητούσαμε τίποτε παραπάνω.

Εμείς όμως, όσο μεγαλώνουμε, τόσο πιο περίπλοκες πεποιθήσεις έχουμε για το τι μας προσφέρει χαρά. Δεν ικανοποιούμαστε με τα λίγα· έχουμε κι άλλες επιθυμίες. Τι γίνεται με εκείνες, που είναι και οι πιο πολλές; Νομίζουμε ότι θα ευτυχήσουμε αν αποκτήσουμε πλούτη, φήμη και αξιώματα, αν απολαμβάνουμε μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια, και τρέχουμε όλη μας τη ζωή να τα καταφέρουμε, «πιέζοντας τον εαυτό μας πέρα από τις δυνάμεις του». Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι νιώθουμε πόνο, όχι επειδή μας λείπουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά επειδή είμαστε ματαιόδοξοι και θέλουμε να τα έχουμε. Αλλά όσα περισσότερα κι αν αποκτούμε, η ευχαρίστησή μας δεν μπορεί να αυξηθεί. Γιατί το μέγεθος της ευχαρίστησης εξαρτάται από τον βαθμό που εξαλείφεται ο πόνος και η ταραχή: όσο περισσότερο και να φάμε, ο πόνος της πείνας θα έχει φύγει ήδη με τις πρώτες μπουκιές – άρα η ίδια ευχαρίστηση μπορεί να προκληθεί και με ένα λιτό γεύμα.

Τέτοιες επιθυμίες έχουμε συνήθως τόσες πολλές, απεριόριστες, ώστε, όσο τις έχουμε, μας προκαλούν ταραχή και πόνο, γιατί είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν. Μια και είναι αδύνατον αυτό, μήπως εκείνο που μένει είναι να τις ελαττώσουμε; «Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή,» συνιστούσε ο Επίκουρος στον φίλο του Ιδομενέα, «μην του δίνεις περισσότερα πράγματα (μὴ χρημάτων προστίθει), αλλά ελάττωσε τις επιθυμίες του (τῆς δὲ ἐπιθυμίας ἀφαίρει),» δηλαδή ελάττωσε τις πιθανές αιτίες του πόνου και την αγωνία του για το μέλλον.

Πρέπει, επομένως, να βρούμε ένα κριτήριο να διακρίνουμε τις επιθυμίες μας. Να εκπληρώνουμε όσες δεν μας πονούν, όταν τις ικανοποιούμε: να τρώμε, να πίνουμε, να έχουμε μια στέγη, να είμαστε υγιείς και ασφαλείς. Οι υπόλοιπες επιθυμίες μας μπορεί να είναι φυσικές αλλά μη αναγκαίες, ή ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες. Από αυτές πρέπει να αποφεύγουμε όσες μας πονούν, όταν επιμένουμε να τις ικανοποιήσουμε· και να επιλέγουμε όσες όχι απλώς μας ευχαριστούν, αλλά και δεν μας φέρνουν πόνο και ταραχή, είτε αμέσως είτε αργότερα. Γιατί δεν αξίζει να πονούμε σωματικά ή ψυχολογικά για πράγματα που δεν συμβάλλουν στον τελικό μας σκοπό, που είναι μια ευτυχισμένη ζωή. Αυτά είναι μη αναγκαίες επιθυμίες που οφείλονται σε λανθασμένες πεποιθήσεις, δικές μας ή της κοινωνίας.

Η επιθυμία να ντυνόμαστε με τα ρούχα της τελευταίας μόδας μοιάζει φυσική, αν και κατά κάποιον τρόπο καθορίζεται από τον περίγυρό μας· δεν είναι όμως αναγκαία. Μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε ευχάριστα ως ευπρόσδεκτο μέλος μιας ομάδας που έχει τις ίδιες επιθυμίες και προσπαθεί να τις εκπληρώσει. Είναι όμως αμφίβολο αν η ηδονή αυτή αξίζει την αγωνία μας να είμαστε πάντα σε θέση να ανταποκριθούμε σε αυτές τις επιθυμίες και την ταραχή μας όσες φορές δεν το κατορθώνουμε.

Παρόμοια πρέπει να διακρίνουμε τις ηδονές. Όσο τρώω και απομακρύνεται ο πόνος της έλλειψης, νιώθω μια ηδονή που είναι φευγαλέα (κινητική). Όταν όμως έχω φάει, η πληρότητα που νιώθω, η έλλειψη πόνου και ανάγκης, είναι μια σταθερή (καταστηματική) ηδονή. Αυτές οι ηδονές είναι πολύ σημαντικές, υποστήριζε ο Επίκουρος. Ουσιαστικά, από τέτοιες φυσικές και σωματικές ηδονές, από την ικανοποίηση των αισθήσεων, ξεκινά η ανθρώπινη ευτυχία. Ο Επίκουρος δεν περιφρονούσε τη σωματική ευχαρίστηση, αλλά τη θεωρούσε κάτι απλό: «Στείλε μου μια φέτα τυρί για να φάω με πολυτέλεια,» έγραψε σε ένα φίλο του.

Σκεφτόταν όμως ότι οι φυσικές ηδονές αφορούν μόνο το παρόν και ότι, αν μείνουμε σε αυτές, θα πρέπει να επιζητούμε κάθε στιγμή την ηδονή. Έτσι θα ζούσαμε με αγωνία και αβεβαιότητα, ενώ σκοπός μας είναι η αδιατάρακτη γαλήνη. Πρέπει, επομένως, να αναζητούμε άλλες ηδονές, πιο μόνιμες στο σώμα και στην ψυχή, που αφορούν και το παρελθόν (ευχάριστες αναμνήσεις) και το μέλλον (βεβαιότητα για το τι θα συμβεί). Όταν ικανοποιούμε τις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες μας και δεν έχουμε άλλες ανικανοποίητες επιθυμίες, ζούμε μια σταθερή κατάσταση, την πιο ηδονική από όλες. Με αυτό τον τρόπο, ακολουθώντας τη φύση, φτάνουμε στο μέγιστο αγαθό της αυτάρκειας και δεν περιμένουμε να ζήσουμε περισσότερο για να ευτυχήσουμε περισσότερο. Να πώς ο Επίκουρος συνδύαζε τον ηδονισμό του με μια μετρημένη ζωή:

Ὧ ὀλίγον οὐχ ἱκανόν, ἀλλὰ τούτῳ γε οὐδέν ἱκανόν.

Αυτός που δεν ικανοποιείται με τα λίγα, δεν ικανοποιείται με τίποτε.

(στον Αιλιανό, Ποικίλαι ιστορίαι 4.13 )

Ο Επίκουρος το έλεγε ξεκάθαρα: «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής» (θέση που ονομάζεται ηθικός ηδονισμός). Ωστόσο, σε αντίθεση με τον φιλόσοφο Αρίστιππο, πρόσθετε ότι δεν θα επιζητούμε μόνο τις χαρές. Η ηδονή είναι καλό και ο πόνος κακό. Αλλά μερικές φορές κάτι ευχάριστο μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες δυσκολίες, ενώ ένα βάσανο να φέρει τελικά μεγαλύτερη χαρά. Ο πόνος και η χαρά, η ηδονή και η οδύνη, είναι δυο αισθήματα, δυο καταστάσεις αντίθετες. Οι άνθρωποι προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τη μία και να μεγιστοποιήσουν την άλλη (ηθικός εγωισμός). Αλλά για να κρίνουμε ποια θα επιλέξουμε σε κάθε περίσταση, πρέπει να σκεφτόμαστε ποια συμβάλλει περισσότερο στην ευτυχία μας – αλλιώς η χαρά του σήμερα θα φέρει την ταλαιπωρία του αύριο.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους φόβους μας. Επιθυμούμε να ζήσουμε για πάντα και ταυτόχρονα φοβόμαστε επειδή θα πεθάνουμε. Η επιθυμία της αιωνιότητας δεν μας αφήνει να χαρούμε τα όσα ζούμε τώρα σε αυτή τη ζωή, γιατί αγωνιούμε αν θα τα έχουμε πάντα ή γιατί αγωνιζόμαστε διαρκώς να τα αυξήσουμε. Και ο φόβος του τέλους δεν μας αφήνει να χαρούμε, γιατί αγωνιούμε ότι ο θάνατος θα είναι φρικτός. Αυτοί οι φόβοι για το κακό που είναι ανυπόφορο, για τους θεούς που παρεμβαίνουν και τιμωρούν τους ανθρώπους στη ζωή αλλά και μετά τον θάνατο, καθώς και για τα ανεξήγητα καταστροφικά φυσικά φαινόμενα, είναι για τον Επίκουρο τα μεγαλύτερα εμπόδια για την απόλαυση της ευχαρίστησης. Πώς όμως θα διαλυθούν αυτοί οι φόβοι;

Εδώ, θα έλεγε ο Επίκουρος, η καθημερινή εμπειρία δεν μας βοηθά, γιατί χρειάζεται η ορθή θεώρηση (ἀπλανὴς θεωρία) όλων των δεδομένων που μας προσφέρουν οι αισθήσεις μας. Και εδώ αναλαμβάνει ο λόγος, ο νηφάλιος στοχασμός, η φρόνησις, η πρακτική σοφία, η φιλοσοφία. Αυτή θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από ανυπόστατους φόβους αλλά και μάταιες ελπίδες και θα τον κάνει να κατανοήσει την αληθινή φύση των επιθυμιών του και της ηδονής. Όπως ο Σωκράτης πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την αρετή, έτσι και ο Επίκουρος πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την ευτυχία, την εὐδαιμονία.

Επικούρεια ηθική

 
Ο Επίκουρος στέλνει στον Μενοικέα τον χαιρετισμό του!
 
Δεν πρέπει κανείς ούτε όταν είναι νέος να διστάζει να φιλοσοφεί, ού­τε πάλι σαν είναι γέροντας να βαριεστίζει και να μη φιλοσοφεί. Κα­νένας Λεν είναι άγουρος ακόμη, και για κανέναν δεν είναι πια πολύ αργά να φροντίσει για την υγεία της ψυχής του. Κι όποιος λέει ότι δεν ήρθε ακόμη ο καιρός να φιλοσοφήσει ή ότι ο καιρός αυτός έχει περά­σει πια. μοιάζει σ εκείνον ο οποίος λέει ότι δεν έχει έρθει ακόμη ο καιρός για την ευτυχία ή ότι δεν είναι πια καιρός γι’ αυτήν. Πρέπει, επομένως, και ο γέροντας να φιλοσοφεί και ο νέος: ο ένας για να μέ­νει. κι όταν γερνά, νέος χάρη στα όμορφα πράγματα, καθώς με χαρά θα ανατρέχει στα περασμένα, ο άλλος για να είναι και ως νέος συνάμα γέροντας, καθώς δε θα τον κυριεύσει φόβος για τα μελλούμενα. Εί­ναι λοιπόν ανάγκη να στοχαζόμαστε τα πράγματα που φέρνουν την ευτυχία, αφού όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, ενώ όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε.
Τα πράγματα, που συνεχώς σου συνιστούσα, να τα πράττεις και να τα στοχάζεσαι ξεχωρίζοντάς τα ως θεμελιώδεις αρχές της ευτυχι­σμένης ζωής. Πρώτα απ’ όλα. πιστεύοντας ότι ο θεός είναι ον ζωντανό, αθάνατο και ευτυχισμένο. Συμφωνά με την παράσταση του θεού που έχει αποτυπωθεί στον νου των ανθρώπων, να μην αποδίδεις σ’ αυτόν τίποτε ξένο προς την αφθαρσία του, τίποτε αταίριαστο στη μακαριότητά του. Απεναντίας, να πιστεύεις γι’ αυτόν οτιδήποτε είναι ικανό να διαφυλάξει τη μακαριότητά του τη διαπλεγμένη με αθανασία. Οι θε­οί υπάρχουν- πρόδηλη είναι η γνώση γι’ αυτούς. Ωστόσο δεν είναι, οι θεοί, όπως τους πιστεύει ο πολύς κόσμος- γιατί δεν υπάρχει λογική συνοχή σε όσα πρεσβεύει ο πολύς κόσμος γι’ αυτούς. Και ασεβής δεν είναι όποιος αρνείται τους θεούς των πολλών ανθρώπων, αλλά όποιος αποδίδει στους θεούς όσα οι πολλοί πιστεύουν γι’ αυτούς. Γιατί δεν είναι στέρεες παραστάσεις όσα οι πολλοί λένε για τους θεούς, αλλά εικασίες δίχως αλήθεια —ότι δηλαδή οι μεγαλύτερες συμφορές και τα μεγαλύτερα ωφελήματα προέρχονται από τους θεούς. Γιατί οι άν­θρωποι, εξοικειωμένοι πέρα για πέρα με τις δικές τους αρετές, απο­δέχονται μόνο τους όμοιους τους, θεωρώντας ξένο ό,τι δεν είναι τέ­τοιας υφής.
Να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα- γιατί κάθε καλό και κάθε κακό έγκειται στον τρόπο με τον οποίο γί­νεται αισθητό —και ο θάνατος είναι στέρηση της αίσθησης. Η επίγνω­ση, έτσι ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα, μας κάνει ευχάριστη τη θνητή ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ’ αυτήν αλλά γιατί αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας. Γιατί τίποτε μέσα στη ζωή δεν είναι φοβερό για όποιον έχει στ’ αλήθεια κατανοήσει ότι τίποτε φοβε­ρό δεν υπάρχει στο να μη ζει κανείς. Είναι ως εκ τούτου ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο, όχι επειδή θα υποφέρει σαν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή του είναι δυσάρεστη η ιδέα ότι πρόκειται να ‘ρθει ο θάνατος. Γιατί αδίκως θλιβόμαστε περιμένοντας ένα πράγμα, που σαν το ‘χουμε δίπλα μας δεν ενοχλεί. Το πιο φρικτό λοιπόν απ’ όλα τα άσχημα πράγματα, ο θάνατος, είναι για μας ένα τίποτε, ακρι­βώς γιατί όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι κοντά μας κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς. Ούτε τους ζωντανούς λοιπόν αφορά ο θάνατος ούτε τους πεθαμένους, αφού για εκείνους δεν υπάρχει, ενώ αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν πια υπόσταση. Βέβαια, οι πολλοί από τη μια πασχίζουν να αποφύγουν τον θάνατο ως την πιο μεγάλη, κατ’ αυτούς, συμφορά, κι από την άλλη τον αναζητούν ως ανάπαυση από τα δεινοπαθήματα της ζωής.
Ωστόσο, ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρ­ξία φοβάται. Γιατί ούτε αποτελεί γι’ αυτόν ενόχληση το ότι ζει ούτι πάλι νομίζει ότι είναι κακό να μη ζει κανείς. Κι όπως στο φαγητό δεν προτιμά με κανέναν τρόπο τη μεγαλύτερη ποσότητα αλλά το πιο εύγευστο,  όμοια κι εδώ δεν απολαμβάνει τον διαρκέστερο χρόνο αλλά τον όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο. Κι αυτός πάλι που προτρέπει τον νέο να ζει όμορφα και τον γέροντα να δώσει όμορφο τέλος στη ζωή του είναι ανόητος, όχι μόνο επειδή η ζωή είναι κάτι επιθυμητό, αλλά και επειδή το να ζει κανείς όμορφα και να πεθαίνει όμορφα είναι ένα και το αυτό εγχείρημα.
Πολύ χειρότερος όμως είναι αυτός που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθεί κανείς. Αν το λέει από πεποίθηση, γιατί δεν φεύγει από τη ζωή; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν αυτό αποτελεί εδραία πεποίθηση του. Αν πάλι το λέει έτσι στ’ αστεία, δείχνει ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν το σηκώνουν.
Κι ακόμη πρέπει να θυμόμαστε ότι το μέλλον δεν είναι εντελώς δι­κό μας αλλά ούτε κι εντελώς όχι δικό μας, ώστε μήτε να το προσμέ­νουμε ως εντελώς βέβαιο, μήτε πάλι να απελπιζόμαστε πως δεν πρό­κειται να ‘ρθει ποτέ!
Ας αναλογιστούμε ότι από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές κι άλ­λες χωρίς ουσία, και ότι από τις φυσικές επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες κι άλλες απλώς φυσικές από τις αναγκαίες, τέλος, επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες για την ευδαιμονία, άλλες για την αποφυγή σωματικών ενοχλήσεων, και άλλες για την ίδια τη ζωή. Η σωστή θεώ­ρηση αυτών των πραγμάτων ξέρει να ανάγει καθετί που επιλέγουμε και καθετί που αποφεύγουμε στην υγεία του σώματος και την ηρεμία της ψυχής, αφού σε τούτο συνίσταται ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής. Για χάρη αυτού του στόχου κάνουμε ό,τι κάνουμε: για να μην αισθανόμαστε πόνο και να μη μας κυριεύει ο φόβος. Κι όταν κάποια στιγμή το κατορθώσουμε αυτό, αμέσως καταλαγιάζει όλη η θύελλα της ψυχής, αφού το ζωντανό πλάσμα δεν έχει πια ανάγκη να κατευ­θύνει τα βήματά του σε κάτι που του λείπει και να αναζητήσει κάτι με το οποίο θα ολοκληρώσει το καλό της ψυχής και του σώματος. Την ηδονή, βλέπεις, την χρειαζόμαστε όταν η στέρηση της μας προξενεί πόνο* όταν δεν αισθανόμαστε πόνο,  δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.
 

(μετάφραση Νίκος Σκουρόπουλος)

Κι ο θάνατος δεν θα ᾽χει καμιά εξουσία

Έζησε πολλά χρόνια ο Επίκουρος, πέρασε χαρές τριγυρισμένος από αγαπημένους φίλους και μαθητές, αλλά πέρασε και στεναχώριες. Σαν κι αυτές που μπορεί να περνά κάθε άνθρωπος: φτώχεια, αρρώστιες, καθημερινά μικροπροβλήματα. Σαν κι αυτές που μπορεί να περνά κάθε δάσκαλος: ανταγωνισμό από τους ομότεχνους, αχαριστία και προδοσία από αγαπημένους μαθητές, όπως ο Τιμοκράτης. Κι αν στην καθημερινή μας ζωή μπορεί να υπάρχουν τόσα πράγματα, τόσες καταστάσεις, τόσα πρόσωπα που μας πονούνε, αυτός ο πόνος μοιάζει λίγος μπροστά σε εκείνον που νιώθουμε εξαιτίας του θανάτου.

Πώς τον αντιμετώπισε ο Επίκουρος; Ούτε ο θάνατος, που ταράζει και κάποτε αλλάζει τη ζωή του καθενός, δεν τάραξε τον φιλοσοφικό του βίο; Φτάνουν οι θεωρητικές διαβεβαιώσεις του ότι ο θάνατος δεν μας αφορά; Έστω, να μη φοβόμαστε τη ζωή μετά τον θάνατο, γιατί δεν υπάρχει· έστω, να μη φοβόμαστε τον ακραίο πόνο πριν από τον θάνατο, γιατί θα κρατήσει λίγο· έστω, να φεύγουμε από τη ζωή με ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε, γιατί τα ευχάριστα υπερισχύουν σε σύγκριση με τα δυσάρεστα. Τι γίνεται όμως με αυτούς που αφήνουμε πίσω μας; Και τι γίνεται με μας, όταν μας αφήνουν τα αγαπημένα μας πρόσωπα;

Ο Επίκουρος συγκλονίστηκε από τον θάνατο του φίλου του και νεότερου του Μητρόδωρου. Άφησε τον εαυτό του να νιώσει λύπη και να ξεσπάσει σε δάκρυα, γιατί η «απάθεια» μπορεί να οφείλεται σε ωμότητα. Δεν έδειξε αδιαφορία, ούτε έμεινε στα λόγια. Απεναντίας, φρόντισε πρακτικά θέματα, για την ανατροφή των παιδιών του φίλου του, για τα έξοδά τους. Αλλά και στη δική του διαθήκη καθόρισε με λεπτομέρειες την τύχη της περιουσίας του. Μα πάνω από όλα ενδιαφέρθηκε για ένα πράγμα: πώς να έχουν τα μέσα και να συνεχίζουν να φιλοσοφούν οι φίλοι και οι μαθητές του, να φιλοσοφούν και να τον θυμούνται. Γιατί μόνο αυτό νικά τον θάνατο, έλεγε: η «γλυκιά ανάμνηση» των όσων ζήσαμε και των όσων είπαμε μαζί με τους φίλους μας.

Την τελευταία μέρα της ζωής του, παρά τους πολυήμερους πόνους, έγραψε ο Επίκουρος στον φίλο του Ιδομενέα με ατάραχο νου: «Οι πόνοι της κύστης και του στομαχιού συνεχίζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση. Αλλά τους καταπολεμά η χαρά της ψυχής μου από την ανάμνηση των συζητήσεων που κάναμε μαζί.»

Πηγή : http://www.greek-language.gr/