Κώδικες Επικοινωνίας Εφήβων

Κώδικες επικοινωνίας στην εφηβεία

 

Τατουάζ – Τρύπημα δέρματος – Χρήση κινητών και διαδικτύου: Κώδικες επικοινωνίας στην εφηβεία

 

Σήμερα όλο και περισσότερο αυξάνεται η χρήση της κινητής τηλεφωνίας από όλες τις ηλικίες. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί μάλιστα σε όλους πως ακόμη και τα παιδιά του νηπιαγωγείου έχουν πλέον το δικό τους κινητό. Σύμφωνα με στατιστικές μελέτες κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων γιορτών αντηλλάχθησαν μέσω κινητών 258.000.000 γραπτά μηνύματα. Σύμφωνα με έρευνες η μακροχρόνια χρήση της κινητής τηλεφωνίας έχει βλαβερές συνέπειες τόσο για την σωματική όσο και για την ψυχική υγεία του ατόμου. Ενώ μέχρι τώρα γνωρίζαμε πως η χρήση των κινητών προκαλεί πονοκεφάλους και καρκίνο, μια πρόσφατη έρευνα έδειξε πως μπορεί να προκαλέσει επιπλέον αγχώδεις διαταραχές και κατάθλιψη. Συγκριτικά με άλλες ηλικιακές ομάδες, οι έφηβοι χρησιμοποιούν το κινητό ως βασικό μέσο επικοινωνίας και στέλνουν τα περισσότερα γραπτά μηνύματα.

 

Εάν εξαιρέσουμε τις βλαβερές επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου η μακροχρόνια χρήση της κινητής τηλεφωνίας και το υψηλό κόστος, όσον αφορά στους εφήβους θα μπορούσαμε να πούμε πως έχει και κάποια πλεονεκτήματα. Και αυτό γιατί η χρήση των κινητών, όπως και η χρήση του συμβατικού τηλεφώνου, βοηθά στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων και τις επαφές των εφήβων με τους συνομηλίκους τους αφού η άμεση επαφή τους δυσκολεύει γιατί κάποιοι είναι ντροπαλοί και εσωστρεφείς. Οι έφηβοι νιώθουν την ανάγκη να μιλήσουν με άτομα με τα οποία έχουν κοινά ενδιαφέροντα και να μοιραστούν τις σκέψεις, τις ανησυχίες και τα ερωτήματα της ηλικίας τους, τους προβληματισμούς και τις ιδέες τους. Έτσι ανταλλάσσουν συχνά γραπτά μηνύματα μέσω των κινητών τους, αστεία εικονίδια και βίντεο και πολλές φορές σημειώνουν μέσω της λειτουργίας υπενθύμισης τα ραντεβού τους.

 

Πολύ συχνό φαινόμενο κατά την εφηβική περίοδο είναι οι αυτοτραυματισμοί και οι απόπειρες αυτοκτονίας. Αυτό συμβαίνει γιατί ο έφηβος βιώνει απότομα μεγάλες αλλαγές, τόσο σωματικές όσο και ψυχικές και βρίσκεται σε σύγχυση. Σύμφωνα με τον Erik Erickson στην εφηβεία το άτομο βιώνει μια σύγχυση ταυτότητας η οποία χαρακτηρίζεται από την ανικανότητα του εφήβου να συνάψει στενές και αυθεντικές διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι αποσαθρώνεται το συναίσθημά του και είναι σα να τον κατακλύζει ντροπή με αποτέλεσμα είτε να συνάπτει σχέσεις με τους πιο απίθανους συντρόφους και να κάνει παρέα με άτομα που δεν ταιριάζει, είτε να απομονώνεται και να απομακρύνεται από όλους. Αυτή η σύγχυση ταυτότητας που βιώνει ο έφηβος εκφράζεται και με μια αδιαφορία για το χρόνο. Δηλαδή ο έφηβος είτε δρα σα να είναι μεγαλύτερος είτε πολύ μικρότερος σε ηλικία. Αυτή η αδιαφορία για το χρόνο συνδέεται και με την επιθυμία του θανάτου γι αυτό και στην περίοδο της εφηβείας συναντάμε συχνά αυτοτραυματισμούς και απόπειρες αυτοκτονίας. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της σύγχυσης ταυτότητας κατά την εφηβεία είναι μια απαξιωτική εχθρότητα η οποία εκφράζεται μέσω της απαιτητικής και αντιδραστικής συμπεριφοράς προς τους γονείς, την έλλειψη εμπιστοσύνης, τις συχνές συγκρούσεις και τους διαπληκτισμούς με τα άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος, του θυμού και της απαξιωτικής στάσης προς τους γονείς.

 

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εφηβείας είναι η εκκεντρική εξωτερική εμφάνιση. Οι έφηβοι γενικότερα ασχολούνται μόνο με την εξωτερική πραγματικότητα και όχι με το τι συμβαίνει μέσα τους γι’ αυτό και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στις τάσεις της μόδας, στα επώνυμα ρούχα και στον τρόπο που ντύνονται οι άλλοι. Επίσης, εμφανίζουν σαδομαζοχιστικές τάσεις γι αυτό και συνηθίζουν να τρυπάνε το δέρμα τους σε διάφορα σημεία, όπως στη μύτη, στα χείλη, στα δόντια, τη γλώσσα, το φρύδι, τον αφαλό, στο στήθος, ακόμη και στα γεννητικά τους όργανα ή να κάνουν τατουάζ. Το ποιο σημείο του σώματος επιλέγει ο έφηβος να τρυπήσει έχει συγκεκριμένο συμβολισμό. Ο Freud μιλώντας για την υστερία ανέφερε το σύμπτωμα μετατροπής, δηλαδή κάποια στιγμή κάποιο σημείο του σώματος πονάει ή παραλύει. Το άτομο φορτώνεται σαν τιμωρία το σημείο του σώματος που κάθε φορά πλήττεται. Τα διάφορα σημεία του σώματος είναι φορτισμένα διαφορετικά και μεταφέρουν κάτι από την προσωπική ιστορία του ατόμου, για παράδειγμα μπορεί να μεταφέρουν ένα τραύμα της παιδικής ηλικίας. Έτσι, ο έφηβος επιλέγει να τρυπήσει το σημείο του σώματος μέσω του οποίου θέλει να προκαλέσει και να δείξει κάτι σε κάποιον, π.χ. θέλει να αντιδράσει απέναντι σε έναν πατέρα που πάντα ήταν επιθετικός. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο έφηβος μέσα από τη διεργασία της εφηβείας οικειοποιείται το piercing και τα tattoo. Οι έφηβοι όταν κάνουν τατουάζ επιλέγουν συγκεκριμένα σχέδια ανάλογα με το τι προβάλλεται κάθε φορά μέσω των τάσεων της μόδας. Με την πάροδο των εποχών αλλάζουν τα δεδομένα πρότυπα μόδας και το κοινωνικό και πολιτισμικό κατεστημένο τα οποία επηρεάζουν την ψυχολογία και την ψυχοπαθολογία του εφήβου. Παλιότερα για παράδειγμα το τατουάζ δεν ήταν φαινόμενο της εφηβείας, αλλά ταυτιζόταν με τους ναυτικούς, τους φυλακισμένους και γενικότερα με την αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά και το περιθώριο.

 

Ένας άλλος τρόπος έκφρασης των σημερινών εφήβων είναι το διαδίκτυο. Οι έφηβοι περνούν πολλές ώρες σερφάροντας στο internet σε διάφορες ιστοσελίδες και κάνοντας  chat. Επίσης επισκέπτονται στον ελεύθερο χρόνο τους τα internet café. Το διαδίκτυο εξασφαλίζει στους έφηβους ανώνυμη επικοινωνία γι’ αυτό και εφράζονται ελεύθερα μέσω της χρήσης του.

 

Σήμερα συναντάμε 3 ομάδες εφήβων: 1) Στην πρώτη ομάδα ανήκουν αυτοί που συνήθως έχουν κάνει piercing σε πάρα πολλά σημεία του σώματος, έχουν γενικότερα εκκεντρικό και ατημέλητο λουκ, κάνουν σε μικρή ηλικία ολοκληρωμένες σχέσεις με πολλούς συντρόφους και προέρχονται τις περισσότερες φορές από ένα βίαιο οικογενειακό περιβάλλον, από διαζευγμένους γονείς, από αδιάφορους γονείς ή από γονείς αλκοολικούς ή χρήστες ουσιών. Οι έφηβοι αυτοί επειδή έχουν υποστεί πολλαπλά ψυχικά τραύματα έχουν μεγάλες πιθανότητες να εμφανίσουν κάποια ψύχωση.

 

2) Στη δεύτερη ομάδα συναντάμε εφήβους με πιο περιορισμένη προβληματική συμπεριφορά και λίγο πιο προσεγμένη εμφάνιση. Συνήθως οι συγκεκριμένοι έφηβοι αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα προσαρμογής στο σχολικό περιβάλλον και κάποια στιγμή εγκαταλείπουν το σχολείο. Οι έφηβοι αυτοί υιοθετούν μια στάση υποκουλτούρας και αυτοπροσδιορίζονται ως emo γιατί είναι ιδιαίτερα συναισθηματικοί. Οι έφηβοι αυτοί συχνά εμφανίζουν αγχώδεις διαταραχές και κατάθλιψη.

 

3) Τέλος, στη τρίτη ομάδα συναντάμε τους έφηβους που ακολουθούν πιστά τα πρότυπα της μόδας και φορούν επώνυμα ρούχα ενώ προσέχουν ιδιαίτερα την εξωτερική τους εμφάνιση και κυκλοφορούν ακόμη και στο χώρο του σχολείου με περιποιημένα μαλλιά. Οι συγκεκριμένοι έφηβοι έχουν έναν ανοστοχαστικό τρόπο σκέψης, δηλαδή κάνουν υγιεινή διατροφή, ασχολούνται πολύ με τον αθλητισμό και τη γυμναστική και φροντίζουν ιδιαίτερα το σώμα τους.

 

Κλείνοντας θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μια ρευστότητα σήμερα ως προς τα κοινωνικά πρότυπα, το πολιτισμικό γίγνεσθαι και τους θεσμούς της οικογένειας, τα οποία καθορίζουν την συμπεριφορά, την ψυχολογία και την ψυχοπαθολογία των εφήβων και τις ομάδες των νέων που συναντάμε.  

 

Μαρίνα Κόντζηλα 

 

Συμβουλευτική Ψυχολόγος – Εκπαιδεύτρια Ομάδων Γονέων

 

Γραφείο: Φαρσάλων 10, Χαλάνδρι (δίπλα στο μετρό στάση «Χαλάνδρι»)

 

Τηλέφωνα επικοινωνίας: 210-6005441 & 697-0084190

 

 

 

 

 

 

 

Λατινικά στην Εκπαίδευση

Για τη διδασκαλία των Λατινικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

Συντάκτης: Ανδρέας Ν. Μιχαλόπουλος *

 

Κατά την τελευταία, τουλάχιστον, επταετία, επιδίωξη όσων καταρτίζουν τα προγράμματα σπουδών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (φαίνεται να) είναι ο εξοβελισμός του μαθήματος των Λατινικών. Αντιμετωπίζονται ως μάθημα ξεπερασμένο ή ως μάθημα πολυτελείας ή ως αναγκαίο κακό, σίγουρα πάντως ως μάθημα που δεν πρέπει να διδάσκεται σε όλους. Μάλιστα, ο πόλεμος εναντίον των Λατινικών παρουσιάζεται ως «προοδευτική» επιλογή που εξαφανίζει ενοχλητικά απομεινάρια του παρελθόντος. Το πιο πρόσφατο «χτύπημα» είναι η έξωση των Λατινικών από τις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτός ο πόλεμος όχι μόνο δεν είναι προοδευτικός, αλλά αντίθετα αποτελεί πρακτική οπισθοδρομική και συντηρητική, η οποία εδράζεται σε παρωχημένες και επικίνδυνες αντιλήψεις. Με συντομία, μερικές από αυτές είναι:
1. Ο υπέρμετρος και κακώς νοούμενος ελληνοκεντρισμός του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Στην Ελλάδα ως «κλασικό πολιτισμό» εννοούμε εσφαλμένα μόνο τον «αρχαιοελληνικό» και όχι τον «ελληνορωμαϊκό», με δυσμενέστατη συνέπεια την απομόνωσή μας από το παγκόσμιο γίγνεσθαι και την καλλιέργεια νοσηρών και καταδικαστέων εθνικιστικών αντιλήψεων και στερεοτύπων. Για να μην παρεξηγηθώ: ο (αρχαιο)ελληνικός πολιτισμός είναι σπουδαίος και πρέπει να καταλαμβάνει κεντρική θέση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το πρόβλημα έγκειται στη μονομέρεια.
2. Η αρνητική στάση της φύσει και θέσει συντηρητικής Εκκλησίας. Ιδιαίτερα μετά το σχίσμα ο δυτικός κόσμος αντιμετωπίστηκε από την Ορθόδοξη Ανατολή με δυσπιστία και εχθρότητα –όχι εντελώς άδικα– και η μελέτη των Λατινικών ενίοτε θεωρήθηκε ισοδύναμη με εθνική ή/και θρησκευτική μειοδοσία.
3. Η σφαλερή αντίληψη ότι το μάθημα αυτό είναι άχρηστο για τους Ελληνες, με οδυνηρό αποτέλεσμα την ελλιπέστατη ιστορική και πολιτισμική τους κατάρτιση.
4. Η υποτιθέμενη δυσκολία της Λατινικής, ένα έωλο επιχείρημα που αφενός υποτιμά τις ικανότητες των μαθητών/μαθητριών μας και αφετέρου ενισχύει την εκφυλιστική ροπή της εκπαίδευσης προς το ευκολότερο.
Γιατί τα Λατινικά;
Σε αυτές τις αναχρονιστικές, ανορθολογικές και αντιεπιστημονικές αντιλήψεις αντιπαρατάσσεται πλειάδα επιχειρημάτων που καταδεικνύουν ότι η διδασκαλία των Λατινικών είναι όχι απλώς επιθυμητή αλλά απολύτως απαραίτητη στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Παραθέτω μερικά από αυτά:
i. Οι Ρωμαίοι διαμόρφωσαν την ταυτότητά τους με βασικό πρότυπο τους Ελληνες. Η κατακτημένη Ελλάδα κατέκτησε πολιτισμικά τη νικήτρια Ρώμη και συνακόλουθα η Ρώμη έγινε η γέφυρα για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Ευρώπη. Μέσω του μαθήματος των Λατινικών γίνεται κατανοητή η αδιάρρηκτη συνάφεια των δύο πολιτισμών.
ii. Το μάθημα αυτό έχει ξεκάθαρο ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Η μελέτη της λατινικής γλώσσας και λογοτεχνίας και του ρωμαϊκού πολιτισμού συμβάλλει στη σφυρηλάτηση ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής συνείδησης από τους Ελληνες μαθητές, οι οποίοι έτσι δεν μένουν εγκλωβισμένοι στη στείρα, μονόπλευρη και γι’ αυτό στρεβλή λατρεία τού –αναντίρρητα σπουδαίου– ελληνικού πολιτισμού.
iii. Τα Λατινικά υπήρξαν για αιώνες η γλώσσα της διοίκησης, της εκκλησίας, της επιστήμης, των τεχνών και αποτέλεσαν τον βασικό φορέα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αφομοιώνοντας αρχικά την αρχαιοελληνική σκέψη και στη συνέχεια τον Χριστιανισμό.
Θα μπορούσα ακόμη να τονίσω ότι γνωρίζοντας τον ρωμαϊκό κόσμο κατανοούμε πληρέστερα το Βυζάντιο και ανασυνθέτουμε πολιτισμικά νήματα που φτάνουν ώς το σήμερα∙ ή να επιχειρηματολογήσω για τη συμβολή της γνώσης της Λατινικής στην εκμάθηση διαδεδομένων λατινογενών γλωσσών (ιταλικής, ισπανικής, γαλλικής, αλλά και αγγλικής και γερμανικής)∙ ή να μιλήσω για τη χρησιμότητα της Λατινικής λ.χ. σε νομικούς, γιατρούς και φαρμακοποιούς∙ ή να επισημάνω πως, σε καιρούς που ακόμη και χώρες με πολύ διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο (όπως η Κίνα) επενδύουν στη γνωριμία τους με τον ρωμαϊκό πολιτισμό, εμείς, στην Ελλάδα, τον αποστρεφόμαστε.
Προτάσεις. Θεωρώ, συνεπώς, αναγκαία την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό της διδασκαλίας των Λατινικών. Αυτό θα μπορούσε να γίνει:
α) Με την εισαγωγή στη Β΄ Λυκείου ενός μαθήματος «Ρωμαιογνωσίας», στο πλαίσιο του οποίου θα διδάσκονται ποικίλες πτυχές του ρωμαϊκού κόσμου (ιστορία, οικονομικοκοινωνικοπολιτική οργάνωση, καθημερινή ζωή, θρησκεία, δίκαιο, τέχνη). Επίσης, θα διδάσκονται γλωσσικά στοιχεία, ιδιαίτερα όσα βρίσκονται σε χρήση στις μέρες μας (γνωμικά, στερεότυπες εκφράσεις, γλωσσικά δάνεια), ενώ θα αναδεικνύεται η ετυμολογική σχέση λέξεων της Ελληνικής αλλά και άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών με τη Λατινική. Επιπλέον, οι μαθητές/μαθήτριες θα διαβάζουν από μετάφραση επιλεγμένα λατινικά κείμενα, που αποτελούν ουσιαστικά κορυφαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
β) Με την ανανέωση των βιβλίων και την εφαρμογή σύγχρονων διδακτικών μεθόδων.
γ) Με τη διατήρηση, φυσικά, των Λατινικών ως εξεταζόμενου μαθήματος στις Πανελλαδικές Εξετάσεις.
Η ενίσχυση των Λατινικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση θα είναι πολλαπλώς ευεργετική. Χωρίς τα Λατινικά ή με τα Λατινικά σε ρόλο κομπάρσου, το ελληνικό Λύκειο θα γίνει φτωχότερο.

 

* Καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

Πηγή : http://www.efsyn.gr/arthro/gia-ti-didaskalia-ton-latinikon-sti-deyterovathmia-ekpaideysi

 

Political parties in Ancient Athens

Πολιτικά κόμματα και «think tanks» στην Αρχαία Αθήνα

ANCIENT ATHENS

     Υπήρχαν στην Αθήνα των κλασικών χρόνων ομάδες ψηφοφόρων που ακολουθούσαν πιστά έναν ή περισσότερους πολιτικούς αρχηγούς; Με άλλα λόγια, είχε η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία κόμματα; Επηρεασμένοι τόσο από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα όσο και από την πολιτική πραγματικότητα των ημερών τους, οι ιστορικοί του 19ου αλλά και του μεγαλύτερου μέρους του 20ού αιώνα υπέθεταν πως το πολιτικό σύστημα στην αρχαία Αθήνα ήταν οργανωμένο με τρόπο παρόμοιο με το σημερινό. Παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζει, το θέμα δεν αποτέλεσε αντικείμενο εξειδικευμένης μελέτης παρά μόνον πρόσφατα, στο πλαίσιο του ευρύτερου διαλόγου για τη δημοκρατία.

Ας θυμηθούμε τα βασικά. Η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία ήταν άμεση, όχι αντιπροσωπευτική όπως οι σύγχρονές μας. Κάθε πολίτης είχε τη δυνατότητα να εισηγηθεί στο Δήμο πολιτικές προτάσεις, αλλά και να ψηφίσει υπέρ ή κατά των προτάσεων που συζητούνταν. Στην πράξη ήταν λίγοι εκείνοι που ασκούσαν το δικαίωμα της δημόσιας παρέμβασης στην Εκκλησία του Δήμου, ωστόσο όλοι ψήφιζαν -και οι αποφάσεις λαμβάνονταν με την πλειοψηφία των παρισταμένων. Κάθε πολίτης διαμόρφωνε τη γνώμη του είτε με βάση τα συμφέροντά του, είτε παρακολουθώντας τις αντιπαραθέσεις των ρητόρων στην Εκκλησία.

     Εύλογα υποθέτει κανείς πως οι πολιτικοί της εποχής έκαναν τις απαραίτητες «ζυμώσεις» και προετοίμαζαν το έδαφος για να μπορέσουν οι προτάσεις τους να αποκτήσουν την απαραίτητη στήριξη. Όμως τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας δεν παραπέμπουν με ασφάλεια σε ομαδικές προτάσεις ή, έστω, σε προτάσεις που εκπροσωπούσαν ρητά συγκεκριμένες ομάδες. Η απουσία οργανωμένης ομαδικής υποστήριξης ενός πολιτικού και κοινωνικού ζητήματος είναι μια βασική διαφορά ανάμεσα στην πολιτική οργάνωση της αρχαίας δημοκρατίας και στη σημερινή. Στην αρχαία Αθήνα, αυτού του είδους η ομαδικότητα λείπει από τις πολιτικές παρεμβάσεις σε καιρό ειρήνης, ενώ είναι γνωστή από τις προσπάθειες ανατροπής της δημοκρατίας το 411 π.Χ. και το 404 π.Χ.

Ο λαός δεν ψήφιζε ακολουθώντας άκριτα μια πολιτική «γραμμή». Και η σχέση του πολιτικού με το κοινό δεν εξαρτιόταν από ένα συγκεκριμένο «μπλοκ» υποστηρικτών, αλλά έπρεπε να κερδηθεί κάθε φορά εξ αρχής.

     Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η ύπαρξη κομμάτων στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία προϋποθέτει:

– την ύπαρξη διακριτών ανταγωνιστικών πολιτικών ομάδων, κάθε μία από τις οποίες είχε συγκεκριμένους αρχηγούς και αρκετούς ακολούθους
– κάποια σταθερότητα αυτών των ομάδων σε βάθος χρόνου ως προς τα «πιστεύω» τους
– αφοσίωση των υποστηρικτών στους ηγέτες τους
– ανταγωνισμό ανάμεσα στις πολιτικές ομάδες, προκειμένου να καταφέρουν να επιβάλλουν την άποψή τους.

     Αν αυτά είναι τα κριτήρια που στοιχειοθετούν την ύπαρξη κομμάτων, θα συμφωνήσουμε πως στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχαν κόμματα σαν τα σημερινά. Στις μέρες μας, θα μπορούσαμε να ορίσουμε το κόμμα ως μια ομάδα πολιτών με διακριτό τίτλο η οποία συμμετέχει σε εκλογές και, μέσω των εκλογών, επιδιώκει να προωθήσει τα στελέχη της σε δημόσια αξιώματα. Η εξάρτηση των σύγχρονων κομμάτων από τις εκλογές και η σύνδεσή τους με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία φανερώνουν με τον πιο απλό τρόπο πως το γνώριμο σε εμάς πολιτικό μοντέλο δεν είχε θέση στην αρχαία Αθήνα, όπου δεν υπήρχαν καν εκλογές όπως τις ξέρουμε. Σήμερα οι αποφάσεις λαμβάνονται από πολιτικούς που ανήκουν σε κόμματα και εκλέγονται για να εκπροσωπήσουν μια μερίδα του εκλογικού σώματος, ενώ στην αρχαία Αθήνα οι αποφάσεις λαμβάνονταν απευθείας από τον λαό.
agora
     Αυτές οι διαφορές δεν σημαίνουν πως στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχε απολύτως καμία πολιτική οργάνωση. Υπήρχαν μικρές πολιτικές ομάδες που συνδέονταν με πολιτικούς αρχηγούς και έπαιρναν το όνομά τους, όπως για παράδειγμα «οι αμφί τον Πείσανδρον» ή «οι περί τον Επικράτη και Κέφαλον». Πιθανώς αυτές οι ομάδες λειτουργούσαν σαν τα σημερινά πολιτικά «think tanks», ήταν δηλαδή αφιερωμένες στην παραγωγή και ανταλλαγή πολιτικών απόψεων, αλλά όχι δομημένα κόμματα. Δίπλα τους υπήρχαν μεγαλύτερες ομάδες Αθηναίων ψηφοφόρων που ακολουθούσαν τακτικά συγκεκριμένους πολιτικούς ηγέτες. Ο Πλούταρχος αναφέρει πώς ο Θουκυδίδης του Μελησία, πολιτικός αντίπαλος του Περικλή, εντόπισε στην Εκκλησία του Δήμου τους αριστοκρατικούς που ήταν διασκορπισμένοι μέσα στο πλήθος και προσπάθησε να ενώσει τις δυνάμεις τους, ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη ισχύ και να κλίνει η ζυγαριά των αποφάσεων με το μέρος τους (Περικλής, 11.2). Ο ίδιος περιγράφει αλλού πώς οι κύκλοι του Νικία και του Αλκιβιάδη συναντήθηκαν μυστικά, πήραν κοινές αποφάσεις και ένωσαν τις δυνάμεις τους για να επιτύχουν τον οστρακισμό του Υπέρβολου (Πλούταρχος, Βίος Νικίου, 11.5).

     Αυτές οι αναφορές σε οργανωμένες ομάδες που μοιάζουν με κόμματα αποτελούν μαρτυρίες που καταγράφηκαν περίπου πέντε αιώνες μετά τα γεγονότα που περιγράφουν. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει μια ως τώρα αναξιοποίητη μαρτυρία του Δημοσθένη, προερχόμενη από λόγους που εκφώνησε στην Εκκλησία του Δήμου στα μέσα του 4ου αι. π.Χ.

Ο Δημοσθένης ασκεί κριτική στους συμπολίτες του για την πολιτική συμπεριφορά τους και λέει, μεταξύ άλλων: «… τρωγόμαστε μεταξύ μας και διχογνωμούμε, γιατί οι μεν πιστεύουν αυτά, οι δε τα άλλα, κι έτσι οι κοινές υποθέσεις οδηγούνται σε αδιέξοδο». Και συνεχίζει: «Γιατί στο παρελθόν, Αθηναίοι, εισφέρατε φόρους κατά ομάδες, ενώ τώρα πολιτεύεστε σε ομάδες. Σε κάθε ομάδα αρχηγός είναι ένας ρήτορας που έχει υπό τις διαταγές του έναν στρατηγό και τριακόσιους κράχτες. Οι υπόλοιποι είστε μοιρασμένοι, άλλοι με τούτους άλλοι με εκείνους». (Δημ. 13.20 και 2.29).

Οι πολιτικές ομάδες στις οποίες αναφέρεται ο Δημοσθένης προσεγγίζουν περισσότερο τη σύγχρονή μας ιδέα για τα κόμματα: λίγοι αρχηγοί και πολλοί υποστηρικτές, από τους οποίους κάποιοι παρίστανται στην Εκκλησία, όπου εκφράζεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτικών αντιπάλων.

     Φαίνεται λοιπόν πως στην αθηναϊκή δημοκρατία υπήρχαν ορισμένες ομαδοποιήσεις των πολιτών, αλλά έλειπαν η οργάνωση και η πειθαρχία που χαρακτηρίζουν τα σημερινά κόμματα. Οι μόνες σαφείς κοινωνικοπολιτικές διαφοροποιήσεις αφορούσαν την τομή μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών και έβρισκαν την εκπροσώπησή τους είτε στη δημόσια αντιπαράθεση ενώπιον του λαού, είτε στις υπόγειες ομαδοποιήσεις – δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το ότι αυτή η αντιπαράθεση κατέληξε στην κατάλυση της δημοκρατίας και την επαναφορά της.
     Ωστόσο, ο λαός δεν ψήφιζε ακολουθώντας άκριτα μια πολιτική «γραμμή». Και η σχέση του πολιτικού με το κοινό δεν εξαρτιόταν από ένα συγκεκριμένο «μπλοκ» υποστηρικτών, αλλά έπρεπε να κερδηθεί κάθε φορά εξ αρχής, με βασικά όπλα το πολιτικό αισθητήριο, τη ρητορική δεινότητα, αλλά και τη φήμη που είχε ως γνήσιος υπερασπιστής των συμφερόντων του λαού. Το ίδιο το σύστημα φρόντιζε με ένα σωρό τρόπους να αποκλείσει τις δυνατότητες ομαδοποίησης.

Η λειτουργία της Εκκλησίας, η επιλογή αξιωματούχων με κλήρο, τα λαϊκά δικαστήρια και η εναλλαγή των μελών στη Βουλή περιόριζαν σημαντικά τις όποιες δυνατότητες. Ναι, υπήρχαν πολιτικές ομάδες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, συνεκτικές ή χαλαρότερες στη δομή τους. Αλλά το ίδιο το πολιτικό σύστημα τις αποδυνάμωνε αισθητά, ενισχύοντας την ατομική δυνατότητα και ισχύ.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

V.I. Anastasiadis, «Political «Parties» in the Athenian Democracy: A Modernizing Topos», Arethusa τ. 32 (1999), 313-335.
W. Robert Connor, The New Politicians of 5th-century Athens (Πρίνστον 1971)
M. H. Hansen, The Athenian Assembly in the Age of Demosthenes (Οξφόρδη 1987)
M. H. Hansen, The Athenian Democracy in the Age of Demosthenes (Λονδίνο 1999)
M. H. Hansen, «Political Parties in Democratic Athens», Greek, Roman and Byzantine Studies τ. 54 (2014) 379-403
Μ. Β. Σακελλαρίου, Η Αθηναϊκή Δημοκρατία (Ηράκλειο 1999)

Πολλαπλή Νοημοσύνη

Τα πλεονεκτήματα της πλουραλιστικής νοημοσύνης

Το ακανθώδες ερώτημα «τι μας ενώνει και τι μας διαφοροποιεί ως μέλη του είδους μας;» απασχολούσε ανέκαθεν την ανθρώπινη σκέψη. Ωστόσο μόνο σχετικά πρόσφατα άρχισε να διαφαίνεται η δυνατότητα να βρεθούν, επιτέλους, κάποιες διυποκειμενικές και διαφυλετικές επιστημονικές απαντήσεις· και αυτές οι απαντήσεις ελπίζουμε να αποδειχτούν περισσότερο αυστηρές και λιγότερο ιδεολογικά φορτισμένες από εκείνες που δόθηκαν κατά το παρελθόν.
Multiple-IntelligenceΣήμερα η έρευνα των προϋποθέσεων της έλλογης σκέψης και της έκφρασης των συναισθημάτων μας συνδέεται τόσο στενά με τη μελέτη της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, ώστε να μιλάμε για «συναισθηματικό» και «κοινωνικό» εγκέφαλο που, μαζί με τον «γνωσιακό εγκέφαλο», συναπαρτίζουν τη νοητική μηχανή μας. Ποτέ άλλοτε ο ενιαίος ανθρώπινος νους δεν εμφανιζόταν τόσο πολύμορφος, πολύτροπος και πολυφυής. Και η αποδοχή αυτής της πλουραλιστικής νοημοσύνης των ανθρώπων, εκτός από κοινωνικά αναγκαία, ίσως αποδειχτεί και επωφελής… οικολογικά
Όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα υποδεικνύουν σαφώς ότι ο ανθρώπινος νους δεν είναι προϊόν θεϊκής ή κοινωνικής δημιουργίας, αλλά αντίθετα ένα πολύτιμο βιολογικό «όργανο» που επιλέχτηκε και διαμορφώθηκε εξελικτικά επειδή εξασφάλιζε και εξασφαλίζει την επιβίωση του είδους μας. Υπό αυτή την έννοια, όλες οι ανώτερες νοητικές λειτουργίες μας -έλλογη σκέψη, γλώσσα, συναισθήματα κ.ο.κ.- δεν θεωρούνται πλέον αιθέριες ή άυλες οντότητες αλλά τα προϊόντα της λειτουργίας και της αλληλεπίδρασης του εγκεφάλου μας.
Αυτή η φαινομενικά «υλιστική» προσέγγιση των νοητικών φαινομένων προκαλούσε ανέκαθεν έντονες αντιδράσεις και δικαιολογημένα συναντούσε τη σθεναρή αντίσταση όχι μόνο των θρησκόληπτων, αλλά και των πιο ανοιχτόμυαλων στοχαστών και επιστημόνων. Οι τελευταίοι, μάλιστα, αντέτειναν ότι οι διαθέσιμες επιστημονικές εξηγήσεις και κυρίως τα ελλιπή πειραματικά ή παρατηρησιακά δεδομένα δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τη νομιμότητα ενός τέτοιου γιγάντιου άλματος από τον ανθρώπινο εγκέφαλο στις ανώτερες νοητικές λειτουργίες.
Αυτά μέχρι πρόσφατα· γιατί τις τελευταίες δεκαετίες η εκρηκτική ανάπτυξη των επιστημών του εγκεφάλου και του νου, δηλαδή των Νευροεπιστημών και των Γνωσιακών Επιστημών, έχουν καταστήσει εντελώς ανεπίκαιρες και καταχρηστικές τέτοιες επιφυλάξεις. Σήμερα κανένα νοητικό φαινόμενο -από τις πιο αφηρημένες σκέψεις μας μέχρι τις πιο στοιχειώδεις συναισθηματικές ανάγκες μας – δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητο ή αυτόνομο από τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου μας!

banner2Ο συναισθηματικός εγκέφαλος

Επί δύο χιλιετίες η κυρίαρχη πολιτισμική αντίληψη επέβαλε τη συστηματική υποτίμηση και απαξίωση των συναισθημάτων ως βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της έλλογης σκέψης. Ακόμη και ένας βαθύτατος στοχαστής των ανθρώπινων πραγμάτων όπως ο Πλάτων θεωρούσε πως για την ανάπτυξη του «Λογιστικού» (δηλαδή του ανθρώπινου λόγου-νου) ήταν απαραίτητη η απελευθέρωση από τον εξαιρετικά περιοριστικό και βλαπτικό κλοιό των συναισθημάτων (του «Θυμοειδούς», όπως το αποκαλούσε). Από πολύ νωρίς η οικογένεια και το σχολείο μάς διδάσκουν να απαξιώνουμε τα συναισθήματά μας και να τα ελέγχουμε.
Η καθημερινή μας εμπειρία αλλά και σωρεία νευρολογικών μελετών αποδεικνύουν βέβαια το ακριβώς αντίθετο: δεν μπορούμε ποτέ να απελευθερωθούμε εντελώς από τα συναισθήματά μας. Αν μάλιστα σε έναν άνθρωπο συμβεί να αποκοπούν -εξαιτίας π.χ. της ευνουχιστικής διαπαιδαγώγησης, ενός ατυχήματος ή μετά μια νευροχειρουργική επέμβαση- οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των συναισθημάτων και της έλλογης σκέψης, τότε συμπεριφέρεται σαν ζόμπι ή σαν βραχυκυκλωμένο ρομπότ.
Οι πιο σημαντικές μελέτες της παθολογίας και της βιολογικής λειτουργίας των συναισθημάτων πραγματοποιήθηκαν στις ΗΠΑ στο εργαστήριο του περίφημου Πορτογάλου νευροεπιστήμονα Antonio Damasio. Μελετώντας κάποιες διάσημες πια κλινικές περιπτώσεις ατόμων με βλάβη στον προσθιομετωπιαίο φλοιό, που βρίσκεται στο πρόσθιο τμήμα του εγκεφάλου, κατάφερε να αποσαφηνίσει τις νευροβιολογικές προϋποθέσεις της συναισθηματικής συμπεριφοράς.
Το ερώτημα που έθεσε ο Α. Damasio ήταν: πώς γίνεται τα ίδια άτομα, τα οποία πριν υποστούν κάποια βλάβη σε αυτή την περιοχή ήταν αξιαγάπητα και κοινωνικότατα, να μεταμορφώνονται σε βίαια και αντικοινωνικά «τέρατα», παντελώς ανίκανα να βιώσουν ενδιαφέρον, αγάπη και στοργή ή να σχεδιάσουν ή να πράξουν οτιδήποτε στο άμεσο μέλλον; Η έρευνα αυτών των περιπτώσεων οδήγησε στον ακριβή εντοπισμό ενός σημαντικού εγκεφαλικού κυκλώματος, μιας βασικής νευρικής οδού επικοινωνίας που συνδέει την έλλογη σκέψη με το συναίσθημα. Πιο συγκεκριμένα, τα ανώτερα κέντρα του μετωπιαίου φλοιού με την αμυγδαλή, μια αρχέγονη δομή που ρυθμίζει τις απαντήσεις του εγκεφάλου στις συναισθηματικές καταστάσεις.
Οι έρευνες τού Damasio καθώς και άλλων νευρολόγων απέδειξαν ότι όταν διακόπτεται (από κάποια βλάβη ή χειρουργική επέμβαση) αυτό το σταυροδρόμι που συνδέει τον «ανώτερο» ορθολογικό εγκέφαλο με τον «κατώτερο» συναισθηματικό εγκέφαλο, τότε οι ασθενείς μεταμορφώνονται σε απαθή ζόμπι: πλάσματα ικανά να κάνουν έλλογες σκέψεις, αλλά παντελώς ανίκανα να τις χρωματίζουν ή να τις εμπλουτίζουν με συναισθήματα.
Η ανάγκη, όμως, επανένταξης και αναβάθμισης της σημασίας των συναισθημάτων δεν προέκυψε αποκλειστικά από τη μελέτη νευρολογικών παθήσεων αλλά και από πλήθος ψυχολογικών ερευνών σε φυσιολογικά άτομα. Μολονότι κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα οι ψυχολόγοι αγνοούσαν τις νευροεγκεφαλικές προϋποθέσεις των συναισθημάτων, κατάφεραν να αποκαλύψουν τη σημαντική επιρροή τους στη ζωή των ανθρώπων. Ετσι, το 1990 οι Αμερικανοί ψυχολόγοι Ρ. Salovey και J. Mayer εισάγουν για πρώτη φορά τον όρο «συναισθηματική νοημοσύνη», για να περιγράψουν την ικανότητά μας να διακρίνουμε, να αναγνωρίζουμε και να χρησιμοποιούμε τα συναισθήματα των άλλων ή τα δικά μας για να καθοδηγούμε τις σκέψεις και τις πράξεις μας. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1983, ένας άλλος Αμερικανός ψυχολόγος, ο Howard Gardner, είχε προτείνει τον όρο «διαπροσωπική νοημοσύνη» για να περιγράψει κάτι ανάλογο.
Όμως ο όρος «συναισθηματική νοημοσύνη» θα γίνει ευρύτατα γνωστός μόνο μετά το 1995, όταν θα εκδοθεί το ομώνυμο μπεστ σέλερ του Daniel Goleman (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα). Στο πασίγνωστο αυτό βιβλίο ο Goleman, ένας παντελώς άγνωστος τότε συγγραφέας, κατάφερε να συνοψίσει και να εκλαϊκεύσει, με τρόπο εύπεπτο και μάλλον απλοϊκό, τις πιο ετερογενείς κατακτήσεις της νευροεπιστήμης και της γνωσιακής ψυχολογίας της εποχής. Εκτοτε, και ως διά μαγείας, όλοι θα ανακαλύψουν ότι διαθέτουν μια μέχρι τότε υποβαθμισμένη «συναισθηματική νοημοσύνη». Ισως γι’ αυτό αρκετοί ειδικοί μιλάνε για αυτήν υποτιμητικά, θεωρώντας ότι πρόκειται μόνο για μια μόδα της Νέας Εποχής, για μια εύπεπτη και παρηγορητική «new age» ιδέα.
Και ασφαλώς δεν έχουν καθόλου άδικο όσοι ασκούν αυτή την κριτική: η επιστημονική ιδέα της «συναισθηματικής νοημοσύνης» είναι η πρώτη σοβαρή προσπάθεια να κατανοηθούν οι περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στις φλοιικές και υποφλοιώδεις δομές του εγκεφάλου ή, αν προτιμάτε, ανάμεσα στον λογικό και τον συναισθηματικό μας εγκέφαλο. Οφείλει συνεπώς να είναι κανείς ιδιαίτερα επιφυλακτικός όταν βλέπει αυτή την ιδέα να μετατρέπεται σε αντικείμενο μαζικής εκμετάλλευσης ή και χυδαίας εμπορευματοποίησης από κάποιους επιτήδειους «ψυχοθεραπευτές».
Η ικανότητα κάθε ανθρώπου να αντιλαμβάνεται και να βιώνει τα συναισθήματα του άλλου αποτελεί ασφαλώς την απαραίτητη προϋπόθεση κάθε ουσιαστικής ανθρώπινης σχέσης (φιλικής ή ερωτικής). Αποτελεί όμως επίσης και προϋπόθεση για την πιο στυγνή χειραγώγηση και εκμετάλλευση των ανθρώπινων συναισθημάτων. Το ότι διαθέτει κάποιος συναισθηματική νοημοσύνη δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη πως τη χρησιμοποιεί για καλό σκοπό.

Social_IntelligenceΟ κοινωνικός εγκέφαλος

Μια δεκαετία μετά τη δημοσίευση του πρώτου πολύ επιτυχημένου βιβλίου του για τη συναισθηματική νοημοσύνη, ο Daniel Goleman θα επιχειρήσει ένα πολύ πιο φιλόδοξο συγγραφικό εγχείρημα: να συνοψίσει ό,τι γνωρίζουμε σχετικά με τις νευροβιολογικές, τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης νοημοσύνης, νοούμενης πλέον όχι ως ατομικό-υποκειμενικό φαινόμενο αλλά ως συλλογικό-κοινωνικό φαινόμενο. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2006 με τίτλο «Social Intelligence: The New Science of Social Relationships» και σχεδόν αμέσως μεταφράστηκε και στη χώρα μας από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα: «Κοινωνική νοημοσύνη: Η νέα επιστήμη των ανθρώπινων σχέσεων»
Με τυπικά αμερικανική αισιοδοξία, που ένας Ευρωπαίος θα περιέγραφε μάλλον ως αφέλεια, ο συγγραφέας επιχειρεί σε αυτό το νέο του πόνημα να «εξηγήσει» το σύνολο σχεδόν της κοινωνικής συμπεριφοράς μας ως το προϊόν της απρόσκοπτης αλληλεπίδρασης και του αρμονικού συντονισμού κάποιων κατώτερων νευρωνικών κυκλωμάτων του μεταιχμιακού συστήματος του εγκεφάλου με τα ανώτερα νευρωνικά κυκλώματα του νεοφλοιού. Στην αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ δύο εγκεφάλων, καθοριστικό ρόλο παίζουν ήδη από την βρεφική ηλικία οι λεγόμενοι «νευρώνες-καθρέπτες» που καταγράφουν λεπτομερώς τις κινήσεις που βλέπουμε και συνεπώς ιδιοποιούνται μιμητικά κάθε αντίδραση ή κίνηση του άλλου προσώπου.
Όσο για τον ίδιο τον «κοινωνικό εγκέφαλο», αυτός περιγράφεται μάλλον αόριστα ως «ένα σύνολο κυκλωμάτων που λειτουργούν ενορχηστρωμένα όταν δύο άτομα σχετίζονται μεταξύ τους». Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει ο Goleman σε αυτό το βιβλίο, δεν καταφέρνει τελικά να μας προσφέρει έναν ικανοποιητικό ή έστω χρηστικό ορισμό τού «κοινωνικά νοήμονος ατόμου». Αυτή η αποτυχία δεν θα πρέπει να χρεωθεί αποκλειστικά στον Goleman, έναν εξαιρετικό εκλαϊκευτή της επιστημονικής γνώσης αλλά καθόλου πρωτότυπο ερευνητή. Αντίθετα, αφορά το σύνολο τον ερευνών στο ερευνητικό πεδίο της κοινωνικής νοημοσύνης. Πράγματι, μέχρι σήμερα οι ψυχολόγοι δεν έχουν καταλήξει σε έναν σαφή και κοινά αποδεκτό ορισμό της κοινωνικής νοημοσύνης και των τυπικών διακριτικών γνωρισμάτων της που τη διαφοροποιούν από τις άλλες μορφές νοημοσύνης. Υπάρχουν τόσοι ορισμοί και τρόποι καταμέτρησης της κοινωνικής νοημοσύνης -δηλαδή κατάλληλα ψυχομετρικά εργαλεία ή τεστ για την αναγνώριση και την καταμέτρησή της- όσοι και οι βασικοί ερευνητές που μελετούν αυτό το πολύπλοκο βιο-κοινωνικό φαινόμενο! Τώρα σε ό,τι αφορά τον περιβόητο και πολυδιαφημιζόμενο «κοινωνικό εγκέφαλο», τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Οι πιο επιφανείς ειδικοί, ενώ συνήθως διαφωνούν για τα επιμέρους ζητήματα, συμφωνούν απολύτως στο ότι οι σημερινές έρευνες σχετικά με τις νευρολογικές και βιολογικές προϋποθέσεις της κοινωνικής συμπεριφοράς μας βρίσκονται ακόμη σε νηπιακό στάδιο. Επομένως θα πρέπει να θεωρείται πρόωρο και εξαιρετικά επισφαλές κάθε συμπέρασμα το οποίο μας αποκαλύπτει, υποτίθεται, τους εγκεφαλικούς ή γενετικούς «ενδογενείς παράγοντες» που καθορίζουν ή απλώς επηρεάζουν την κοινωνική συμπεριφορά μας.
Του Σπύρου Μανουσέλη (Ελευθεροτυπία)