unnamed

Η ελλειμματική κριτική σκέψη στην εποχή μας

 

 

Στράτος Τσαγκαρής

Η ικανότητα κριτικής σκέψης των ανθρώπων σήμερα διέρχεται μια βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση. Καθημερινά παρατηρούμε γύρω μας ανθρώπους που αδυνατούν να κρίνουν με βάση την απλή λογική. Δυσκολεύονται να εξαγάγουν και τα πιο απλά συμπεράσματα αναζητώντας καταφανή αίτια, που ακόμα κι όταν τους παρέχονται έτοιμα και μπροστά στα μάτια τους, αρνούνται να τα κάνουν εργαλεία σκέψης. Με μια αξιοθαύμαστη ευκολία  τα απορρίπτουν και ορισμένες φορές φτάνουν στο σημείο να μην τα αναγνωρίζουν καν ως αίτια.
 
Το «πρόβλημα» δεν εντοπίζεται μόνο στην υποκειμενική αντίληψη των βαθύτερων αιτίων ενός γεγονότος. Δεν έχει να κάνει δηλαδή, μόνο με το διαφορετικό τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς ένα αίτιο ως αίτιο, αλλά σχετίζεται και με τη δυσκολία να γίνει κατανοητός ο ρόλος ενός αιτίου και η καταλυτική δύναμη που ενδεχομένως έχει στη δημιουργία ενός φαινόμενου ή στην καταλυτική επίδραση που ασκεί στην εξέλιξη ενός φαινομένου ή στη γενεσιουργό δύναμη, που μπορεί να έχει, όσον αφορά την πρόκληση ενός φαινομένου ή ενός γεγονότος.
Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι πολλοί άνθρωποι στον κοινωνικό μας περίγυρο βιώνουν μια πρωτοφανή οικονομική κρίση, αλλά όταν αναζητήσουν τα αίτια που οδήγησαν στην κρίση αυτή, οι απόψεις διίστανται ή απλώς δεν υπάρχουν, όχι γιατί τα αίτια που προβάλλονται είναι ψευδή ή στρεβλά, αλλά γιατί δεν μπορούν να συνδέσουν με μια λογική συνέπεια τα αίτια αυτά με τα αποτελέσματα της κρίσης που βιώνουν. Αν κάποιος χάνει τη δουλειά του και παραμένει για πολλούς μήνες άνεργος, ικανοποιείται με την απάντηση του εργοδότη του ότι «οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά», πράγμα που ενδεχομένως να είναι εμφανές και δεν αναζητά τους λόγους-οικονομικούς και πολιτικούς- για τους οποίους οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και κατά συνέπεια ο ίδιος οδηγήθηκε στην ανεργία. Δεν μπαίνει καν στον κόπο να δει σε βάθος μερικών μηνών ή και χρόνων την πολιτική και οικονομική κατάσταση στη χώρα του, τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, τις δυσλειτουργίες της δικαιοσύνης, το φορολογικό σύστημα, τις εργασιακές σχέσεις και τόσα άλλα που καθορίζουν μια οικονομική κρίση. Αν μάλιστα του πεις να κάνει μια αναγωγή και μια σύγκριση με την παγκόσμια συγκυρία και να αναζητήσει τα βαθύτερα αίτια της κρίσης αυτής στην παγκοσμιοποιημένη ίσως κοινωνία και στις οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται σε ένα δαιδαλώδη παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό ιστό, εκεί είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα αντιδράσει περίπου… επιθετικά. 
 
Παρόλο που βλέπει γύρω του τον ισχυρό να θριαμβεύει και την αναξιοκρατία να επικρατεί, παρόλο που παρακολουθεί βουβός τα τεκταινόμενα και νιώθει ανήμπορος να αντιδράσει στη σκανδαλώδη εύνοια των οικονομικά ισχυρών, που εκδηλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, από την οικονομία και τη δικαιοσύνη ως το ποδόσφαιρο και την πολιτική, δε δέχεται να υποστεί τη βάσανο της ανάλυσης των αιτιών και να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα, που θα ενεργοποιήσουν πιθανώς τις όποιες αντιδράσεις του. Ακόμη και αν αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια συνειδητοποίηση θα τον οδηγούσε σε δράση και σε αντιδραστική στάση απέναντι στην αδικία που υφίσταται, δεν επιθυμεί να διαθέσει χρόνο για να σκεφτεί τους λόγους που δημιουργούν τις καταστάσεις που ζει.
Όλα τα παραπάνω συμπτώματα, που μπορούν να αποδειχθούν και να πιστοποιηθούν με αμέτρητα παραδείγματα από την καθημερινή πρακτική δεν οφείλονται, ούτε στην αβελτηρία των ανθρώπων, ούτε σε μια φυσική αδυναμία να ασκήσουν και να εφαρμόσουν την όποια κριτική σκέψη τους στην καθημερινότητά τους. Κατά τη γνώμη μου οφείλονται σε δυο βασικούς λόγους : πρώτον, στην έλλειψη ή στην πλημμελή μετάδοση της γενικής παιδείας, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται στην οικογένεια, στο σχολείο και στην κοινωνία, και δεύτερον, στην συντεταγμένη προσπάθεια της εκάστοτε εξουσίας να στερήσει από τους υπηκόους της το όπλο που διαθέτουν και λέγεται κριτική σκέψη ως αποτέλεσμα του ορθού λόγου.
Από τη μια μεριά, η κακή ή ανεπαρκής στην καλύτερη περίπτωση παιδεία που παρέχεται στη χώρα μας, ειδικότερα τις τελευταίες δεκαετίες, δεν πηγάζει μόνον από το συνεχώς υποβαθμιζόμενο εν γένει εκπαιδευτικό σύστημα. Οι μαθητές εθίζονται από πολύ μικρή ηλικία στην αποστήθιση, στην έτοιμη γνώση, στο δάσκαλο- παντογνώστη, που ως αυθεντία παρέχει τη γνώση έτοιμη και με τρόπο που δύσκολα επιδέχεται αμφισβήτηση. Η γνώση είναι συνήθως μια αφοριστική αλήθεια που είτε ως επιστημονικά τεκμηριωμένο αξίωμα, είτε ως απόσταγμα της λαϊκής σοφίας, δεν αντέχει καμιά αμφισβήτηση. Δεν έχει νόημα ο μαθητής να αμφιβάλλει για τη σχολική γνώση που αποκτά από το μοναδικό εγχειρίδιο- «ευαγγέλιο» που του παρέχεται στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, γιατί έτσι θέτει σε άμεσο κίνδυνο η βαθμολογική του επίδοση και μπαίνει στο στόχαστρο του δασκάλου ή του καθηγητή του, ενώ για τους συμμαθητές του γίνεται συνήθως ο «σπασίκλας» και στη συνέχεια αποτελεί αντικείμενο κοινωνικής χλεύης και σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις καταντά θύμα buling(εκφοβισμού). Η στείρα κατάκτηση της γνώσης που προέκυψε από την αποστήθιση, αρκεί να ανοίξει τις θύρες του πανεπιστημίου ή γενικά των ανώτερων σπουδών, πράγμα που ικανοποιεί πλήρως τη μεγαλύτερη μερίδα των μαθητών και των γονιών τους. Έτσι, στα πιο κρίσιμα νεανικά χρόνια, κατά τα οποία διαμορφώνεται οριστικά ο χαρακτήρας, το πνευματικό επίπεδο και η συνείδηση, η γνώση έχει καθαρά χρησιμοθηρικό πρόσημο και δεν αποτελεί εργαλείο βαθύτερης και αναλυτικότερης σκέψης.  
 
Από την άλλη μεριά, η εκάστοτε πολιτική εξουσία, σε αγαστή συνεργασία με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα ποικιλώνυμα οικονομικά συμφέροντα, ενισχύει την υποβάθμιση της κριτικής σκέψης ποικιλότροπα. Η ιδιωτική κυρίως τηλεόραση, για παράδειγμα, προβάλλει χαμηλής ποιότητας- αισθητικής και πνευματικής- προγράμματα, που δεν προβληματίζουν και δεν κινητοποιούν τη φαντασία και τη σκέψη, αλλά στοχεύουν στην ανάλαφρη διασκέδαση, που στην καλύτερη περίπτωση αγγίζει το κουτσομπολιό και τη σαχλαμάρα. Εκατομμύρια τηλεθεατές εθίζονται στην ενασχόληση με την ιδιωτική ζωή «διασήμων» και «διασημοτήτων» από το χώρο της «τέχνης», χωρίς να μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι η ενασχόληση αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την προσωπική ζωή τους, δεν επηρεάζει καθόλου τη δουλειά τους και δεν έχει καμιά επίδραση στην ατομική ή και οικογενειακή τους ευτυχία που είναι ο βασικός στόχος της ζωής όλων των ανθρώπων, όπως θα επιβεβαίωνε και ο Αριστοτέλης. Οι ταινίες και τα σίριαλ που περιλαμβάνουν στο πρόγραμμά τους δεν έχουν συνήθως κοινωνικές αναφορές και κοινωνικούς προβληματισμούς και, όταν αυτό συμβαίνει, γίνεται αποσπασματικά και χωρίς στόχευση. Παράλληλα, οι εκπομπές λόγου και τέχνης παραμερίζονται και χαρακτηρίζονται υποτιμητικά και χυδαία «κουλτουριάρικες». Απουσιάζουν οι εκπομπές, όπου αναπτύσσονται πραγματικές και γνήσιες διαλογικές συζητήσεις και ανταλλαγή επιχειρημάτων. Σε εκπομπές πολιτικού περιεχομένου, οι καλεσμένοι πολιτικοί χρησιμοποιούν τον ξύλινο λόγο τους που περιέχει όρους με τέτοια ηθική διάσταση, ώστε να χάνουν τελικά το νόημα και τη σημασία τους και να μετατρέπονται σε ένα παραλήρημα από ασυναρτησίες και ανούσιους μονολόγους.
Τα παραπάνω είναι μόνο μερικά από τα πολλά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι στην εποχή της πληροφορίας και των αμέτρητων ΜΜΕ, του διαδικτύου, των ιστολογίων (blogs) γνώμης και των ειδησεογραφικών sites, η άσκηση της κριτικής σκέψης, αντί να είναι περίπου μια αυτόματη καθημερινή διαδικασία για όποιον ασχολείται και ενημερώνεται για την τρέχουσα εγχώρια και διεθνή επικαιρότητα, αντιθέτως είναι όχι μόνο μια δύσκολη, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις μια αδύνατη υπόθεση. Οι άνθρωποι παραμένουν στο μικρόκοσμό τους, δε συζητούν ουσιαστικά τα σοβαρά θέματα που τους απασχολούν, δε διαθέτουν χρόνο να σκεφτούν, καθώς το διαδίκτυο τους προσφέρει έτοιμη πληροφορία και εύκολη γνώση, χωρίς χάσιμο χρόνου για αναζήτηση, συγκερασμό και τελικά κριτική αξιολόγηση των γνώσεων και των πληροφοριών αυτών, που απλώς «καταναλώνονται».
Τα αποτελέσματα είναι οδυνηρά. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να κρίνουν τις πολιτικές εξελίξεις και αποφάσεις με βάση την κριτική επεξεργασία των θέσεων και των απόψεων που διαμείβονται σε πολιτικές συζητήσεις στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο. Δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν ένα οικονομικό φαινόμενο που αφορά άμεσα τη ζωή τους και δεν μπορούν να ερμηνεύσουν ένα κοινωνικό φαινόμενο με βάση τη λογική επεξεργασία των δεδομένων που υπάρχουν. Έτσι, ψηφίζουν κόμματα και πολιτικά μορφώματα που εχθρεύονται την ίδια τη δημοκρατία, αν και η ίδια τους έδωσε το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές, παρασύρονται από δημαγωγούς πολιτικούς που υπόσχονται προεκλογικά τα πάντα στους πάντες και είναι έρμαια του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της μισαλλοδοξίας και τελικά του μισανθρωπισμού τους, γιατί αδυνατούν να κάνουν μια σύνθετη σκέψη, που θα τους οδηγήσει σε ψύχραιμα συμπεράσματα.
Είναι πολλά που πρέπει να γίνουν και μάλιστα σε βάθος γενιάς ανθρώπων, ώστε να φτάσουμε σε ικανοποιητικό επίπεδο χρήσης της κριτικής μας σκέψης. Η παιδεία είναι σίγουρα το πιο αποτελεσματικό φάρμακο για τις παθογένειες από την απουσία της κριτικής σκέψης στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να υιοθετήσει πρακτικές διδασκαλίας που προάγουν την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης και να αποκηρύξει οριστικά την αυθεντία του δασκάλου, αλλά κυρίως το εξετασιοκεντρικό σύστημα που καλλιεργεί την αποστήθιση γνώσεων.
Ο ρόλος των πνευματικών ανθρώπων στην αφύπνιση των συνειδήσεων και στην επικράτηση του ορθού λόγου είναι σημαντικός και αναντίρρητος. Οφείλουν να έχουν ενεργητικό ρόλο στην κοινωνία, να αφυπνίζουν συνειδήσεις, να παρεμβαίνουν στα κοινωνικά προβλήματα, να προτείνουν λύσεις, να συμβάλλουν στην πρόοδο της κοινωνίας, των επιστημών και των τεχνών, να προασπίζουν τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, να δίνουν το καλό παράδειγμα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης στους άλλους και γενικά να δικαιολογούν το χαρακτηρισμό τους, όχι από τους τίτλους τους, αλλά από την πολιτική και κοινωνική δράση τους. Η προβολή τους από τα ΜΜΕ είναι απαραίτητη για την ανάδειξη της αξίας του ορθού λόγου, τόσο ως προς τη χρήση του, όσο και ως προς τη χρησιμότητά του στην ανάπτυξη ορθών επιχειρημάτων, που φωτίζουν τα αίτια και την αλήθεια των γεγονότων και των κοινωνικοπολιτικών φαινομένων. 
 
Σημαντική ευθύνη έχουν ασφαλώς τα Μ.Μ.Ε. στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης. Τα προγράμματά τους πρέπει να περιλαμβάνουν εκπομπές λόγου και διαλόγου και η θεματολογία τους να αφορά σύγχρονα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα. Οι δημοσιογράφοι και οι καλεσμένοι στις εκπομπές αυτές θα πρέπει να χειρίζονται την ελληνική γλώσσα σε πολύ υψηλό επίπεδο και να έχουν το χρόνο να αναπτύσσουν τις απόψεις και τα επιχειρήματά τους με άνεση και κυρίως ελεύθερα. Απαγκιστρωμένοι από τις ιδεοληψίες, τα κομματικά τους συμπλέγματα και την υστερόβουλη προοπτική του προσωπικού συμφέροντος οφείλουν να ενημερώνουν, να διαφωτίζουν και να ενεργοποιούν τη σκέψη. Κυρίως όμως, οφείλουν να προάγουν τον ορθό λόγο και την κριτική σκέψη.
Αν όλα τα παραπάνω συμβούν σε συνδυασμό με οτιδήποτε άλλο μπορεί να αφυπνίσει συνειδήσεις και να καλλιεργήσει την επιχειρηματολογία πάνω σε σοβαρά θέματα σύγχρονου προβληματισμού, θα είναι ένα βήμα για την υπέρβαση της κακοδαιμονίας των τελευταίων δεκαετιών, που εν πολλοίς οφείλεται και στην ελλειμματική κριτική σκέψη. Γιατί, αν κάτι χρειάζεται περισσότερο στις μέρες μας η δημοκρατία και η κοινωνία μας, αυτό είναι σίγουρα η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και του ορθού λόγου.

Ατομικισμός και συλλογική συνείδηση

 

 

Στράτος Τσαγκαρής

Οι  νεοέλληνες γαλουχήθηκαν μετά τη μεταπολίτευση, το 1974, με έναν ιδιότυπο ατομικισμό. Η επιφανειακή, όπως αποδείχτηκε, ευημερία των προηγούμενων δεκαετιών οδήγησε αυτόν τον ατομικισμό σε δυσθεώρητα ύψη με οδυνηρά αποτελέσματα για το σύνολο της κοινωνίας. Το βάρος έπεσε σε έναν αγώνα δρόμου για την απόκτηση υλικών αγαθών που θα έδιναν σε όποιον τα αποκτούσε, όχι μόνο την αίσθηση μιας υλικής υπεροχής, αλλά θα άμβλυνε παράλληλα και το αίσθημα της μειονεξίας που είχε συνδεθεί με την υλική ευημερία τα προηγούμενα χρόνια και είχε γίνει πρότυπο ευτυχίας από τα ιδιωτικά κυρίως έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ένα ολόκληρο σύστημα αξιών υιοθετήθηκε με σκοπό να επιβληθεί στη νεοελληνική κοινωνία ως το μοναδικό που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επίπλαστη ευημερία της.
 Αποτέλεσμα εικόνας για ατομικισμός
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο αστικός τρόπος ζωής επέβαλε την ανάκτηση ξεχασμένων ελευθεριών, που θεωρητικά μόνον υπήρχαν, αλλά ουδέποτε ως τότε δεν είχαν εφαρμοστεί και τον επαναπροσδιορισμό των στόχων που έθετε η κοινωνία στο σύνολό της. Κατά τη δεκαετία του 1980 οι πολιτικές ελευθερίες που δόθηκαν και σήμερα θεωρούνται περίπου αυτονόητες, οι αγώνες που έγιναν για την ισότητα των δυο φύλων, η κατακόρυφη αύξηση των εισοδημάτων, η γιγάντωση του κοινωνικού κράτους- πρόνοιας και αρκετές άλλες μεταρρυθμίσεις προοιωνίζονταν τη δημιουργία μιας «καλομαθημένης» γενιάς που χωρίς κόπο αποκτούσε περίπου όσα της διαβεβαίωναν οι λαϊκιστές πολιτικοί και οι πατερναλιστές ότι δικαιούνταν. Ο «φόβος του αστυφύλακα» που υπήρχε τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες εξαλείφθηκε, ενώ την ίδια στιγμή οι πελατειακές σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε πολίτες και πολιτικούς αντικατέστησαν το φόβο από ένα αίσθημα ασυδοσίας και υπεροχής, που εξέθρεψε μια αλαζονική συμπεριφορά και έναν υπερτροφικό ατομικισμό. 
 Αποτέλεσμα εικόνας για ρουσφέτια
Πολλοί έσπευσαν να υποστηρίξουν τότε πως αυτή ήταν μια αναγκαία μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας, γιατί για πρώτη φορά οι Έλληνες ένιωθαν πραγματικά ελεύθεροι να εκφραστούν και να ασκήσουν έλεγχο στην εξουσία χωρίς φόβο, να διεκδικήσουν τα πολιτικά και επαγγελματικά δικαιώματά τους, χωρίς το φόβο των αντιποίνων, είτε από μέρους της εξουσίας, είτε από μέρους των εργοδοτών τους, να αποκτήσουν ένα ικανοποιητικό εισόδημα που τους επέτρεπε να έχουν ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο και να αισθανθούν για πρώτη φορά ότι είναι κυρίαρχοι στη χώρα τους και ανεξάρτητοι από μεγάλες δυνάμεις, που ως τότε καθόριζαν το παρόν και το μέλλον τους. Όλα αυτά όμως, γίνονταν μέσα από τις πελατειακές σχέσεις, τα ρουσφέτια των πολιτικών, το διεφθαρμένο πολιτικό και διοικητικό προσωπικό, που ικανοποιούσε ένα μέρος των λαϊκών αιτημάτων και ταυτόχρονα το ίδιο απολάμβανε πολύ περισσότερα υλικά προνόμια και αποκτούσε ηθικές βάσεις στην κοινωνία. Η οικονομία της χώρας παρουσίαζε μια επιφανειακή άνθηση, που οφειλόταν κυρίως στα ευρωπαϊκά δάνεια. Τα σκυλάδικα και τα στριπτιζάδικα έγιναν οι σύγχρονοι ναοί επίδειξης ενός χυδαίου νεοπλουτισμού.  Στους δρόμους των επαρχιακών πόλεων κυκλοφορούσαν υπερπολυτελή αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού από αγρότες που δεν είχαν ούτε ένα στρέμμα από καλλιεργημένο χωράφι και από κτηνοτρόφους που δεν είχαν ούτε μια κατσίκα. Ο λαϊκισμός που καλλιεργούσαν τα ΜΜΕ, σε αγαστή συνεργασία με την πολιτική ηγεσία, δημιουργούσαν την αίσθηση στον απλό πολίτη ότι όλα έβαιναν καλώς και ο ίδιος είχε επιτέλους πάρει τη θέση που του άξιζε στην ιστορία. Τα πανάκριβα και χλιδάτα τηλεοπτικά σόου αντικαθρέφτιζαν μια κοινωνία που ήταν φτιασιδωμένη, για να κρύψει την κενότητα και την πνευματική φτώχεια της.
 Αποτέλεσμα εικόνας για λαϊκισμός
Αυτή η αμοιβαία σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στον πολίτη και στον πολιτευτή συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες. Με την κάλυψη του ταγών της εξουσίας, αλλά και των τοπικών αρχόντων στη μικροκλίμακα των δήμων και των κοινοτήτων, ο «ευυπόληπτος» κατά τ’ άλλα πολίτης, μπορούσε ανενόχλητος να φοροδιαφεύγει, να κτίζει το σπίτι ή το εξοχικό του καταπατώντας δημόσιες ή δασικές εκτάσεις γης, να εξασφαλίζει την παραγραφή των χρεών του, να διορίζει τον ίδιο και τα παιδιά του σε δημόσιες υπηρεσίες και δημόσιους οργανισμούς, να έχει υψηλότατες απολαβές και να μπορεί να βγαίνει στη σύνταξη από τα πενήντα του χρόνια, παρόλο που δεν ασκούσε ένα βαρύ και ανθυγιεινό επάγγελμα, να δωροδοκεί πολιτικούς, υπαλλήλους, δικηγόρους, γιατρούς και γενικά όποιον θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του ατιμώρητος και με την κάλυψη του «γνωστού» και «φίλου» που γνώριζε έναν «υψηλά ιστάμενο» στο κόμμα ή στην κυβέρνηση ή έστω στο δημοτικό συμβούλιο και στη δημοτική αρχή. 
 Αποτέλεσμα εικόνας για ολυμπιακοι 2004
Το ιδεολόγημα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 έγινε εφάμιλλο του ιδεολογήματος της «Μεγάλης Ιδέας» των αρχών του 20ου αιώνα. Ένας ολόκληρο έθνος αφοσιώθηκε στην επιτυχία των αγώνων, αν και γνώριζε καλά το μεγαλύτερο ποσοστό του ότι οι αγώνες ήταν ιδιαιτέρως κοστοβόροι και θα δημιουργούσαν ένα δυσβάσταχτο χρέος για τις επόμενες γενιές. Ωστόσο, ήταν τέτοια η προβολή του γεγονότος από τα ΜΜΕ που ήταν στην πραγματικότητα η βιτρίνα των εργολάβων που ανέλαβαν κυρίως την κατασκευή των πολυδάπανων εγκαταστάσεων, ήταν τέτοια τα πολιτικά συμφέροντα των κομμάτων για την ισχυροποίηση της εξουσίας τους, ώστε ήταν αδύνατον να ειπωθεί η αλήθεια και να αναδειχθεί η πραγματική παγίδα, στην οποία έπεσε ένας ολόκληρος λαός. «Μεθυσμένοι» οι περισσότεροι από την εθνική υπερηφάνεια που κατέκλυζε τους λόγους των πολιτικών και τις εκπομπές των τηλεοπτικών σταθμών και «ζαλισμένοι» από τη μικροαστική στα όρια του αρχοντοχωριατισμού επιδειξιμανία, δεν μπορούσαν να διακρίνουν τον όλεθρο που ερχόταν. Για ένα διάστημα οι Έλληνες ένιωθαν ότι όλος ο κόσμος είχε στραμμένα τα μάτια του πάνω τους, όχι για τα επιτεύγματα του πολιτισμού τους, αλλά για τη διοργάνωση αγώνων που βασικό στόχο είχαν τον πλουτισμό εργολάβων και τραπεζιτών και την προβολή και διαφήμιση πολιτικών και παρατρεχάμενων. 
 Αποτέλεσμα εικόνας για χρηματιστήριο
Κι ενώ θα περίμενε κανείς όλο αυτό το κλίμα ευφορίας και εθνικής υπερηφάνειας να τονώσει και τελικά να εδραιώσει τη συλλογική συνείδηση του ελληνικού λαού και να εδραιώσει την αυτοπεποίθησή του προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής οικονομικής και πολιτισμικής προόδου, απεναντίας ο ατομικισμός εξαπλώθηκε σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας κι έγινε ο κανόνας. Το παράδοξο αυτό φαινόμενο έχει βέβαια, τις εξηγήσεις του και δεν είναι άλλες από τις παθογένειες των πρώτων δεκαετιών της μεταπολίτευσης, που όχι μόνο δεν περιορίστηκαν, αλλά αντιθέτως δημιούργησαν ένα αίσθημα υπεροχής, μια φιλαυτία και ένα καθεστώς ασυδοσίας, ατιμωρησίας και χυδαίας επίδειξης πλουτισμού, που όμοιό του δεν είχε γνωρίσει η ελληνική κοινωνία. Το χρηματιστήριο εξάλλου, έδινε την πεποίθηση στην πλειονότητα των Ελλήνων ότι μπορούσαν να ανταγωνιστούν τον… Τζορτζ Σόρος. Το πελατειακό κράτος όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά σχεδόν νομιμοποιήθηκε στις συνειδήσεις των περισσοτέρων και η βεβαιότητα ότι οι εποχές των παχιών αγελάδων θα συνεχιστούν επ’ άπειρον διατυπωνόταν με άμεσο και έμμεσο τρόπο, τόσο από πολιτικούς ηγέτες, όσο και από Μ.Μ.Ε που απέκρυπταν επιμελώς την επικείμενη κρίση που ερχόταν καλπάζοντας. Το ρουσφέτι, η φοροδιαφυγή και η παρανομία ανθούσαν με την ανοχή της εξουσίας και την απουσία της δικαιοσύνης. Ο σπόρος του λαϊκισμού είχε αποδώσει καρπούς. Η παιδεία, η αισθητική και η γενικότερη κουλτούρα υποβαθμίζονταν και η γαλούχηση μιας ολόκληρης γενιάς με το «ελληνικό όνειρο», που σήμαινε σπίτι, αυτοκίνητο, εξοχικό- (έστω και αυθαίρετο), μπουζούκια, διακοπές και πιστωτικές κάρτες χωρίς πιστοληπτικό όριο, έβρισκε επιτέλους την έκφρασή της με την αμέριστη συμβολή της πολιτικής εξουσίας, που απολάμβανε τα οφέλη από την αποχαύνωση ενός ολόκληρου λαού, που είχε μάθει να ζει με την ελάσσονα προσπάθεια, τα ρουσφέτια και τις… διευκολύνσεις. Ένας λαός απαίδευτος, ακαλλιέργητος, επαναπαυμένος στις δάφνες της ευδαιμονίας που του προσέφεραν όσοι με τα δάνεια και την παροχή προνομίων στην πραγματικότητα τον δέσμευαν για τα επόμενα πολλά χρόνια. 
 
Οι αδύναμες φωνές των λίγων που προσπαθούσαν να αφυπνίσουν μια κοιμώμενη κοινωνία από τον ύπνο του δικαίου, σκεπάζονταν από την προπαγάνδα της υλικής ευδαιμονίας που δημιουργούσε παράλληλα την υπεροψία ότι είχαμε καταφέρει να πετύχουμε ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο  που θα διαρκούσε για πάντα. Οι πνευματικοί ηγέτες που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου λοιδορούνταν, χαρακτηρίζονταν «ύποπτοι» και υστερόβουλοι και  κατηγορούνταν ότι έπασχαν από συμπλέγματα κατωτερότητας. Και όσοι κατάφερναν προς στιγμή να ακουστούν, αποκτούσαν λίγους υποστηρικτές και κάποια στιγμή αποσύρονταν ξεχασμένοι και απογοητευμένοι.
 Αποτέλεσμα εικόνας για οικονομικη κριση
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε στις αρχές του 2009 δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Τα σύννεφα της κρίσης είχαν αρχίσει να μαζεύονται αρκετά χρόνια πριν, αλλά ουδείς έδινε επαρκή σημασία. Ήταν φυσικό επακόλουθο λοιπόν, οι περισσότεροι να βρεθούν ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν τη βιαιότητα, με την οποία υποχώρησε το βιοτικό τους επίπεδο. Ο ατομικισμός που είχε καλλιεργηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες όχι μόνο δεν υποχώρησε, αλλά εξαχρείωσε τους ανθρώπους και τους έκλεισε ακόμη περισσότερο στον εαυτό τους. Άνθρωποι που έχασαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τις περιουσίες τους, που έχασαν τις δουλειές τους, που κλήθηκαν να ζήσουν μια λιτή ζωή, ενώ είχαν μάθει στην πολυτέλεια, άνθρωποι που πέρασαν στη μακροχρόνια ανεργία και από νεόπλουτοι έγιναν νεόπτωχοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν εκτός από την ανέχεια και τις υλικές στερήσεις και το ψυχολογικό βάρος της προσωπικής αποτυχίας και της απαξίωσης από τους άλλους. Κοντά σ’ αυτούς κι εκείνοι που ζούσαν με αξιοπρέπεια τα προηγούμενα χρόνια και διατηρούσαν τις μικρές επιχειρήσεις τους αποδίδοντας τους φόρους τους, οι συνταξιούχοι και οι μισθωτοί που έβλεπαν τη ραγδαία μείωση των εισοδημάτων τους και τη σταδιακή φτωχοποίησή τους. 
 Αποτέλεσμα εικόνας για μαζί τα φάγαμε
Και μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό των δραματικών και επίπονων αλλαγών πολιτικοί διακήρυτταν ότι «μαζί τα φάγαμε» και έπρεπε τώρα να πληρώσουμε το τίμημα της αλαζονείας και του ευδαιμονισμού μας και ότι «φταίγαμε κι εμείς που τους πιστεύαμε και τους ψηφίζαμε» και ότι «τώρα πια πρέπει να μάθουμε να ζούμε λιτά και συνετά» ή ότι «το πάρτι τελείωσε». Από κοντά και τα κυρίαρχα Μ.Μ.Ε. που καθημερινά από τα δελτία ειδήσεων με τους δημοσιογράφους- μισθοφόρους στην υπηρεσία της μαύρης προπαγάνδας προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι το φταίξιμο για την οικονομική κρίση ήταν η ευμάρεια των απλών ανθρώπων και όχι το σάπιο πολιτικό σύστημα που  με τα ρουσφέτια, τις πελατειακές σχέσεις και την ανοχή της παρανομίας «χάιδευε» τους απλούς πολίτες και τους χάριζε μια επιφανειακή ευημερία με ημερομηνία λήξης.
 
Έτσι λοιπόν, σήμερα που η απόκτηση συλλογικής συνείδησης για την αναχαίτιση των προβλημάτων που γεννά η οικονομική κρίση είναι μάλλον επιβεβλημένη, σήμερα που απαιτείται μια επανεκκίνηση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά κυρίως μιας κουλτούρας συνεννόησης, αλληλεγγύης και συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα, ο ατομικισμός που καλλιεργήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες αποτελεί το μεγαλύτερο ανάχωμα. Και αν δεν ξεπεράσουμε το ψυχολογικό πρόβλημα που δημιουργεί η αποδοχή ότι ο ατομικισμός λειτουργεί παρελκυστικά και διογκώνει την κρίση, θα αργήσουμε πολύ να την υπερβούμε, παρόλο που είναι πλέον επιβεβλημένο.
25/9-26/9/2015