dali2

 

 

Η ελλειμματική κριτική σκέψη στην εποχή μας

 

 

 

Η ικανότητα κριτικής σκέψης των ανθρώπων σήμερα διέρχεται μια βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση. Καθημερινά παρατηρούμε γύρω μας ανθρώπους που αδυνατούν να κρίνουν με βάση την απλή λογική. Δυσκολεύονται να εξαγάγουν και τα πιο απλά συμπεράσματα αναζητώντας καταφανή αίτια, που ακόμα κι όταν τους παρέχονται έτοιμα και μπροστά στα μάτια τους, αρνούνται να τα κάνουν εργαλεία σκέψης. Με μια αξιοθαύμαστη ευκολία  τα απορρίπτουν και ορισμένες φορές φτάνουν στο σημείο να μην τα αναγνωρίζουν καν ως αίτια.

 

Το «πρόβλημα» δεν εντοπίζεται μόνο στην υποκειμενική αντίληψη των βαθύτερων αιτίων ενός γεγονότος. Δεν έχει να κάνει δηλαδή, μόνο με το διαφορετικό τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς ένα αίτιο ως αίτιο, αλλά σχετίζεται και με τη δυσκολία να γίνει κατανοητός ο ρόλος ενός αιτίου και η καταλυτική δύναμη που ενδεχομένως έχει στη δημιουργία ενός φαινόμενου ή στην καταλυτική επίδραση που ασκεί στην εξέλιξη ενός φαινομένου ή στη γενεσιουργό δύναμη, που μπορεί να έχει, όσον αφορά την πρόκληση ενός φαινομένου ή ενός γεγονότος.

 

Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι πολλοί άνθρωποι στον κοινωνικό μας περίγυρο βιώνουν μια πρωτοφανή οικονομική κρίση, αλλά όταν αναζητήσουν τα αίτια που οδήγησαν στην κρίση αυτή, οι απόψεις διίστανται ή απλώς δεν υπάρχουν, όχι γιατί τα αίτια που προβάλλονται είναι ψευδή ή στρεβλά, αλλά γιατί δεν μπορούν να συνδέσουν με μια λογική συνέπεια τα αίτια αυτά με τα αποτελέσματα της κρίσης που βιώνουν. Αν κάποιος χάνει τη δουλειά του και παραμένει για πολλούς μήνες άνεργος, ικανοποιείται με την απάντηση του εργοδότη του ότι «οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά», πράγμα που ενδεχομένως να είναι εμφανές και δεν αναζητά τους λόγους-οικονομικούς και πολιτικούς- για τους οποίους οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και κατά συνέπεια ο ίδιος οδηγήθηκε στην ανεργία. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να δει σε βάθος μερικών μηνών ή και χρόνων την πολιτική και οικονομική κατάσταση στη χώρα του, τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, τις δυσλειτουργίες της δικαιοσύνης, το φορολογικό σύστημα, τις εργασιακές σχέσεις και τόσα άλλα που καθορίζουν μια οικονομική κρίση. Αν μάλιστα του πεις να κάνει μια αναγωγή και μια σύγκριση με την παγκόσμια συγκυρία και να αναζητήσει τα βαθύτερα αίτια της κρίσης αυτής στην παγκοσμιοποιημένη ίσως κοινωνία και στις οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται σε ένα δαιδαλώδη παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό ιστό, εκεί είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα αντιδράσει περίπου… επιθετικά.

 

Παρόλο που βλέπει γύρω του τον ισχυρό να θριαμβεύει και την αναξιοκρατία να επικρατεί, παρόλο που παρακολουθεί βουβός τα τεκταινόμενα και νιώθει ανήμπορος να αντιδράσει στη σκανδαλώδη εύνοια των οικονομικά ισχυρών, που εκδηλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, από την οικονομία και τη δικαιοσύνη ως το ποδόσφαιρο και την πολιτική, δε δέχεται να υποστεί τη βάσανο της ανάλυσης των αιτιών και να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα, που θα ενεργοποιήσουν πιθανώς τις όποιες αντιδράσεις του. Ακόμη και αν αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια συνειδητοποίηση θα τον οδηγούσε σε δράση και σε αντιδραστική στάση απέναντι στην αδικία που υφίσταται, δεν επιθυμεί να διαθέσει χρόνο για να σκεφτεί τους λόγους που δημιουργούν τις καταστάσεις που ζει.

 

Όλα τα παραπάνω συμπτώματα, που μπορούν να αποδειχθούν και να πιστοποιηθούν με αμέτρητα παραδείγματα από την καθημερινή πρακτική δεν οφείλονται, ούτε στην αβελτηρία των ανθρώπων, ούτε σε μια φυσική αδυναμία να ασκήσουν και να εφαρμόσουν την όποια κριτική σκέψη τους στην καθημερινότητά τους. Κατά τη γνώμη μου οφείλονται σε δυο βασικούς λόγους : πρώτον, στην έλλειψη ή στην πλημμελή μετάδοση της γενικής παιδείας, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται στην οικογένεια, στο σχολείο και στην κοινωνία, και δεύτερον, στην συντεταγμένη προσπάθεια της εκάστοτε εξουσίας να στερήσει από τους υπηκόους της το όπλο που διαθέτουν και λέγεται κριτική σκέψη ως αποτέλεσμα του ορθού λόγου.

 

Από τη μια μεριά, η κακή ή ανεπαρκής στην καλύτερη περίπτωση παιδεία που παρέχεται στη χώρα μας, ειδικότερα τις τελευταίες δεκαετίες, δεν πηγάζει μόνον από το συνεχώς υποβαθμιζόμενο εν γένει εκπαιδευτικό σύστημα. Οι μαθητές εθίζονται από πολύ μικρή ηλικία στην αποστήθιση, στην έτοιμη γνώση, στο δάσκαλο- παντογνώστη, που ως αυθεντία παρέχει τη γνώση έτοιμη και με τρόπο που δύσκολα επιδέχεται αμφισβήτηση. Η γνώση είναι συνήθως μια αφοριστική αλήθεια που είτε ως επιστημονικά τεκμηριωμένο αξίωμα, είτε ως απόσταγμα της λαϊκής σοφίας, δεν αντέχει καμιά αμφισβήτηση. Δεν έχει νόημα ο μαθητής να αμφιβάλλει για τη σχολική γνώση που αποκτά από το μοναδικό εγχειρίδιο- «ευαγγέλιο» που του παρέχεται στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, γιατί έτσι θέτει σε άμεσο κίνδυνο η βαθμολογική του επίδοση και μπαίνει στο στόχαστρο του δασκάλου ή του καθηγητή του, ενώ για τους συμμαθητές του γίνεται συνήθως ο «σπασίκλας» και στη συνέχεια αποτελεί αντικείμενο κοινωνικής χλεύης και σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις καταντά θύμα buling(εκφοβισμού). Η στείρα κατάκτηση της γνώσης που προέκυψε από την αποστήθιση, αρκεί να ανοίξει τις θύρες του πανεπιστημίου ή γενικά των ανώτερων σπουδών, πράγμα που ικανοποιεί πλήρως τη μεγαλύτερη μερίδα των μαθητών και των γονιών τους. Έτσι, στα πιο κρίσιμα νεανικά χρόνια, κατά τα οποία διαμορφώνεται οριστικά ο χαρακτήρας, το πνευματικό επίπεδο και η συνείδηση, η γνώση έχει καθαρά χρησιμοθηρικό πρόσημο και δεν αποτελεί εργαλείο βαθύτερης και αναλυτικότερης σκέψης. 

 

Από την άλλη μεριά, η εκάστοτε πολιτική εξουσία, σε αγαστή συνεργασία με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα ποικιλώνυμα οικονομικά συμφέροντα, ενισχύει την υποβάθμιση της κριτικής σκέψης ποικιλότροπα. Η ιδιωτική κυρίως τηλεόραση, για παράδειγμα, προβάλλει χαμηλής ποιότητας- αισθητικής και πνευματικής- προγράμματα, που δεν προβληματίζουν και δεν κινητοποιούν τη φαντασία και τη σκέψη, αλλά στοχεύουν στην ανάλαφρη διασκέδαση, που στην καλύτερη περίπτωση αγγίζει το κουτσομπολιό και τη σαχλαμάρα. Εκατομμύρια τηλεθεατές εθίζονται στην ενασχόληση με την ιδιωτική ζωή «διασήμων» και «διασημοτήτων» από το χώρο της «τέχνης», χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι η ενασχόληση αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την προσωπική ζωή τους, δεν επηρεάζει καθόλου τη δουλειά τους και δεν έχει καμιά επίδραση στην ατομική ή και οικογενειακή τους ευτυχία που είναι ο βασικός στόχος της ζωής όλων των ανθρώπων, όπως θα επιβεβαίωνε και ο Αριστοτέλης. Οι ταινίες και τα σίριαλ που περιλαμβάνουν στο πρόγραμμά τους δεν έχουν συνήθως κοινωνικές αναφορές και κοινωνικούς προβληματισμούς και, όταν αυτό συμβαίνει, γίνεται αποσπασματικά και χωρίς στόχευση. Παράλληλα, οι εκπομπές λόγου και τέχνης παραμερίζονται και χαρακτηρίζονται υποτιμητικά και χυδαία «κουλτουριάρικες». Απουσιάζουν οι εκπομπές, όπου αναπτύσσονται πραγματικές και γνήσιες διαλογικές συζητήσεις και ανταλλαγή επιχειρημάτων. Σε εκπομπές πολιτικού περιεχομένου, οι καλεσμένοι πολιτικοί χρησιμοποιούν τον ξύλινο λόγο τους που περιέχει όρους με τέτοια ηθική διάσταση, ώστε να χάνουν τελικά το νόημα και τη σημασία τους και να μετατρέπονται σε ένα παραλήρημα από ασυναρτησίες και ανούσιους μονολόγους.

 

Τα παραπάνω είναι μόνο μερικά από τα πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι στην εποχή της πληροφορίας και των αμέτρητων ΜΜΕ, του διαδικτύου, των ιστολογίων (blogs) γνώμης και των ειδησεογραφικών sites, η άσκηση της κριτικής σκέψης, αντί να είναι περίπου μια αυτόματη καθημερινή διαδικασία για όποιον ασχολείται και ενημερώνεται για την τρέχουσα εγχώρια και διεθνή επικαιρότητα, αντιθέτως είναι όχι μόνο μια δύσκολη, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις μια αδύνατη υπόθεση. Οι άνθρωποι παραμένουν στο μικρόκοσμό τους, δε συζητούν ουσιαστικά τα σοβαρά θέματα που τους απασχολούν, δε διαθέτουν χρόνο να σκεφτούν, καθώς το διαδίκτυο τους προσφέρει έτοιμη πληροφορία και εύκολη γνώση, χωρίς χάσιμο χρόνου για αναζήτηση, συγκερασμό και τελικά κριτική αξιολόγηση των γνώσεων και των πληροφοριών αυτών, που απλώς «καταναλώνονται».

 

Τα αποτελέσματα είναι οδυνηρά. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να κρίνουν τις πολιτικές εξελίξεις και αποφάσεις με βάση την κριτική επεξεργασία των θέσεων και των απόψεων που διαμείβονται σε πολιτικές συζητήσεις στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο. Δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν ένα οικονομικό φαινόμενο που αφορά άμεσα τη ζωή τους και δεν μπορούν να ερμηνεύσουν ένα κοινωνικό φαινόμενο με βάση τη λογική επεξεργασία των δεδομένων που υπάρχουν. Έτσι, ψηφίζουν κόμματα και πολιτικά μορφώματα που εχθρεύονται την ίδια τη δημοκρατία, αν και η ίδια τους έδωσε το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές, παρασύρονται από δημαγωγούς πολιτικούς που υπόσχονται προεκλογικά τα πάντα στους πάντες και είναι έρμαια του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της μισαλλοδοξίας και τελικά του μισανθρωπισμού τους, γιατί αδυνατούν να κάνουν μια σύνθετη σκέψη, που θα τους οδηγήσει σε ψύχραιμα συμπεράσματα.

 

Είναι πολλά που πρέπει να γίνουν και μάλιστα σε βάθος γενιάς ανθρώπων, ώστε να φτάσουμε σε ικανοποιητικό επίπεδο χρήσης της κριτικής μας σκέψης. Η παιδεία είναι σίγουρα το πιο αποτελεσματικό φάρμακο για τις παθογένειες από την απουσία της κριτικής σκέψης στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να υιοθετήσει πρακτικές διδασκαλίας που προάγουν την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης και να αποκηρύξει οριστικά την αυθεντία του δασκάλου, αλλά κυρίως το εξετασιοκεντρικό σύστημα που καλλιεργεί την αποστήθιση γνώσεων.

 

Ο ρόλος των πνευματικών ανθρώπων στην αφύπνιση των συνειδήσεων και στην επικράτηση του ορθού λόγου είναι σημαντικός και αναντίρρητος. Οφείλουν να έχουν ενεργητικό ρόλο στην κοινωνία, να αφυπνίζουν συνειδήσεις, να παρεμβαίνουν στα κοινωνικά προβλήματα, να προτείνουν λύσεις, να συμβάλλουν στην πρόοδο της κοινωνίας, των επιστημών και των τεχνών, να προασπίζουν τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, να δίνουν το καλό παράδειγμα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης στους άλλους και γενικά να δικαιολογούν το χαρακτηρισμό τους, όχι από τους τίτλους τους, αλλά από την πολιτική και κοινωνική δράση τους. Η προβολή τους από τα ΜΜΕ είναι απαραίτητη για την ανάδειξη της αξίας του ορθού λόγου, τόσο ως προς τη χρήση του, όσο και ως προς τη χρησιμότητά του στην ανάπτυξη ορθών επιχειρημάτων, που φωτίζουν τα αίτια και την αλήθεια των γεγονότων και των κοινωνικοπολιτικών φαινομένων.

 

Σημαντική ευθύνη έχουν ασφαλώς τα Μ.Μ.Ε. στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. Τα προγράμματά τους πρέπει να περιλαμβάνουν εκπομπές λόγου και διαλόγου και η θεματολογία τους να αφορά σύγχρονα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα. Οι δημοσιογράφοι και οι καλεσμένοι στις εκπομπές αυτές θα πρέπει να χειρίζονται την ελληνική γλώσσα σε πολύ υψηλό επίπεδο και να έχουν το χρόνο να αναπτύσσουν τις απόψεις και τα επιχειρήματά τους με άνεση και κυρίως ελεύθερα. Απαγκιστρωμένοι από τις ιδεοληψίες, τα κομματικά τους συμπλέγματα και την υστερόβουλη προοπτική του προσωπικού συμφέροντος οφείλουν να ενημερώνουν, να διαφωτίζουν και να ενεργοποιούν τη σκέψη. Κυρίως όμως, οφείλουν να προάγουν τον ορθό λόγο και την κριτική σκέψη.

 

Αν όλα τα παραπάνω συμβούν σε συνδυασμό με οτιδήποτε άλλο μπορεί να αφυπνίσει συνειδήσεις και να καλλιεργήσει την επιχειρηματολογία πάνω σε σοβαρά θέματα σύγχρονου προβληματισμού, θα είναι ένα βήμα για την υπέρβαση της κακοδαιμονίας των τελευταίων δεκαετιών, που εν πολλοίς οφείλεται και στην ελλειμματική κριτική σκέψη. Γιατί, αν κάτι χρειάζεται περισσότερο στις μέρες μας η δημοκρατία και η κοινωνία μας, αυτό είναι σίγουρα η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και του ορθού λόγου.

 

 

 

22/9-23/9/2015