Δημοκρατία και Νεοφιλελευθερισμός
Η δημοκρατία με την κλασική έννοια του όρου, δηλαδή της εξουσίας του δήμου (του λαού) είναι ο στόχος των επικυρίαρχων του σύγχρονου κόσμου, γιατί αποτελεί ίσως τη μοναδική λύση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι λαοί του πλανήτη, ακόμη κι εκείνων που δε διαθέτουν αυτό που στο σύγχρονο δυτικό κόσμο θα λέγαμε «δημοκρατική παράδοση».
Η δημοκρατία ορίζεται από τον Περικλή στον περίφημο «Επιτάφιό» του (Θουκυδίδης, Β, 37) ως το πολίτευμα εκείνο, σύμφωνα με το οποίο η εξουσία ασκείται από το δήμο, δηλαδή μια πλειοψηφία ελεύθερων πολιτών με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, που προασπίζεται τα συμφέροντα όχι μόνο των πλουσίων, αλλά και των απόρων. Χαρακτηριστικά της δημοκρατίας του Περικλή είναι η ισότητα απέναντι στους νόμους και η αξιοκρατία, που καθορίζεται αποκλειστικά από την αξιοσύνη και όχι από την καταγωγή ή την οικονομική κατάσταση του ατόμου.
Ο Αριστοτέλης πάλι, περιγράφει στα «Πολιτικά» του (Δ4, 22-26) διάφορες μορφές δημοκρατίας, εκ των οποίων φαίνεται να προκρίνει και να προτιμά εκείνη στην οποία μπορεί να συμμετέχει όποιος έχει δικαίωμα συμμετοχής στη βουλευτική και δικαστική εξουσία. Έτσι, διασφαλίζεται η συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση του νομοθετικού έργου και ταυτόχρονα η δυνατότητα να δικάζει, τον θέτει σε μια κατάσταση διαρκούς κοινωνικού ελέγχου, καθώς η θητεία του δικαστή ήταν με ημερομηνία λήξης κι επομένως ο πολίτης-δικαστής, μετά το πέρας της μπορούσε να γίνει πολίτης- δικαζόμενος.
Οπωσδήποτε, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που στηρίζεται σε τρεις βασικές αρχές : α) η εξουσία πηγάζει από το λαό, η κυβέρνηση δηλαδή απολαμβάνει την αποδοχή της λαϊκής πλειοψηφίας, είναι δημοφιλής, β) ο λαός συμμετέχει στην άσκηση της εξουσίας, είτε άμεσα, όπως γινόταν στην αρχαία Αθήνα του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ., είτε έμμεσα, όπως γίνεται στις σύγχρονες δημοκρατίες με τη συμμετοχή του λαού σε εκλογές, δημοψηφίσματα, λαϊκές ή εργατικές συνελεύσεις κλπ και γ) η εξουσία σε όλες τις μορφές της και με όλους τους φορείς της ασκείται προς όφελος του λαού, υπηρετεί και προασπίζει τα συμφέροντά όλων των κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων και όχι μόνο κάποιων τμημάτων της.
Σε κάθε περίπτωση, όπου και αν ανατρέξουμε στην ιστορία, θα διαπιστώσουμε ότι η δημοκρατία, έτσι όπως διαμορφώθηκε στο δυτικό κόσμο κατά τον εικοστό κυρίως αιώνα, (και παρά τις όποιες παραλείψεις, παρατυπίες και στρεβλώσεις της), θεωρείται το καλύτερο πολίτευμα και σίγουρα το πιο πειστικό, για να δίνει λύση στα προβλήματα της πλειονότητας των μελών μιας κοινωνίας, να προασπίζεται τα δικαιώματα των κοινωνικά και οικονομικά αδύναμων, να προστατεύει τους κοινωνικά κατώτερους από την απληστία της άρχουσας κοινωνικής και οικονομικής τάξης και να θωρακίζει τη δικαιοσύνη, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση, για να διασφαλίζεται η αρμονική κοινωνική συμβίωση.
Είναι το κατεξοχήν πολίτευμα που μπορεί να δώσει λύσεις στην εποχή μας και αυτό αποδεικνύεται από την εμπειρία των δημοκρατικών πολιτευμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι εκλογείς ασκούν πίεση στην πολιτική εξουσία, ώστε να εφαρμόσει ένα μέρος –όσο το δυνατό μεγαλύτερο- των προεκλογικών εξαγγελιών της και αποτελεί μια διαρκή απειλή πολιτικής τιμωρίας στις επόμενες εκλογές, σε περίπτωση αθέτησης των βασικών διακηρύξεών της. Μέσα από αυτές τις ζυμώσεις διαμορφώνεται η ιστορική πορεία των λαών και αυτό είναι ένα παράδειγμα που φαίνεται πως το έχει αποδεχτεί η πλειονότητα των ευρωπαϊκών λαών.
Ο «εχθρός» επομένως, του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ,που στην εποχή μας εκφράζεται με την επιβολή Μνημονίων και προγραμμάτων λιτότητας, είναι αναμφισβήτητα η ύπαρξη της δημοκρατίας- έστω και αυτών των υπολειμμάτων της- στις ευρωπαϊκές χώρες, η οποία μάλιστα αποτελεί και τη βασική προϋπόθεση συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καθώς ο οικονομικά ισχυρός ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το προσωπικό του κέρδος και μάλιστα επειδή αυτό πρέπει να παρουσιάζει μονίμως αυξητική τάση, ο μόνος τρόπος για να επιβάλει τα συμφέροντά του είναι ο εναγκαλισμός με την εκάστοτε πολιτική εξουσία, η οποία θα κληθεί να τα προασπίσει και να τα εγγυηθεί. Σε χώρες της Λατινικής Αμερικής ή της Μεταποικιακής εποχής της Αφρικής για παράδειγμα, ήταν πιο εύκολο να συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί τα δικτατορικά καθεστώτα που για δεκαετίες ήταν εγκαθιδρυμένα εκεί μπορούσαν να επιβάλουν δια της βίας το μοντέλο επικυριαρχίας των οικονομικά ισχυρών, είτε αυτοί ήταν γηγενείς επιχειρηματίες , είτε μετέπειτα πολυεθνικές εταιρείες. Η επιβολή αντιλαϊκών μέτρων γινόταν και εν μέρει γίνεται με τα όπλα και κάθε μορφή αντίστασης και πολύ περισσότερο επανάστασης θεωρείται εκ των προτέρων καταδικασμένη να πνιγεί στο αίμα.
Στις ευρωπαϊκές χώρες ωστόσο, που το δημοκρατικό πολίτευμα διασφαλίζει εν πολλοίς τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών, η επιβολή αντιλαϊκών πολιτικών δεν ήταν τόσο εύκολη υπόθεση, καθώς απαιτούσαν συνταγματική νομιμότητα, κοινοβουλευτικό έλεγχο, συμμετοχή των εργατικών και κοινωνικών φορέων στη διαμόρφωση πλαισίων εφαρμογής τους και πολλά άλλα τεχνικά ζητήματα. Ο νεοφιλελευθερισμός και οι σύγχρονοι εκπρόσωποί του (τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, πολυεθνικές εταιρείες) σε μια εποχή που υπάρχει ως κοινή παραδοχή κρίση του καπιταλισμού δυσκολευόταν να κάνει πράξη το σύνθημά του : «όλοι μέτοχοι, όλοι επιχειρηματίες, τα πάντα στους ιδιώτες», γιατί υπήρχαν ακόμη θύλακες αντίστασης, τόσο στους χώρους των εργατικών συνδικάτων, όσο και στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, που άλλοτε με ακτιβιστική και άλλοτε με λιγότερο ενεργητική δράση, αντιστέκονταν στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους και στην υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους.
Έπρεπε λοιπόν, να βρεθεί ένας τρόπος να καμφθούν αυτές οι αντιστάσεις, ώστε να επιβληθεί το επικυρίαρχο νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Οι κυβερνήσεις εξάλλου, υπό το φόβο της απώλειας της εξουσίας τους φρόντιζαν να κάνουν πολλές υπαναχωρήσεις στις διεκδικήσεις των αδύναμων λαϊκών στρωμάτων, πράγμα που καθυστερούσε την εξέλιξη του νεοφιλελεύθερου μοντέλου την ώρα που ανταγωνισμός των τραπεζών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των πολυεθνικών εταιρειών αυξανόταν με ταχείς ρυθμούς.
Το σχέδιο που καταστρώθηκε και συνεχίζει να εξελίσσεται και σήμερα συμπυκνώνεται στο εξής σύνθημα : «Λιγότερη Δημοκρατία για τους λαούς, περισσότερα κέρδη για μας». Με δεδομένο ότι κανένας λαός και καμιά λαϊκή πλειοψηφία δεν μπορεί να αποδεχτεί μέτρα λιτότητας οικειοθελώς και αφαίρεση δικαιωμάτων σε περίπτωση που καλούνταν να αποφασίσει, έπρεπε να βρεθεί ένα σχέδιο, ώστε να απορροφηθεί ο πλούτος με τρόπο κάπως αργό μεν, αλλά σίγουρα πιο αποτελεσματικό.
Η Δημοκρατία που υποτίθεται προστατεύει τα συμφέροντα του λαού, τα δικαιώματά του, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ισονομία, τη ισοπολιτεία, έπρεπε με κάθε τρόπο να πληγεί και να τραυματιστεί, ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο ο ρόλος της στη αναχαίτιση του νεοφιλελευθερισμού. Στις μέρες μας, δυστυχώς για τους εμπνευστές του σχεδίου αυτού, δε ζει ένας Χίτλερ ή ένας Μουσολίνι, για να εφαρμόσει πρόθυμα τις επιταγές τους και τα ακροδεξιά ευρωπαϊκά κόμματα, παρά τις …φιλότιμες προσπάθειες που κάνουν, έχουν αποδειχθεί κατώτερα των περιστάσεων…
Έτσι λοιπόν, η αστική δημοκρατία που άρχισε να διαμορφώνεται από την περίοδο ακόμη της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και κορυφώθηκε με την ευρωπαϊκή ενοποίηση και τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβόνας, μπήκε στο στόχαστρο και άρχισε η σταδιακή αποδόμηση της. Η όλη προσπάθεια στηρίχτηκε και στηρίζεται στους εξής πυλώνες : 1) διάλυση των εργατικών συνδικάτων και ταυτόχρονη κατάργηση όλων σχεδόν των δικαιωμάτων των εργαζομένων, 2)δημιουργία κλίματος αποστροφής για την πολιτική ζωή και τους πολιτικούς γενικότερα, 3)σταδιακή απομείωση των κονδυλίων για το κράτος πρόνοιας, 4)προπαγάνδα και τρομοκρατία. Οι πυλώνες αυτοί της καταστροφής της δημοκρατίας δεν έχουν αξιολογική σειρά και μάλλον συνυπάρχουν ταυτόχρονα και με σχέση αμοιβαιότητας.
Με την πίεση που ασκούν οι οικονομικοί επικυρίαρχοι στις πολιτικές ηγεσίες και με δέλεαρ τη χρηματοδότηση των κομμάτων τους και των προεκλογικών εκστρατειών τους έχουν καταφέρει ως σήμερα να περιορίσουν τα εργατικά δικαιώματα. Η διαφθορά των επικεφαλής των συνδικαλιστικών φορέων τους και ο εναγκαλισμός τους με την εκάστοτε πολιτική εξουσία σε συνδυασμό με τον εκφυλισμό των εργατικών συνελεύσεων, δηλαδή των κατεξοχήν δημοκρατικών διαδικασιών για τη λήψη αποφάσεων στο χώρο εργασίας και με τη σταδιακή μείωση των μισθών που προκαλεί εξουθένωση και άγχος για την κάλυψη βασικών αναγκών, οδήγησαν στην απαξίωση κάθε αγώνα διεκδίκησης και ακύρωσαν το ρόλο του πιο δημοκρατικού χώρου, του χώρου της εργασίας. Οι ιδέες έπαψαν να ζυμώνονται στους χώρους εργασίας και οι διεκδικήσεις περιορίστηκαν σε μικροσυμφέροντα συντεχνιακών ομάδων, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε μια ζηλόφθονη στάση μεταξύ των επαγγελματικών τάξεων, που αφορούσε τις συνθήκες εργασίας, τους μισθούς, την ασφάλιση και πολλά άλλα.
Η επαπειλούμενη απόλυση, και μάλιστα χωρίς αποζημίωση, μετατρέπει το εργατικό δυναμικό σε ένα πειθήνιο όργανο ,σε ένα σύγχρονο σκλάβο, που δεν τολμά να σηκώσει κεφάλι, ιδιαίτερα στην εποχή μας που οι οικονομικές υποχρεώσεις του είναι αυξημένες και το μοντέλο ζωής του ιδιαίτερα «ακριβό». Αφού πρώτα δημιουργήθηκε εντέχνως ένας κόσμος «ευημερίας» που στηρίζεται αποκλειστικά σχεδόν στα υλικά αγαθά (σπίτι, αυτοκίνητο, ηλεκτρικές συσκευές, διακοπές, σπουδές παιδιών κ.ά) ο εργαζόμενος εγκλωβίστηκε μέσα σε αυτόν, τόσο σωματικά, όσο και ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί εύκολα να απαρνηθεί τα «κεκτημένα» του, για τα οποία τόσο πολύ κόπιασε ώσπου να τα αποκτήσει. Εντάσσεται και τελικά παγιδεύεται μέσα σε ένα κοινωνικό στάτους, από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει. Ο φόβος της απόλυσης, το άγχος για την ανταπόκριση στις ατομικές και οικογενειακές υποχρεώσεις οδήγησε στη απουσία διάθεσης για συμμετοχή σε συνελεύσεις και αρχαιρεσίες, πολύ δε περισσότερο σε κάθε μορφή διαμαρτυρίας και αντίδρασης σε αντεργατικά μέτρα που ψηφίστηκαν και συνεχίζουν να ψηφίζονται. Ο πρώτος στόχος επομένως, που ήταν ο ευνουχισμός του κατεξοχήν δημοκρατικού χώρου, δηλαδή του εργατικού, επετεύχθη.
Παράλληλα με τη επίθεση στα εργατικά δικαιώματα καλλιεργείται ένα κλίμα αποστροφής των πολιτών για την πολιτική και τους πολιτικούς. Οι επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις αποδεικνύουν σε λίγα σχετικά χρόνια ότι τίποτα στην ουσία δεν αλλάζει, ότι οι πολιτικοί σχεδόν ποτέ δεν ικανοποιούν και δεν υλοποιούν τα αιτήματα των ψηφοφόρων τους, ότι οι εξαγγελίες τους για κοινωνική δικαιοσύνη, για κράτος πρόνοιας, για θέσεις εργασίας και γενικότερα για τη βελτίωση της ποιότητας ζωή τους είναι κενές περιεχομένου. Το αποκορύφωμα της ασυνέπειας ανάμεσα στον πολιτικό λόγο και στην πολιτική πράξη σημειώθηκε στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 2015, όταν το αίτημα του ελληνικού λαού για αποκήρυξη του προτεινόμενου τότε μνημονίου, αν και υπερψηφίστηκε σε δημοψήφισμα με ποσοστό περίπου 62%, η τότε ελληνική κυβέρνηση (και μάλιστα της αριστεράς, η οποί αγωνίστηκε για την επικράτηση του «Όχι») το «μετέτρεψε» σε μια μεγαλοπρεπή αποδοχή ενός νέου μνημονίου με τη δικαιολογία ότι όσα διακυβεύονταν ήταν αδύνατο να ελεγχθούν και θα οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη… καταστροφή, στην αποβολή της χώρα από τη νομισματική ένωση του ευρώ και κατ’ επέκταση την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διαφθορά των πολιτικών σε συνδυασμό με τη φθορά που προκαλεί η ίδια η εξουσία τόσο στους φορείς, όσο και στους θεσμικούς της παράγοντες, δημιουργεί αισθήματα αποστροφής, που ενισχύονται και υποθάλπονται από τα πανίσχυρα μέσα μαζικής ενημέρωσης, των οποίων ο ρόλος είναι καθοριστικός στη δημιουργία αυτού του «απολιτικού» (sic) ρεύματος. Σταδιακά η πεποίθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει, ότι τα πάντα είναι προκαθορισμένα, ότι δεν έχει καμιά απολύτως σημασία η λαϊκή βούληση, αφού τα πάντα καθορίζονται από ανώτερες δυνάμεις που κινούν τα νήματα του κόσμου εδραιώνεται και σε συνδυασμό με θεωρίες συνομωσίας και που αναδεικνύονται σε τακτά διαστήματα ως απάντηση στα ερωτηματικά που γεννιούνται στον κόσμο, η απέχθεια του κόσμου για την πολιτική διογκώνεται μέρα με τη μέρα. Οι διαχωριστικές γραμμές διαγράφονται, οι διαχωρισμοί και οι ιδεολογικές αποχρώσεις εκμηδενίζονται. Για την πλειονότητα των απλών ανθρώπων ο κομμουνισμός είναι ταυτόσημος με το φασισμό, οι πρακτικές της δεξιάς δε διαφέρουν σε τίποτα από εκείνες της αριστεράς και η φασίζουσα συνθηματολογία ότι «όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι» αποκτά χαρακτηριστικά δογματικού αυταπόδεικτου. Εμπεδώνεται η βεβαιότητα ότι η συμμετοχή με οποιοδήποτε τρόπο στα πολιτικά πράγματα, ακόμη και με την προσέλευση στις κάλπες, είναι ανούσια, περιττή-εφόσον οι αποφάσεις τελικά λαμβάνονται ερήμην του λαού- και πολλές φορές κατακριτέα από το στενό κοινωνικό περιβάλλον των συγγενών, των συναδέλφων ή των φίλων.
Εντέλει η αποστροφή αυτή για τα πολιτικά πράγματα εκφράζεται στις εκλογές με τη μαζική αποχή των πιο παραγωγικών κοινωνικών ομάδων, όπως αυτό φαίνεται από το σύνολο των εκλογικών αναμετρήσεων σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως, που τα ποσοστά αποχής φτάνουν και ξεπερνούν σε πολλές περιπτώσεις το 50%. Το μισό δηλαδή εκλογικό σώμα μιας χώρας απέχει συνειδητά από τις εκλογικές διαδικασίες, με σκοπό να τιμωρήσει τους «κακούς, ψεύτες και διεφθαρμένους» πολιτικούς, ενώ στην πραγματικότητα αυτός ακριβώς είναι ο στόχος των πολιτικών που εφαρμόζουν τις εντολές και τα σχέδια των ταγών τους, δηλαδή των οικονομικά επικυρίαρχων «φίλων» τους.
Με τους πολίτες απογοητευμένους από την πολιτική και ταυτόχρονα τη συνεχή εξουθένωση των εργαζομένων από τις συνεχείς μειώσεις των μισθών τους, τις απολύσεις, τα ελαστικά ωράρια εργασίας και την αφαίμαξη των δικαιωμάτων τους, η περιστολή των δαπανών για το κράτος πρόνοιας γίνεται ολοένα και ευκολότερη υπόθεση. Οι κρατικές δαπάνες για την υγεία και την εκπαίδευση μειώνονται συνεχώς, τα επιδόματα σε ανέργους ελαχιστοποιούνται, η πρόνοια σε άπορους και σε αρρώστους σχεδόν εκμηδενίζεται, μεγάλες κοινωνικά ομάδες περιθωριοποιούνται και γενικότερα η κοινωνική αλληλεγγύη που χαρακτηρίζει γενικά την ανθρώπινη κοινωνία ως προϋπόθεση επιβίωσης και αρμονικής συμβίωσης υποβαθμίζεται ως έννοια και τελικά απαξιώνεται.
Τα κονδύλια που διανέμει το κράτος για τις κοινωνικές δαπάνες μειώνονται με τη δικαιολογία της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, που για έναν «ανεξήγητο» λόγο παραμένει πάντα υψηλό, με τελικό στόχο την πλήρη απαξίωση των κρατικών δομών, όπως της υγείας και της εκπαίδευσης, για παράδειγμα. Τα αποτελέσματα αυτής της απαξίωσης είναι ορατά : τα νοσοκομεία υποχρηματοδοτούνται, οι υλικοτεχνικές υποδομές τους σταδιακά καταστρέφονται ή θεωρούνται ήδη απαρχαιωμένες, η φαρμακευτική κάλυψη των ασφαλισμένων περιορίζεται, το νοσηλευτικό προσωπικό δεν ενισχύεται και το ιατρικό δεν ανανεώνεται. Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στα δημόσια σχολεία, με σχολικά κτίρια παλιά, με μαθητές που στοιβάζονται σε πολυμελή τμήματα, με δασκάλους και καθηγητές χωρίς επιμόρφωση, χωρίς ικανοποιητικούς μισθούς, απαξιωμένους και στιγματισμένους ως ανεπαρκείς και υπεύθυνους για όλες τις κακοδαιμονίες της δημόσιας εκπαίδευσης.
Ανάλογες καταστάσεις μπορεί κανείς να παρατηρήσει σε όλες τις δομές του λεγόμενου κοινωνικού κράτους, είτε αυτό αφορά δημόσιες υπηρεσίες και φορείς, είτε δημόσιες συγκοινωνίες και επιχειρήσεις παροχής κοινωνικών αγαθών, όπως το ηλεκτρικό ρεύμα και το νερό. Κοινός παρονομαστής όλων είναι η απαξίωση και ο ευτελισμός των δημόσιων αγαθών. Οι πολίτες αγανακτούν, τα μίντια προβάλλουν τις ανεπάρκειες του κοινωνικού κράτους ενισχύοντας την μήνι των πολιτών που «πληρώνουν από την τσέπη τους το… κακό, δυσλειτουργικό και κοστοβόρο δημόσιο, η αναντιστοιχία ανάμεσα στη φορολογία και στην αναταποδοτικότητα των φόρων μεγεθύνεται και η άποψη ότι καθετί δημόσιο υπολειτουργεί ή δε λειτουργεί καθόλου κυριαρχεί. Τελικά, το αίσθημα αυτό περί ανεπάρκειας και κακοδιαχείρισης του δημόσιου τομέα γίνεται πεποίθηση. Είναι επομένως, πολύ εύλογο για τους περισσότερους πολίτες να αντικατασταθεί από ένα άλλο μοντέλο που θα στηρίζεται- ω, του θαύματος !- αποκλειστικά στα ιδιωτικά κεφάλαια και στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
Η τακτική του νεοφιλελευθερισμού και πάλι θριαμβεύει ! Οτιδήποτε δημόσιο δε λειτουργεί σωστά (ασχέτως εάν αυτό γίνεται εσκεμμένα από τους φορείς της πολιτικής εξουσίας) καταργείται ή… μεταρρυθμίζεται και αντικαθίσταται από το ιδιωτικό, που χαρακτηρίζεται εξαρχής και αυτομάτως ποιοτικά καλύτερο, αφού είναι προϊόν δήθεν υγιούς ανταγωνισμού, δεν έχει (;) κομματικές εξαρτήσεις, διαθέτει προσωπικό που δεν τεμπελιάζει, δεν απεργεί, δε διαμαρτύρεται, προσφέρει αγόγγυστα τις υπηρεσίες του και παρόλο που είναι λίγο… ακριβό, αξίζει τα λεφτά του. Και μάλιστα, όλα αυτά γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των πολιτών που εγκρίνει τη μετάβαση αυτή, παρόλο που σύντομα διαπιστώνει ότι το κόστος αυτής της μετάβασης από το δημόσιο στο ιδιωτικό όχι μόνο δε συνάδει με τις οικονομικές του δυνατότητες, αλλά ο απώτερος στόχος του είναι η αφαίμαξη των οικονομικών του πόρων και η υποταγή σε ένα σύστημα που υπηρετεί μόνο τους οικονομικά επικυρίαρχους. Το δημοκρατικό κεκτημένο του κοινωνικού κράτους, το διακοινωνικό και διαχρονικό αίτημα της πρόνοιας προς τους άπορους και τους ασθενέστερους συνθλίβεται. Το αποτέλεσμα είναι μεγάλα ποσοστά των μελών μιας κοινωνίας να χάνουν την απαραίτητη πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά, που θα τους επιτρέψουν να έχουν ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο, ώστε να ενδιαφερθούν μέσα από τη συμμετοχή σε δημοκρατικές διαδικασίες για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής όλων ανεξαιρέτως των πολιτών ανεξαρτήτως της οικονομικής δυνατότητας του καθενός. Γιατί, όταν ένα κράτος δε διασφαλίζει πρωτίστως τις βασικές βιοτικές ανάγκες των πολιτών του (υγεία, παιδεία, ασφάλεια κ.ά) η αλληλεγγύη ατονεί και η δημοκρατική συνείδηση υποχωρεί και εκφυλίζεται.
Ως επιστέγασμα της προσπάθειας του νεοφιλελευθερισμού να περιορίσει τη δημοκρατία, ώστε να επιτύχει ταχύτερα κι ευκολότερα το σκοπό του, που είναι η υπερσυγκέντρωση του πλούτου, για τα παιχνίδια εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο, έρχεται η προπαγάνδα που αναπτύσσεται σε χώρες, όπως η Ελλάδα και η τρομοκράτηση των πολιτών. Η μη αποδοχή και εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών που επιβάλλονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα οδηγήσουν στη χρεοκοπία και στη συνακόλουθη δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου. Ένας ολόκληρος μηχανισμός προαπαγάνδας από δημοσιογράφους, πολιτικούς, «έγκριτους» οικονομολόγους, διεθνολόγους και λοιπούς «ειδήμονες» στήνεται και αναπαράγεται νυχθημερόν από τα Μ.Μ.Ε η άποψη ότι η λιτότητα είναι η μονόδρομος, ενώ ακόμη και οι αντίθετες φωνές λειτουργούν μάλλον αποπροσανατολιστικά δίνοντας μια ψευδαίσθηση αντικειμενικής υπερίσχυσης των υποστηρικτών των μνημονίων.
Έχει προηγηθεί βέβαια, η τεχνητή διόγκωση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, που αποτελεί ένα μόνιμο σημείο αναφοράς και καθορίζει την ατομική και συλλογική ζωή. Από τη μια μεριά, οι ιδιώτες δανείζονται για να ικανοποιήσουν τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες τους που επιβάλλονται μέσα από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της διαφήμισης, και από την άλλη μεριά, οι χώρες χρεώνονται υπερβολικά ποσά από την υπερκοστολόγηση δημοσίων έργων, τις μίζες σε πολιτικούς, τις υπερβολικές παροχές σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα και κοινωνικές ομάδες, την κακοδιαχείριση τω δημόσιων πόρων, την διασπάθιση του δημόσιου χρήματος και την ποικιλότροπη καταλήστευση της δημόσιας περιουσίας.
Σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί και «ειδικοί» εθελόδουλοι του νεοφιλελευθερισμού περιστρέφουν την επιχειρηματολογία τους γύρω από την ηθική υποχρέωση αποπληρωμής του χρέους από τη μια μεριά, και αφορά τόσο τον κάθε πολίτη ξεχωριστά, όσο και τη χώρα στο σύνολό της, και από την άλλη αποσκοπούν στην καλλιέργεια της αντίληψης ότι για τη δημιουργία χρέους είναι συνυπεύθυνοι όχι μόνον οι πολιτικοί, αλλά και οι πολίτες που τους ψήφισαν και τους έδωσαν τη δύναμη να εφαρμόσουν τις ληστρικές πολιτικές τους. Η χυδαία εξομοίωση και ισοφάριση των ευθυνών αποσκοπεί στην ενοχική αποδοχή του χρέους ως μόνιμη υποχρέωση του συνόλου των πολιτών μιας χώρας, όχι μόνον όσων βρίσκονται εν ζωή, αλλά και των μελλοντικών πολλών γενιών. Ταυτόχρονα βέβαια, υποβαθμίζουν την αξία της δημοκρατίας χαρακτηρίζοντας συχνά-πυκνά τους πολίτες που ψηφίζουν αφελείς, αδαείς ή και ηλίθιους για τις επιλογές τους.
Στην Ελλάδα ο μηχανισμός προπαγάνδας, αφού πρώτα απέκρυψε επί σειρά ετών την αληθινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, σιγοντάρισε τις ατασθαλίες των πολιτικών και των κυβερνήσεων που αναδείχθηκαν μετά τη Μεταπολίτευση του 1974. Το πλέγμα ήταν απλό : επιχειρηματίες κυρίως από τον εργολαβικό, βιομηχανικό και εφοπλιστικό χώρο απέκτησαν μέσα μαζικής ενημέρωσης που στήριζαν τις κυβερνήσεις, αναδείκνυαν πολιτικά πρόσωπα, διαμόρφωναν πολιτικές συνειδήσεις και ιδεολογικές κατευθύνσεις, πάντα με σκοπό το ίδιον συμφέρον. Εκβιάζοντας, άλλοτε άμεσα, και άλλοτε έμμεσα, πιέζοντας να ψηφιστούν και να εφαρμοστούν μέτρα και νόμοι που θα διευκόλυναν τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια τους, κατάφεραν με μια επίφαση ελευθεροτυπίας να επιβάλουν τις επιδιώξεις τους. Εκφραστές αυτής της διαπλοκής έγιναν δημοσιογράφοι- σταρ που απέκτησαν κύρος και προβολή , αν και προπαγάνδιζαν όλα τα αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα που ψηφίζονταν και τρομοκρατούσαν το αναγνωστικό, το ραδιοφωνικό και κυρίως το τηλεοπτικό κοινό με τα επερχόμενα δεινά που θα ακολουθούσε η άρνηση εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών, που φάνταζαν ως η μοναδική λύση. Με ψέματα, διαστρέβλωση της πραγματικότητας, παραποίηση στοιχείων οικονομικών, απόκρυψη ειδήσεων και γεγονότων και χυδαία επίθεση σε οποιονδήποτε διατύπωνε και την παραμικρή αντίρρηση στις επιταγές των αφεντικών τους, κατάφεραν να πείσουν ένα πολύ μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος ότι η ενοχική παραδοχή της συνυπευθυνότητας για την κατάντια της χώρας θα μπορούσε να εξαγνιστεί κι επομένως να συγχωρεθεί μόνον με την αποδοχή των μέτρων λιτότητας που επέβαλε το Μνημόνιο συνεργασίας που μας πρότεινε η οικονομική ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ένας ολόκληρος λαός υποτάχθηκε σε ένα φαύλο μιντιοκρατικό σύστημα, που στηριζόταν από επιχειρηματίες ιδιώτες και (παρά την παράνομη και χωρίς άδεια λειτουργίας για δεκαετίες εκπομπή τους) είχε την πολιτική, νομοθετική και επομένως νομική στήριξη των κυβερνήσεων, που απλώς εφάρμοζαν τις επιθυμίες των επιχειρηματιών αυτών, με αντάλλαγμα να παρατείνουν οι ίδιες το χρόνο παραμονής τους στην εξουσία.
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι τα Μνημόνια ή αλλιώς Σύμφωνα οικονομικής σταθερότητας δεν είναι απλές οικονομικές συμφωνίες, αλλά καθεστώτα με πολιτικά χαρακτηριστικά. Τα μνημόνια που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από την Τρόικα (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή- Comission) δεν αποσκοπούσαν τη σωτηρία της χώρας από τη χρεοκοπία, αλλά τη διάσωση των γαλλικών και γερμανικών αρχικά τραπεζών και στη συνέχεια του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για να επιβληθούν και να εφαρμοστούν, έπρεπε να βρεθούν πρόθυμες κυβερνήσεις, που θα ήταν διατεθειμένες να κάμψουν τις δικαιολογημένες αντιδράσεις του κόσμου, που μέσα λίγα χρόνια δέχτηκε μια ανελέητη επίθεση στους μισθούς του, στα εργασιακά δικαιώματά του και είδε το κοινωνικό κράτος να υποβαθμίζεται στερώντας του βασικά προνοιακά προνόμια υποβαθμίζοντας δραματικά την ποιότητα ζωής του. Η επιβολή τους προϋποθέτει ακόμη την υποβάθμιση της δημοκρατίας και την αλλοίωση των βασικών αρχών της. Ο αποδημοκρατισμός (sic) της ελληνικής κοινωνίας με τους τρόπους και που περιγράφηκαν παραπάνω και πιθανόν και με άλλους μεθοδεύεται επιστημονικά και «χειρουργικά».
Η εφαρμογή του παγκόσμιου νεοφιλελεύθερου σχεδίου, του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, είχε πειραματικό χαρακτήρα στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί πρόκριμα για όσα ήδη σχεδιάζονται και έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται ακόμη και στις πιο προηγμένες και οικονομικά ισχυρές χώρες της Ευρώπης (στις ΗΠΑ τα νεοφιλελεύθερα προγράμματα έχουν ήδη αποκόψει ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού από τομείς, όπως η δημόσια υγεία και η δημόσια εκπαίδευση, η ανεργία καλπάζει και οι κοινωνικές παροχές έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο). Η δημοκρατική αντίδραση των πολιτών της Ευρώπης και της Αμερικής είναι η μοναδικός τρόπος ανάσχεσης της κρίσης με την εκλογή κυβερνήσεων που θα σέβονται τις βασικές δημοκρατικές αρχές. Αν δεν αναβιώσουν αυτές οι βασικές αρχές της δημοκρατίας, οι οποίες στην εποχή μας έχουν πληγεί και σε πολλές περιπτώσεις έχουν ακυρωθεί από την επέλαση του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού η επανάσταση εναντίον της λαίλαπας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι πολύ δύσκολη και ίσως αδύνατη…
«Ζούμε σε έναν πλανήτη, στο οποίο έχει κυριαρχήσει ο νεοφιλελεύθερος κανιβαλισμός. Οι 500 μεγαλύτερες πολυεθνικές ελέγχουν το 52,8% του παγκοσμίου ακαθαρίστου προϊόντος, ύψους 73,8 τρις $ το 2013.
Την ίδια στιγμή αυξάνεται ραγδαία η φτώχεια στο μισό νότιο ημισφαίριο – ενώ κάθε πέντε δευτερόλεπτα πεθαίνει από την πείνα ένα παιδί. Σχεδόν 1 δις άνθρωποι υποσιτίζονται, σε έναν πλανήτη που είναι πάμπλουτος και ανήκει σε όλους» (J. Ziegler).
Σημειώσεις
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1
http://akritas–neoliberalism.blogspot.gr/2016/05/blog–post.html#more
http://www.analyst.gr/2016/04/20/to–sistima–tou–xreous/
http://www.analyst.gr/2015/05/14/i–igemonia–tou–neofileleftherismou/
http://www.analyst.gr/2014/10/06/h–tromokratia–ths–enimerosis/
Ντοκιμαντέρ : “Requiem for the American Dream”, 2015
Ντοκιμαντέρ : “Where to invade next”, Michael Moore, 2015
MaurizioLazzarato, «Η κατασκευή του χρεωμένου ανθρώπου», Εκδ. «Αλεξάνδρεια», 2014
31/7/2016